Doro

Forever Warriors, Forever United

Nuclear Blast (2018)
Από τον Μάρκο Σκυριανό, 24/09/2018
Αυτό που πρέπει να κάνει σήμερα η Doro, είναι να γίνει πιο αυστηρή στην επιλογή των τραγουδιών της
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια προσωπικής (περίπου) δισκογραφίας, συν άλλα έξι πιο πριν ως μέλος των Warlock, η Doro κυκλοφορεί τον δωδέκατο studio δίσκο της. Ο οποίος είναι τεράστιος. Μιλάμε για έναν διπλό δίσκο με δεκαεννέα τραγούδια συν τρία bonus σε κάθε δίσκο (συνολικά είκοσι πέντε). Με πολλές και διάφορες συμμετοχές, και με τρεις συνολικά διασκευές. Και το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει είναι «ουκ εν τω πολλώ το ευ».

Κατ’ αρχάς, σε ένα σύνολο είκοσι πέντε τραγουδιών έχουμε τρία τραγούδια με τη λέξη metal στον τίτλο και ένα με τη φράση rock 'n' roll ("All For Metal", "Soldier Of Metal", "Metal Is My Alcohol" και "Blood, Sweat And Rock 'n' Roll"). Αυτό θα είχε ένα νόημα αν ο δίσκος έβγαινε πριν τριάντα πέντε χρόνια και «έπρεπε» ο κόσμος να μάθει τι εστί metal. Στο σήμερα, το να γράψει ο οποιοσδήποτε ένα τραγούδι για τη metal μουσική είναι απλά πολύ εύκολο.

Συνεχίζουμε με τις συμμετοχές. Φυσικά, δεν θα κρίνω τις «συμμετοχές» πολλών και διαφόρων στο "All For Metal" που ανοίγει τον δίσκο, γιατί είναι απλά φωνητικά στο ρεφρέν, που προφανώς προσπαθούν να δείξουν την ενότητα στη metal κοινότητα. Θα μείνω στις πιο κανονικές συμμετοχές. Όπως αυτή του Johan Hegg στο "If I Can't Have you - No One Will". Μία power μπαλάντα. Το αποτέλεσμα είναι ελαφρώς αδιάφορο. Ναι, τα φωνητικά των δύο δημιουργούν μία ευχάριστη αίσθηση αντίθεσης. Αλλά, παραμένει μία power μπαλάντα που κάνει τον Hegg να ακούγεται ιδιαίτερα «απειλητικός» στο κουπλέ, σαν soundtrack από ταινία τρόμου. Και όχι από τις καλές.

Στο "Backstage To Heaven" έχουμε τη συμμετοχή του Helge Schneider με ένα solo σαξόφωνο. Βασικά, ακούγεται για δέκα δευτερόλεπτα καθαρά σε ένα κόψιμο του τραγουδιού, και μετά παίζει μαζί με την υπόλοιπη μπάντα μέχρι το τέλος του τραγουδιού, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να σολάρει και η κιθάρα. Ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε.

Οι συμμετοχές ολοκληρώνονται με το "Heartbroken", όπου ακούμε τον Doug Aldrich να σολάρει. Ένα σχετικά mid-tempo τραγούδι, που μου προκάλεσε έκπληξη που δεν είναι μπαλάντα με τέτοιο τίτλο. Όπως και να ‘χει, ο Doug Aldrich κάνει πολύ καλή δουλειά. Προσωπικά όμως το τραγούδι θα μου μείνει στο μυαλό για τον άθλιο ήχο του hi-hat. Πραγματικά, τι σκεφτόντουσαν όταν κατέληγαν σε αυτόν τον ήχο, που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο τραγούδι του δίσκου;

Φυσικά, υπάρχουν και διασκευές. Και μάλιστα τρεις. Θα ξεπεράσω τη διασκευή στο "Don’t Break My Heart Again" των Whitesnake, γιατί έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία στο original, και η συγκεκριμένη διασκευή είναι (για να το θέσω κομψά) απλά flat και άνευρη. Οπότε, προσπερνάω και συνεχίζω στη διασκευή στο "Lost In The Ozone" των Motörhead. Εδώ έχουμε έκπληξη γιατί πρόκειται για ένα ελαφρώς ξεχασμένο τραγούδι των τελευταίων. Και η έκπληξη μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, μιας και το αποτέλεσμα δικαιώνει τη Doro για την επιλογή της. Της πάει το τραγούδι στο ύφος της, και δίνει μία πολύ αξιοπρεπή ερμηνεία. Προφανώς το ύφος είναι διαφορετικό από το ύφος του Lemmy, αλλά για αυτό λέγεται διασκευή. Στα αρνητικά της διασκευής, το γεγονός ότι μουσικά δεν έχει καμία απολύτως διαφορά.

Η τρίτη διασκευή είναι απλά λάθος. It’s plain wrong. Όλες οι διασκευές κρίνονται εκ του αποτελέσματος, αλλά όταν είδα track στο δίσκο με τον τίτλο "Caruso", ήλπιζα να μην είναι το γνωστό τραγούδι του Lucio Dalla. Οι πιθανότητες να μην ήταν, ήταν προφανώς περιορισμένες. Για να το θέσω και αυτό ευγενικά, το αποτέλεσμα δεν είναι πετυχημένο. Η Doro δεν έχει την έκταση και τον όγκο στη φωνή που χρειάζεται για να αποδοθεί αυτό το ρεφρέν. Επίσης δεν έχει καθόλου καλή άρθρωση στα Ιταλικά. Στα track-by-track videos που έχουν δημοσιευτεί για το δίσκο, λέει ότι είναι η πρώτη φορά που τραγουδάει στα Ιταλικά. Και έπρεπε να είναι αυτό; Ένα τόσο απαιτητικό τραγούδι;

Μία κουβέντα πρέπει να ειπωθεί και για την παραγωγή σαν σύνολο. Γιατί μπορεί οι κιθάρες να είναι ογκώδεις, όπως και τα drums και το μπάσο, μπορεί οι συχνότητες να είναι προσεγμένες ούτως ώστε να δημιουργείται (και εδώ) η αίσθηση της αντίθεσης μεταξύ της φωνής της Doro και του υπόλοιπου συγκροτήματος χωρίς να ακούγεται άσχετο το ένα μέρος ή το άλλο, αλλά στο αποτέλεσμα λείπει κάτι σημαντικό. Το ύφος. Η παραγωγή είναι επίπεδη και σε πολλές περιπτώσεις, δεν αφήνει τις συνθέσεις να αναπνεύσουν. Όπως χάνεται το σαξόφωνο του Schneide στο "Backstage To Heaven". Και αυτό που κάνει ακόμα χειρότερη την έλλειψη του ύφους στην πλειοψηφία των τραγουδιών είναι το γεγονός πως τα μόνα τραγούδια του δίσκου που «αναπνέουν» είναι οι μπαλάντες.

Η Doro είναι ένα ιστορικό πρόσωπο της metal μουσικής. Από τις πρώτες frontwomen στο χώρο, πρόσεχε πάντοτε να μην αφήσει την εμφάνισή της να παίξει τον πρώτο ρόλο, αλλά να προχωρήσει με τη φωνή της και τη μουσική της. Αυτό που πρέπει να κάνει στο σήμερα είναι να γίνει πιο αυστηρή στην επιλογή των τραγουδιών στους δίσκους της. Έχουν περάσει τριάντα ένα χρόνια από το "All We Are", και ακόμα προσπαθεί να γράψει συναυλιακά τραγούδια που θα είναι εύκολα να τα τραγουδήσει όλος ο κόσμος από κάτω.

  • SHARE
  • TWEET