Bruce Dickinson

The Mandrake Project

BMG (2024)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 01/03/2024
Ο Dickinson διατηρεί στο ακέραιο το ανήσυχο καλλιτεχνικό του πνεύμα και κυρίως υπενθυμίζει πως συνεχίζει να διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες φωνές της metal μουσικής, που ακόμα κάνει τη διαφορά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η επανένωση των Iron Maiden με τον Bruce Dickinson και τον Adrian Smith, πριν περίπου 25 χρόνια, είναι από τα καλύτερα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν στην metal μουσική εκείνη την εποχή, για πάρα πολλούς λόγους. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε η σπίθα του κλασσικού, Maidenικού ήχου είχε ανάψει λίγα χρόνια νωρίτερα μέσω δυο αξεπέραστων ως και σήμερα προσωπικών δουλειών του Dickinson: του "Accident Of Birth" και του "The Chemical Wedding".

Αποφεύγοντας άσκοπες συγκρίσεις (που ενδέχεται να γυρίσουν και μπούμερανγκ), υπάρχει μια βάση στα επιχειρήματα όσων κατατάσσουν τα δυο εν λόγω άλμπουμ ψηλότερα από ό,τι έχει κυκλοφορήσει υπό το όνομα των Iron Maiden τα τελευταία… τριάντα χρόνια. Ως εκ τούτου κάθε νέα προσωπική δουλειά του Bruce Dickinson δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ μια αδιάφορη υπόθεση, πόσο δε όταν αποτελεί εκ νέου προϊόν συνεργασίας με τον άνθρωπο (συνθέτη, παραγωγό, κιθαριστα) με τον οποίο από κοινού δημιούργησαν τα περί ου ο λόγος άλμπουμ.

Αντιθέτως, το "The Mandrake Project", ένα άλμπουμ που έρχεται είκοσι χρόνια μετά από την τελευταία προσωπική δουλειά του Dickinson, το "Tyranny Of Souls περισσότερο ως πολύ-αναμενόμενο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, τόσο λόγω των φυσιολογικών προσδοκιών, όσο και διότι η συζήτηση περί αυτού έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου μια δεκαετία, όπως θα θυμούνται οι πιο πιστοί Maidenάδες. Συγκεκριμένα, από όταν έγινε γνωστό πως το εναρκτήριο τραγούδι του "Book Of Souls" (του 2015) το άρπαξαν οι Maiden σχεδόν αυτούσιο από το προσωπικό άλμπουμ που ετοίμαζε από τότε ο Bruce. Και παρά το γεγονός πως το "If Eternity Should Fail" αγαπήθηκε ως ένα από τα καλύτερα τραγούδια της σύγχρονης ιστορίας των Maiden, το συναντάμε εκ νέου ως σημείο αναφοράς εδώ, με τη διαφορά πως τιτλοφορείται πλέον ως "Eternity Has Failed". Αν μη τι άλλο, η έβδομη δισκογραφική δουλειά του Bruce αποτελεί προϊόν πολυετούς ζύμωσης και μένει να δούμε πως αυτός ο παράγοντας επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα.

Απομονώνοντας αυτούς που θα αποθέωναν οτιδήποτε φέρει το όνομα του Bruce Dickinson πριν καν το ακούσουν, κι αυτών που αντιστοίχως θα το υποβαθμίσουν χωρίς πραγματικά να το αξιολογήσουν, ίσως επειδή θεωρούν μια τέτοια κίνηση ως δείγμα «εξέλιξης» τους ως ακροατές, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ορισμένα στοιχεία που ενδεχομένως προβληματίζουν και κάποια που ενισχύουν την αισιοδοξία γύρω από το "The Mandrake Project".

Ξεκινάμε με τον παράγοντα Roy Z, ο οποίος δεν είναι ο ενεργός μουσικός και παραγωγός που ήταν πριν πολλά χρόνια όταν ανάσταινε καριέρες θρύλων όπως ο Dickinson κι ο Halford. Στην πραγματικότητα, δυσκολεύομαι να βρω κάτι ιδιαίτερα άξιο λόγου που να φέρει την υπογραφή του από το τελευταίο άλμπουμ του με τον Bruce κι αυτό ίσως κάτι να λέει. Ταυτόχρονα, το δίδυμο δεν πλαισιώνεται πλέον από μια πιο πλήρη μπάντα, όπως κάποτε, και κυρίως του λείπει ένας ολόκληρος Adrian Smith από την εξίσωση που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Συνεπώς, δυο αστερίσκοι σημειώνονται για την παραγωγή του άλμπουμ και τα lead κιθαριστικά μέρη.

Από την άλλη πλευρά, ο Bruce σε δηλώσεις του δείχνει να θέτει ως συνθετικό και ηχητικό σημείο αναφοράς την σκοτεινή ατμόσφαιρα του υπέρτατου "The Chemical Wedding", γεγονός και μόνο ως βάση εκκίνησης αποτελεί θετικό στοιχείο. Επίσης, όλοι ξέρουμε πως είναι από τους λίγους τραγουδιστές που δεν έχουν χάσει ίχνος από την ερμηνευτική δυναμική τους με την πάροδο των χρόνων και κυρίως, αφού… πότε απογοήτευσε μουσικά κάποιον ο Bruce; Είτε μιλάμε για τις ερμηνείες του στα άλμπουμ των Maiden, είτε για τα προσωπικά του άλμπουμ, έχω την αίσθηση πως ακόμα κι αυτοί που δεν εκτίμησαν κάποτε το "Skunkworks" έχουν αλλάξει άποψη πλέον…

Ηχητικά, όντως το "The Mandrake Project" έχει κάτι το πιο σκοτεινό που φέρνει συνειρμούς με το "The Chemical Wedding", ενώ έχει κι εκείνο το "And so we…", όπως το τραγουδάει ο Bruce στην αρχή του "Shadows Of The Gods", που δεν μπορεί να μην έγινε επίτηδες. Αλλά οποιαδήποτε περαιτέρω σύγκριση θα το αδικούσε, οπότε ας μείνει εδώ. Επίσης, ο χρόνος που χρειάστηκε για να κυκλοφορήσει μοιάζει να λειτούργησε θετικά εν τέλει, καθώς το άλμπουμ δίνει την αίσθηση μιας πραγματικά προσεγμένης και συνεκτικής δουλειάς, από την αρχή ως το τέλος, σαν να έχει περάσει ήδη ένα τεστ αντοχής στο χρόνο.

Όμως, το πιο σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την κυκλοφορία αυτή, είναι ότι βρίσκει για μια ακόμα φορά τον Bruce πιστό στο ανήσυχο πνεύμα του (που σε στιγμές φτάνει στα όρια της μεγαλομανίας), καθώς προσέγγισε τη νέα αυτή δουλειά ως ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό έργο κι όχι απλά μια μουσική πρόταση. Το (εν τέλει όχι) concept, τα videoclip, και κυρίως η συνοδεία ενός comic - ακόμα κι αν η αισθητική είναι συζητήσιμη σε σημεία - πιστοποιούν πως ο Dickinson δεν ήθελε να κυκλοφορήσει απλώς ένα σύνολο τραγουδιών υπό τη μορφή άλμπουμ, αλλά να δημιουργήσει κάτι πιο πολυδιάστατο κι ολοκληρωμένο.

Ομολογώ, πάντως, ότι ήμουν από αυτούς που δεν ενθουσιάστηκαν ιδιαίτερα στο πρώτο άκουσμα των δυο single που προηγήθηκαν τις κυκλοφορίας του δίσκου. Κι, επίσης, ομολογώ ότι τα βρίσκω πολύ καλύτερα ως μέρος της συνολικής πρότασης, απόδειξη του χαρακτήρα της ολοκληρωμένης δουλειάς που θέλει να προσδώσει στο "The Mandrake Project" ο Bruce. Μια χαρά μου αρέσει ο δυναμισμός του "Afterglow Of Ragnarok" για την εκκίνηση του άλμπουμ, ενώ το "Rain On The Graves" ανήκει στις συνθέσεις που ξεχωρίζουν, έχοντας δυνατό πολύ ρεφραίν και λίγο πιο έντονη την "Chemical Wedding" αύρα στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Ενδιάμεσά τους, το up-tempo "Many Doors To Hell", με το hard rockάδικο riff του έχει εκείνο τον ξεσηκωτικό χαρακτήρα που προσδίδει ο Bruce σε τέτοιες συνθέσεις και προσωπικά πάντα με παρασέρνει. Οι τρεις παραπάνω συνθέσεις αποτελούν ιδανικό ξεκίνημα, αν μη τι άλλο.

Στη συνέχεια, τραγούδια όπως το "Resurrection Men" και το "Fingers In The Wounds" αποδεικνύουν την θέληση που επέδειξαν ο Bruce και ο Roy Z να μην περιοριστούν στα βασικά, προσθέτοντας διαφοροποιημένα στοιχεία που κάνουν πιο ενδιαφέρον το αποτέλεσμα, είτε αυτά είναι ένα πιάνο, είτε ήχοι που φέρνουν spaghetti western στο νου, είτε είναι ανατολίτικες μελωδίες. Μάλιστα, βρίσκω τον καλύτερο Dickinson του άλμπουμ στο "Fingers". Το δε "Eternity Has Failed" (πλέον), φέρνει μια αναπόφευκτη οικειότητα και περιέργως φαντάζει ως η ραχοκοκαλιά του άλμπουμ που δεν μπορούσε να λείπει αυτό. Ταυτόχρονα, λειτουργεί και ως σπαζοκεφαλιά για κάποιον που θα κληθεί να επιλέξει αν προτιμάει αυτή εδώ την εκδοχή ή εκείνη των Maiden, παρατηρώντας και αξιολογώντας τις όποιες μικρές διαφορές. Εμένα, εδώ μου ακούγεται κάπως πιο proggy κι αυτό μου αρέσει.

Κι αν το "Face In The Mirror" σε πρώτη ανάγνωση φαντάζει ως μια πιο τυπική μπαλάντα, που δεν προσεγγίζει επίπεδα ενός "Man Of Sorrows", "Tears Of The Dragon" ή "Navigate The Seas Of The Sun", τελικά μας υπενθυμίζει έναν από τους λόγους για τους οποίους είναι τόσο τεράστιος ερμηνευτής ο Bruce, καθώς με την ερμηνεία του το ανεβάζει επίπεδο μόνος του. Το δε up-tempo "Mistress Of Mercy" θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η πιο ξεκάθαρα Maidenική στιγμή του άλμπουμ, και νομίζω κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πόσο ταιριάζουν στον Bruce τέτοια τραγούδια.

Για το κλείσιμο είναι ξεκάθαρο ότι ο Dickinson θέλησε να δώσει στο "The Mandrake Project" την κλιμάκωση που χρειάζεται, τοποθετώντας δυο σχετικά μακροσκελείς, φορτωμένες σε πληροφορία και φορτισμένες ερμηνευτικά συνθέσεις όπως το 7λεπτο "Shadow Of The Gods" και το 10λεπτο "Sonata (Immortal Beloved)". Το πρώτο ξεκινάει ως μπαλάντα, για να δυναμώσει από τη μέση και μετά προσφέροντας μερικές από τις πιο δυνατές στιγμές του άλμπουμ (μουσικά κι ερμηνευτικά), ενώ το κατά βάση mid-tempo κλείσιμο του δεύτερου, παρά τα πολύ όμορφα σημεία του αφήνει εν τέλει μια αίσθηση ότι απλώνεται ελαφρώς περισσότερο του ιδανικού.

Με βάση τα παραπάνω, η συνολική εικόνα του άλμπουμ θα μπορούσε να συνοψιστεί σε ένα σχεδόν σαρδόνιο και ειρωνικό γέλιο του Bruce προς όλους όσους αμφέβαλαν έστω και λίγο (όπως κι εγώ) τόσο για τα καλλιτεχνικά του κίνητρα, όσο και για το τελικό αποτέλεσμα που θα παρουσίαζε μέσω του "The Mandrake Project". Χωρίς να διεκδικεί δάφνες ποιότητας ή εντυπωσιασμού ανάλογες με τις καλύτερες δουλειές που έχει προσφέρει στο παρελθόν η συνεργασία Roy Z και Dickinson, στέκεται ως μια ολοκληρωμένη δουλειά με δικό της χαρακτήρα, έχοντας μια ισορροπία στοιχείων που περιμένεις να ακούσεις και φρέσκων ιδεών, και φυσικά με την προσωπικότητα του μεγάλου Bruce να καλύπτει την όποια αδυναμία (πχ η παραγωγή θα μπορούσε να είναι ελαφρώς καλύτερη) και να ανεβάζει διαρκώς κάθε τραγούδι -και συνεπώς όλο το άλμπουμ - ένα σκαλί παραπάνω.

Και μπορεί να τον αγαπάμε (ή κάποιοι να τον μισούν) και να τον θαυμάζουμε για την εν γένει προσωπικότητά του, αλλά πάνω από όλα ήταν και παραμένει μια από τις καλύτερες φωνές στην ιστορία της metal μουσικής. Κι ως τέτοια, πρωτίστως, στέκεται και κερδίζει το στοίχημα για μια ακόμα φορά.

  • SHARE
  • TWEET