Μανιακός ακροατής, με αδυναμίες που ξεκινάνε από το ακραίο metal και καταλήγουν σε ξεδιάντροπα χορευτικά άσματα, αναζητά διαρκώς, σε παρελθόν και παρόν, μουσικά διαμαντάκια ώστε να τα εντάξει σε κάποια...

Deftones
Private Music
Εσείς πόσα σχήματα ξέρετε που, μετά από 30 χρόνια καριέρας και 10 δίσκους, συνεχίζουν να συγκινούν και να συναρπάζουν όπως οι Deftones;
Δεν μου αρέσουν καθόλου να μπαίνω σε μανιχαιστικά δίπολα, ούτε να σκέφτομαι την Τέχνη με ανταγωνιστικούς όρους όσον αφορά την αναγνώριση, την επιτυχία, την επίδραση, κτλ. Εξάλλου, τουλάχιστον για τις μουσικές που με αφορούσαν, πάντα θεωρούσα πως ο κάθε δημιουργός κάνει ό,τι κάνει πρώτα για τον εαυτό του και μετά για το κοινό ή για την υστεροφημία του. Όμως, καμιά φορά, θέλοντας και μη, μπαίνουμε όλοι σε αυτές τις συγκρίσεις. Ίσως βέβαια αυτό να συνδέεται και με μια προσπάθεια κατανόησης του κόσμου δια της ταξινόμησης του.
Γιατί τα λέω τώρα όλα αυτά; Γιατί, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, όσον αφορά την σκηνή του Nu Metal, οι Deftones (και οι Slipknot φυσικά αλλά θα αγνοήσω την ύπαρξη τους για τις ανάγκες αυτού του κειμένου) απέδειξαν πως όχι μόνο είχαν την μεγαλύτερη διάρκεια αλλά και την μεγαλύτερη επίδραση. Στην τελική δηλαδή, αν τα βάλουμε κάτω, οι Deftones δεν έχουν ούτε έναν κακό δίσκο. Οπότε ναι, σε μια καριέρα 30 χρόνων, όταν η χειρότερη σου δουλειά είναι το “Gore” ξερωγώ (που εμείς παρεμπιπτόντως το αποθεώσαμε και μπράβο μας) τότε κάτι κάνεις πολύ καλά.
Παράλληλα όμως, όπως ήδη έγραψα, είναι εντυπωσιακό το πως όλο και πιο συχνά τα τελευταία δέκα χρόνια εμφανίζονται αξιόλογα σχήματα από διάφορες μουσικές μεριές (από το black metal μέχρι το shoegaze μέχρι το hardcore μέχρι ό,τι μπορείτε να φανταστείτε) που όχι απλά δηλώνουν επηρεασμένα από τους Deftones αλλά, πατώντας στον ήχο τους, διευρύνουν τα όρια των σκηνών τους, ανανεώνοντας ολόκληρα genres και μαζί τους και το ενδιαφέρον του κόσμου για αυτά. Και, ναι, ok, τα σχόλια περί “Radiohead του σκληρού ήχου” μπορεί να ακούγονται υπερβολικά αλλά είναι όντως έτσι; Αν με ρωτάτε πάντως, εγώ θα έλεγα πως πιο σημαντικοί είναι οι Deftones σήμερα παρά οι Radiohead. Και τους λατρεύω τους δεύτερους έτσι; Αλλά, με κάθε τους επιστροφή αισθάνομαι πως έχουν όλο και λιγότερα να πουν. Το αντίθετο ακριβώς όμως συμβαίνει με το συγκρότημα από το Sacramento της California, το οποίο, κάθε φορά που επιστρέφει δισκογραφικά, σου δημιουργεί την αίσθηση πως όχι απλώς δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του κουβέντα αλλά μπορεί να ανοίξει ακόμη περισσότερους δρόμους, να πιάσει ακόμη ψηλότερες κορυφές.
Γι’ αυτό μάλλον, στην δική τους περίπτωση, κάθε φορά που βάζω νέα δουλειά τους να παίξει αισθάνομαι αυτό τον νεανικό ενθουσιασμό που ένοιωθα όταν ήμουν 15 χρονών κι αγόραζα έναν καινούργιο δίσκο. Κι το ίδιο ακριβώς συνέβη κι αυτή τη φορά μόλις πάτησα το play του δέκατου άλμπουμ τους με τίτλο “Private Music”. Πέντε χρόνια μετά το θαυμάσιο “Ohms” του 2020 – το μεγαλύτερο τους ever κενό μεταξύ δύο κυκλοφοριών – και τριάντα ακριβώς χρόνια από το ντεμπούτο τους, οι Deftones επέστρεψαν με μια ακόμη εξαιρετική δουλειά, που επιβεβαιώνει την καλλιτεχνική τους θέση, όχι ως τοτέμ του παρελθόντος αλλά ως ένα σχήμα που έχει λόγο ύπαρξης και μπορεί να επηρεάζει τις μουσικές εξελίξεις του σήμερα.
Βέβαια, αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από την αρχή καθώς, όσο ωραίο και αν είναι το “my mind is a mountain”, σου δίνει γρήγορα την αίσθηση πως κάπως κάπου το έχεις ξανακούσει. Ίσως βέβαια σε αυτό να παίζει ρόλο και η παραγωγή του Nick Raskulinecz, ο οποίος είχε συνεργαστεί μαζί τους στα “Diamond Eyes” και “Koi No Yokan”, η οποία, αν και αψεγάδιαστη, ως ένα βαθμό παραπέμπει σε αυτά. Παράλληλα όμως, είναι αμέσως αισθητή η ικανότητα του Raskulinecz να κατανοεί απολύτως τον ήχο τους και να τον αναδεικνύει δίνοντας του όγκο και βαρύτητα χωρίς όμως να κόβει από την ονειρική τους διάσταση, πετυχαίνοντας το τελικό αποτέλεσμα να ακούγεται ως αποτέλεσμα μιας σύμπραξης μεταξύ συγκροτήματος και παραγωγού.
Αυτό γίνεται περισσότερο αισθητό στις φανταστικές κιθάρες του Stephen Carpenter οι οποίες – μάλλον αναμενόμενα – κυριαρχούν στον δίσκο, στα ζωτικά ντραμς του Abe Cunningham, αλλά και στην εκπληκτική δουλειά του Frank Delgado, ο οποίος έχει αναλάβει το δύσκολο έργο του να δημιουργεί υπνωτικές ή θορυβώδες ατμόσφαιρες γύρω από το συγκρότημα. Μάλιστα, κάπου διάβαζα ένα κείμενο που παρομοίαζε τον ρόλο του με αυτόν που είχε ο γιγάντιος Martin Swope στους Mission of Burma και νομίζω πως αυτό είναι ένα πολύ εύστοχο σχόλιο για να τον περιγράψει.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να πούμε πως εντυπωσιάζουν οι μπασογραμμές του Fred Sablan, ο οποίος αντικατέστησε τον Sergio Vega το 2021 κι εδώ κάνει το στουντιακό του ντεμπούτο με το συγκρότημα, καθώς ο ρόλος του μοιάζει περισσότερο συνοδευτικός παρά οργανικός αφού ποτέ δεν τον αισθάνεσαι να ξεχωρίζει. Το αντίθετο βέβαια συμβαίνει με τον Chino Moreno, ο οποίος αποδεικνύει πως μπορεί ακόμη να μας χαρίζει ευάλωτες και τσιτωμένες ερμηνείες που συγκλονίζουν ενώ, την ίδια στιγμή, καταφέρνει να αλλάζει συνεχώς εκφραστικές μεθόδους – από ουρλιαχτά μέχρι ψίθυρους - όπως ελάχιστοι (ή ίσως και κανείς) μπορούν.
Συνεχίζοντας την παράδοση του ήχου τους, οι Deftones μπλέκουν alternative rock, shoegaze, post-hardcore, nu-metal, και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, χωρίς αυτή τη φορά να πρωτοτυπούν φοβερά αλλά και χωρίς να νοσταλγούν το παρελθόν. Και ήδη από το “locked club” γίνεται σαφές πως μπορεί ό,τι ρίσκα πάρει το συγκρότημα να είναι ελαφρώς συγκρατημένα αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα μας χαρίσει σπουδαία κομμάτια, κάτι που γίνεται σαφές από το παλιακό “The Cure meets Modern Metal” άρωμα που έχει το “ecdysis” ως την μελαγχολική Smashing Pumpkins αίσθηση που σου αφήνει το – πιθανά γραμμένο για τον Chi Cheng – "i think about you all the time” και, από εκεί, στις απίστευτες κορυφές του "infinite source" που αποτελεί νομίζω και το κορυφαίο κομμάτι του δίσκου μέχρι τον ύμνο "milk of the madonna" που φέρνει στο μυαλό τις κορυφές του “ Koi No Yokan”.
Από την άλλη, σε κομμάτια όπως το “cut hands” και το “metal dream" το συγκρότημα κάνει summon τον Nu Metal εαυτό του θυμίζοντας μας όλους τους λόγους για τους οποίους τους λατρέψαμε στο παρελθόν, ενώ στο “souvenir”, κι ακόμη περισσότερο στο “departing the body”, που κλείνει τον δίσκο, παίζουν με τα όρια του ήχου τους, βυθιζόμενοι σε ονειρικές, απολύτως κινηματογραφικές, shoegaze ατμόσφαιρες. Κι ενώ θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το “Private Music” είναι λιγότερο τολμηρό από το “Ohms”, δεν παύει να αποτελεί έναν δίσκο όπου το συγκρότημα συνεχίζει να πειραματίζεται και να εξελίσσεται χωρίς να χάνει ούτε στο ελάχιστο την ικανότητά του να παραμένει επίκαιρο.
Με έναν τρόπο λοιπόν, το “Private Music” αποτελεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες και συμπαγείς κυκλοφορίες των Deftones μέχρι σήμερα αφού οι Αμερικανοί επιτυγχάνουν μια δύσκολη συμμετρία ανάμεσα σε όλες τις πτυχές του ήχου τους, χαρίζοντας μας έναν δίσκο που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει με λογική εξέλιξη τους αλλά όσο τον ακούς αντιλαμβάνεσαι καλύτερα τα πολλαπλά layers έμπνευσης και δουλειάς που βρίσκονται από κάτω. Και για αυτό νομίζω πως είναι grower και χρειάζεται αρκετές ακροάσεις για να γίνει πλήρως αντιληπτός.
Όπως και να έχει, αν κάτι είναι βέβαιο είναι πως οι Deftones τα κατάφεραν πάλι περίφημα, αποδεικνύοντας πως αποτελούν ένα από τα ελάχιστα συγκροτήματα εκεί έξω που μπορούν να μας εντυπωσιάζουν ξανά και ξανά, κυκλοφορώντας άλμπουμ που στέκονται περήφανα δίπλα (ή και απέναντι) σε ολόκληρη την δισκογραφία τους. Κοινώς, το “Private Music” είναι ακόμη μία δισκάρα, που μας θυμίζει γιατί οι Deftones παραμένουν σπουδαίοι. Άντε να αξιωθεί και κανένας να τους φέρει από τα μέρη μας καθώς πάνε πλέον και 11 χρόνια από την μία και μοναδική τους εμφάνιση επί ελληνικούς εδάφους και νομίζω πως είμαστε πολλοί αυτοί που θα θέλαμε να τους δούμε. Ειδικά με έναν ακόμη τόσο καλό δίσκο στις αποσκευές τους.