Between The Buried And Me

The Parallax II: Future Sequence

Metal Blade (2012)
Από τον Γιώργο Κεντριτά, 08/10/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό "The Great Misdirect" και περίπου έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του EP-προπομπού "The Parallax: Hypersleep Dialogues", οι Between The Buried And Me επιστρέφουν για να συνεχίσουν την ιστορία που ξεκίνησαν με το τριαντάλεπτο EP. Και όχι μόνο σε ό,τι αφορά την πλοκή.

Για τους αμύητους, η πεντάδα από τη Βόρεια Καρολίνα αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση. Πρόκειται για ένα από τα πολύ λίγα συγκροτήματα στο χώρο του metal που καταφέρνει να συνδυάζει τόσο επιτυχημένα ένα πραγματικά μεγάλο εύρος ήχων. Πατώντας στο τεχνικό death metal και το mathcore, εμπλουτίζουν τα κομμάτια τους με οτιδήποτε βάλει το μυαλό τους, από post rock, bluegrass και fusion μέχρι πιο mainstream rock ήχους στο ύφος των Smashing Pumpkins και των Radiohead. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τόσο το να καταφέρνουν να ακούγονται μοναδικοί (πράγμα πλέον αρκετά δύσκολο) όσο και να καθίστανται πολύ δύσκολο άκουσμα για διάφορες μερίδες ακροατών, είτε αυτοί ακούνε Dillinger Escape Plan, είτε Opeth, είτε Faith No More και Soundgarden, είτε Queen και Pink Floyd.

Έχοντας λοιπόν ως παρακαταθήκη τα "Alaska", "Colors" και "The Great Misdirect", προσφέρουν τον μεγαλύτερο σε διάρκεια δίσκο τους. Σε αυτά τα 72 λεπτά προσπαθούν πάλι να παίξουν τα πάντα και τα καταφέρνουν περίφημα - ξανά. Η μοναδικότητα του "Future Sequence" έγκειται στο ότι είναι ο πρώτος τους πραγματικά concept δίσκος: η διαδοχή και συνοχή των κομματιών είναι εκπληκτική, με τα interludes να προσδίδουν μια ατμόσφαιρα «Οδύσσειας του Διαστήματος» στο όλο εγχείρημα, η οποία κάνει τον δίσκο πιο «εύπεπτο» (αν είναι ποτέ δυνατόν) και προσθέτει την απαραίτητη δόση φρεσκάδας.

Μιλώντας για φρεσκάδα, οι Between The Buried And Me ναι μεν ακολουθούν πάνω-κάτω την ίδια συνταγή ως προς τις δομές των κομματιών, κρατώντας τες άτακτες, αλλά, όπως θα περίμενε κανείς ακούγοντας και το "Hypersleep Dialogues", της προσθέτουν στοιχεία που κάνουν τη διαφορά. Στο "Bloom", για παράδειγμα, το οποίο αποτελεί ίσως το απόλυτο highlight του δίσκου, παρά τη μικρή του διάρκεια, κάνουν περάσματα από progressive rock και δωδεκάμετρα blues μέχρι jazz/fusion και metalcore μέσα σε τριάμισι λεπτά (!), με απόλυτα αριστοτεχνικό τρόπο. Μέσα στο χάος που δημιουργούν υπάρχει σωρεία ξεχωριστών στιγμών όπως το ρεφρέν του "Lay Down Your Ghosts To Rest" που σε κολλάει στον τοίχο, οι ανατολίτικες κλίμακες του "Extremophile Elite", το πιάνο του "Black Box", τα απανωτά κορυφαία riffs του "Telos", το απίστευτης ομορφιάς κόψιμο στο "Melting City" (με guest εμφάνιση του Walter Fancourt των Trioscapes στη φλογέρα) και πολλές ακόμα.

Για την απόδοση του κάθε μέλους, τι να πει κανείς; Οι Dan Briggs και Blake Richardson συνθέτουν ένα απ' τα καλύτερα rhythm sections εκεί έξω, υπεράνω μουσικού είδους. Αντίστοιχα, οι Waggoner και Waring δένουν εξαιρετικά στις κιθάρες ενώ o Rogers διαχειρίζεται υποδειγματικά το εύρος του και δίνει χρώμα με τα πλήκτρα, όπου χρειάζεται. Το ότι καταφέρνουν να απομνημονεύουν αυτά τα κομμάτια και να τα αποδίδουν στην εντέλεια ζωντανά, είναι αν μη τι άλλο αξιοθαύμαστο.

Όπως και με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους, τo δυστύχημα είναι ότι θα εκτιμηθεί μόνο από αυτιά που αντέχουν ένα τόσο απαιτητικό άκουσμα. Αυτή είναι όμως η ευχή και η κατάρα όποιας μπάντας έχει εντελώς δικό της ήχο. Όσοι έχετε ανοικτό μυαλό και ετερόκλητες προτιμήσεις πάντως, αξίζει να δοκιμάσετε.
  • SHARE
  • TWEET