Eyehategod, Acid Mammoth, Scumbath @ Arch Club, 25/05/25
Εξαγνιστική βουτιά στους βάλτους της Νέας Ορλεάνης
Οι Eyehategod υπήρξαν το τελευταίο συγκρότημα που είδα ζωντανά προτού κλειστούμε για πάρα πολύ καιρό στα σπίτια μας. Ακόμη και συμβολικά δηλαδή, η θέασή τους 5 χρόνια αργότερα μιας που ούτως ή άλλως αποτελούν ένα από τα πολύ αγαπημένα μου μουσικά σχήματα, ήταν μιας κάποιας βαρύνουσας σημασίας. Με το χώρο λόγω αυξημένης προσέλευσης να έχει μεταφερθεί από το Aux Club στο Arch Club είχαμε τα συνηθισμένα μας παράπονα για την τοποθεσία του χώρου, το εσωτερικό όπως όμως θα δούμε βρέθηκε σε θέση να μας ανταμείψει δεόντως. Πλησιάζοντας ωστόσο στο Arch, πληθώρα κόσμου δεν φάνηκε να πτοείται από την τοποθεσία και αποφάσισε να δηλώσει το παρόν για τους Eyehategod που με καμία εξαίρεση, οι εμφανίσεις τους στο παρελθόν ήταν απολαυστικές και καταιγιστικές.
Με το πρόγραμμα να αποκλίνει ελάχιστα του ανακοινωθέντος, είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε, για πρώτη φορά εγώ τουλάχιστον, το πρώτο σχήμα που θα έστρωνε την μαύρη πίσσα για αυτό το βράδυ, τους ντόπιους Scumbath. Με το πρώτο τους δισκογραφικό αποτύπωμα να σημειώνεται το 2023 με το EP “12 Bar Depression”, η τριάδα παρότι νέα στη σύσταση, παρουσιάζει μιας ιδιαίτερης βαρύτητας και ποιότητας αργό και βασανιστικό sludge.
Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα πως ο drummer μοιράζεται και τα φωνητικά τους συγκροτήματος, πράγμα που πάντοτε σημειώνω και θαυμάζω λόγω της ιδιαίτερης σωματικής και όχι μόνο δυσκολίας του εγχειρήματος. Στην περίπτωση των Scumbath φαίνεται μάλιστα να δουλεύει και πάρα πολύ καλά, μιας που τα φωνητικά εντείνουν αυτή την χαρισματική σαπίλα που παρουσιάζει η μουσική τους.
Όλοι οι παράγοντες βέβαια λίγο πολύ, δουλεύουν υπέρ τους - κιθάρα και μπάσο ακούγονται στην εντέλεια, ενώ ο κόσμος που παρευρίσκεται στο χώρο είναι ήδη πολύς, στηρίζοντας έμπρακτα με την παρουσία του από νωρίς τη συναυλία και αποδεικνύοντας πως το σχήμα έχει ήδη αποκτήσει κοινό στους εγχώριους κύκλους. Σταμπάρουμε λοιπόν άλλο ένα όνομα της πλούσιας σκηνής μας που αξίζει προσοχής και παρακολούθησης.
Χωρίς πολλές καθυστερήσεις, από τους νέους στους παλιούς, τη σκηνή καταλαμβάνουν οι Acid Mammoth. Υπέρμαχοι της doom παράδοσης, οι Acid Mammoth θα μπορούσαμε να πούμε πως πλέον είναι παλιοί και αγαπημένοι γνώριμοι, μιας που σιγά σιγά εξελίσσονται σε μία από τις πιο σημαντικές μας μουσικές εξαγωγές στο εξωτερικό, αφού οργώνουν συχνά την Ευρώπη με συγκινητικά αποτελέσματα.
Το Μαμούθ όμως δεν ξεχνά ποτέ τις ρίζες του στην Αθήνα, όπου και συνεχίζει να δίνει παντοδύναμες εμφανίσεις. Δεμένοι πλέον αδιάρρηκτα λόγω και της κοινής τους εμπειρίας ως συγκρότημα αλλά και των οικογενειακών τους σχέσεων, η εμφάνιση τους είναι για άλλη μια φορά απολαυστική. Το μαρτυρά άλλωστε και το πλήθος του κοινού που ήδη έχει κατακλύσει το Arch Club, και οι Acid Mammoth τους ανταμείβουν με ένα σετ εξαιρετικής απόδοσης, ηχητικά αλλά και σε θέμα διάθεσης.
Ιστορίες από τα ταξίδια του Μαμούθ αλλά και το σύμπαν του Conan, έως το πρόσφατο “Supersonic Megafauna Collision”, μας ταξιδεύουν συλλογικά σε διαστρικά σύμπαντα που τέμνουν προϊστορικό και φουτουριστικό, με σκηνικά το παραδοσιακό doom και τα αργόσυρτά του riffs. Νομίζω πως τη συνταγή και την ενέργεια των Acid Mammoth ποτέ δεν θα τη βαρεθούμε, και είναι πάντα χαρά μου να τους βλέπω και μόνους τους, αλλά και να συμπληρώνουν line-ups από εμφανίσεις καλλιτεχνών του εξωτερικού.
Το κυρίως πιάτο της βραδιάς όμως πλησίαζε η ώρα να σερβιριστεί. Ένα πιάτο κρύο, μουχλιασμένο από προχθές, κάπως ανάλατο και σίγουρο πως θα σου προκαλέσει μια ανακατοσούρα στο στομάχι, σαν εκείνα τα σάπια μακαρόνια στην σκηνή με τη μπανιέρα του “Gummo”. Θα μας πείτε καλά, μα γιατί να ανυπομονείτε για κάτι τέτοιο; Θα σας πούμε τότε δεν έχετε ακούσει αρκετά και με την ψυχή σας Eyehategod, με την προϋπόθεση να σας αρέσουν οι βρωμιές τους. Με κάποια μικρή καθυστέρηση, το εμβληματικό σχήμα από την πολύπαθη Νέα Ορλεάνη ανέβηκε στη σκηνή, κάνοντας αυστηρά όπως πάντα soundcheck μαζί μας, ώστε να ξεκινήσει ο Mike Williams τα αστειάκια του. Είναι μέρος της τελετουργίας τους άλλωστε. Ο χώρος έχει γεμίσει για τα καλά σε ισόγειο και εξώστη, και δίνουμε στο συγκρότημα το ελεύθερο να μας καθοδηγήσει στα βαλτωμένα του μονοπάτια.
Τους Eyehategod δεν τους λες παραδείγματα ευζωίας και υγείας. Μάλλον το ανάποδο. Παρ’ όλα αυτά, όταν ανεβαίνουν στη σκηνή, είναι λες και ακόμη πάνε στο λύκειο και αφιερώνουν όλη τη θέλησή τους για ζωή στη μουσική. Η τετράδα των Williams, Bower, Mader και Hill, εκτινάσσει στον αέρα οποιαδήποτε στεγανά υπάρχουν για τον ήχο του sludge. Η ενέργεια των πεσιμιστικών κομματιών τους αποκτά κάτι συνταρακτικό όταν αποδίδεται ζωντανά. Τιμώντας όλη τους τη δισκογραφία, οι Eyehetegod λειτουργούν σαν μια καλογυαλισμένη μουσική μηχανή, μόνο που αντί για λάδι έχουν πασαλειφτεί με μαύρα γρέζια. Το κοινό τους ακολουθεί με παρόμοιες ταχύτητες. Στο κέντρο του Arch Club, επικρατεί πανικός, stagedive, χαρούμενα πρόσωπα. Η πίκρα της καθημερινότητας ξεσπά σε αθώες πράξεις συναινετικής βίας, ή όπως τα λέμε στα λημέρια μας, αυτά τα moshpit.
Η έναρξη με “Agitation! Propaghanda!” που δίνει χώρο στα κομμάτια του “Dopesick” να απλωθούν και να μας κερδίσουν, κι από εκεί στα «νεότερα» “Worthless Rescue” και “High Risk Trigger” στρώνουν μια βάση πολύ στιβαρή για να προχωρήσουμε σε μια βουτιά στο παρελθόν. Αυτή γίνεται με τα “Masters Of Legalised Confusion” και “Blank/Shoplift”. Μπορεί ως γνωστόν οι Eyehategod να έχων απωλέσει εντελώς την έννοια του setlist από τα lives τους μιας που κυριολεκτικά αποφασίζουν εκείνη τη στιγμή τι θα παίξουν και με τι σειρά, πάντα όμως οι αυθόρμητες αποφάσεις τους για δύο αγαπημένα κομμάτια στη σειρά ανταμείβουν. Το κλασσικό “Sisterfucker part I” τραβά από τα μαλλιά και τον πιο κουρασμένο άνθρωπο στο χώρο, ενώ η διαδοχή του από το προσωπικό μου αγαπημένο “Medicine Noose” μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως ύψιστη στιγμή του σετ.
Είμαστε ακόμη, μόνο στα μισά. Είναι για μένα απόλυτα συγκλονιστικό το ακούραστο της κατάστασης τόσο από μεριάς Eyehategod όσο και του κοινού, μια Κυριακή βράδυ. Όπως και το στεντόρειο του ήχου παρά τις απαιτήσεις της βρωμιάς που κουβαλάνε οι Eyehategod – άντε όμως να πιστέψεις πως η κιθάρα του Jim Bower φοβάται να διαλύσει τα πάντα στο πέρασμά της. Το πράττει πάντοτε, και αλάνθαστα. Βιώνουμε μόνο μεγάλες στιγμές, από το “New Orleans Is The New Vietnam”, στο “Methamphetamine”, στο “Luck Of Almost Everything”, στο νεούδι “Every Thing, Every Day” και στο “Dixie Whiskey”. Ανάθεμα το πόσους sludge ύμνους έχει γράψει αυτή η μπάντα, και στο πόσο καλά τους αποδίδει κάθε φορά. Ανάμεσα στις σήμα κατατεθέν σωματικές εκκρίσεις από το λαιμό του Williams και στα ιδρωμένα μας σώματα, άλλη μια συναυλία Eyehategod ξόρκισε τη σαπίλα μακριά και μας προετοίμασε για την εβδομάδα που ερχόταν.
Νομίζω πως οι Eyehategod έχουν πλέον αποδείξει πως κάθε τους συναυλία είναι υπόσχεση για καλοπέραση, για όσους εκτιμούν αυτή τη βρωμιάρα πλευρά του σκληρού ήχου. Με το διαρκές παράπονό μας πως αγχωνόμαστε να φεύγουμε από τη νέα τοποθεσία του Arch μετά τις δώδεκα, το κάνουμε στην άκρη αφού το αναφέρουμε και κρατάμε τις γεμάτες μας καρδιές από ένα τρίπτυχο συγκροτημάτων κάθε πτυχής και εποχής του βρώμικου doom που μας χάρισε ένα πανέμορφο συναυλιακά βράδυ. Μέχρι την επόμενη φορά, και για όσο αντέξουμε και αντέξουν, δεν θα χάσουμε ποτέ συναυλία των Eyehategod. Βγαίνουμε πάντα, αμφότεροι κερδισμένοι.
Φωτογραφίες: Παντελής Κουρέλης