Lord Of Light

Morningstar

No Remorse (2020)
Από τον Σπύρο Κούκα, 12/03/2020
Οι προσευχές για μια δυναμική επιστροφή του ‘90s prog/power ήχου φαίνεται να εισακούονται, με το ντεμπούτο των Lord Of Light να αποτελεί ένα δίσκο που ο φίλος του είδους οφείλει να ακούσει
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μεγάλο πράγμα η δυνατότητα προσέγγισης μουσικής και, γενικότερα, πληροφοριών με τις διευκολύνσεις που προσφέρει το διαδίκτυο. Όσο κι αν, προσωπικά, προσπαθώ να διατηρώ μια στενή επαφή με τις πιο «παραδοσιακές» μεθόδους ανακάλυψης, λόγω και της αγάπης - στα όρια της εμμονής - με τα αναλογικά μέσα, το διαδίκτυο είναι ένα μεγάλο και χρήσιμο εργαλείο, όχι μόνο για κάθε λογής μουσικόφιλο, αλλά και για τις ίδιες τις μπάντες, από την πιο διάσημη μέχρι την πλέον άσημη.

Προς τί όλη αυτή η εισαγωγή; Προφανώς, για να αιτιολογηθεί η ξαφνική εμφάνιση και ο ενθουσιασμός που προκλήθηκε στον underground χώρο σχετικά με σουηδικό project των Lord Of Light, η ηλεκτρονική μορφή του ντεμπούτου των οποίων εμφανίστηκε εν μια νυκτί στα τέλη του προηγούμενου χρόνου. Έτσι, μετά την ανακάλυψη και τον μερικό σχολιασμό του από την εξαιρετική πένα του Αντώνη Καλαμούτσου - και με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου για πρώτη φορά σε φυσική μορφή - ήρθε η ώρα να αξιοποιηθεί η «πάσα» από το αντίστοιχο λήμμα του εντέκατου Underground Express, και να αποδωθούν τα δέοντα σε έναν δίσκο που, για τον γράφοντα, θα είχε θέση στα πιο αγαπημένα άλμπουμ του 2019, έστω κι αν πλέον λογίζεται ως...φετινός.

Ανεξαρτήτως, λοιπόν του που κατατάσσεται χρονικά η κυκλοφορία του ντεμπούτου των Lord Of Light, μουσικά είναι απολύτως ξεκάθαρο πως ανήκει στην χρυσή περίοδο των ‘90s, τότε που το εκλεπτυσμένο είδος του prog/power άνθιζε και προσέφερε σπουδαίες δουλειές αφειδώς. Θεματολογικά προσανατολισμένο στα μονοπάτια του christian/white metal, αλλά με μια λογική πιο ατμοσφαρική και «πνευματική» από εκείνη των Stryper για παράδειγμα, το δημιουργικό όχημα του Nicklas Kirkevall (τραγουδιστής, πληκτράς και κιθαρίστας αυτού του - άτυπου - one man project) ανακαλεί μουσικά όλα εκείνα που απουσιάζουν από τη σύγχρονη σκηνή του είδους τους, βασιζόμενο στο συναισθηματικό songwriting, τις ξεκάθαρες, «μεγάλες» μελωδίες και την ορθολογική συνέπεια στο heavy riffing (παρά την έντονη παρουσία των πλήκτρων).

Περνώντας απλά στην παράθεση ονομάτων που ήρθαν στο νου με την ακρόαση του δίσκου, οι Stratovarius του πρώτου μισού των ‘90s, οι Elegy και οι Royal Hunt θα ήταν τα σχήματα που θα έπρεπε να αναφερθούν καταρχάς. Γενικότερα, όμως, είναι εντυπωσιακό πως το άλμπουμ μοιάζει αυτόφωτο, δίχως να μπορεί κανείς να ξεχωρίσει με ακρίβεια μια κυρίαρχη επιρροή του ή προφανή αντιδάνεια, παρά το γεγονός πως κινείται σε ένα μουσικό χώρο που φαντάζει κορεσμένος από καιρό. Έτσι, μια αναφορά στην πομπώδη μεγαλοπρέπεια των Magnum, το δαντελένιο άγγιγμα των Shadow Gallery, τον εσωστρεφή λυρισμό των Marillion επί Hogarth ή την πνευματικότητα των Saviour Machine δεν θα ήταν παράλογη, αλλά θα φανέρωνε μονάχα μία από τις πολλαπλές πτυχές αυτού του πραγματικά σπουδαίου υλικού.

Δεν θα πλατειάσω περαιτέρω, παρά μόνο θα προτρέψω κάθε φίλο της πιο συναισθηματικής, ανατατικής πλευράς του prog/power να επενδύσει σε ακροάσεις αυτού του συνασπαστικού ντεμπούτου. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτό να αποτελέσει και το revival ενός ολόκληρου, σχεδόν «κοιμώμενου» πλέον μα πάλαι ποτέ κραταιού ήχου, ή έστω το εντυπωσιακό ξεκίνημα ενός project που, υπό προϋποθέσεις (πλαισίωση του mainman από αξιόλογους μουσικούς, επαγγελματικότερη προσέγγιση στα επί μέρους ζητήματα μιας κυκλοφορίας - με το τελευταίο να φαίνεται πως μπαίνει σε έναν δρόμο με την υπογραφή του project στη No Remorse) μπορεί να μας απασχολεί με ανάλογες δουλειές για καιρό.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET