Hooffoot

Phantom Limb

Paura Di Niente Records (2025)
Από τον Θωμά Σαρακίντση, 29/10/2025
Όταν η τέχνη αποκτά ψυχή: Το μεγαλείο των Hooffoot
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Από τη Malmö της Σουηδίας, εκεί όπου η προοδευτική μουσική δεν υπήρξε ποτέ μουσειακό απολίθωμα αλλά ζωντανός οργανισμός, οι Hooffoot επιστρέφουν με το "Phantom Limb", το τρίτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ. Πρόκειται για ένα σχήμα που ήδη από το ομώνυμο ντεμπούτο του 2015 είχε αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα, ένα άλμπουμ το οποίο (μαζί με το "A Umbra Omega" των Dødheimsgard) λειτούργησε ως υπενθύμιση ότι η δεκαετία εκείνη μπορούσε ακόμη να γεννήσει κεφαλαιώδη αριστουργήματα. Το δεύτερο τους πόνημα, "The Lights in the Aisle Will Guide You", ανέδειξε μια πιο συνθετικά διευρημένη πλευρά, όπου η jazz fusion και η jazz/canterbury αισθητική συνομιλούσαν με λεπτότητα και ρυθμική δεξιοτεχνία.

Το "Phantom Limb" αποτελεί την κορύφωση αυτής της πορείας. Ένα έργο τεσσάρων εκτενών συνθέσεων - διάρκειας εννέα έως δεκαπέντε λεπτών - που απαρτίζουν έναν ενιαίο οργανικό κορμό, συνθετικά πυκνό και εσωτερικά συνεκτικό. Το κουαρτέτο των Pär Hallgren (μπάσο), Jacob Hamilton (ντραμς), Jocke Jönsson (κιθάρα) και Bengt Wahlgren (πλήκτρα, όργανα, synths), με τη συνδρομή εκλεκτών καλεσμένων (Samuel Lundström στο βιολί, Fredrik Kronkvist σε μπάσο κλαρινέτο και φλάουτο, Nelson Golott Rivera στα κρουστά), προσδίδουν ένα πολυαισθητικό βάθος που παραπέμπει περισσότερο σε κινηματογραφική εμπειρία παρά σε jazz rock άσκηση. Η ηχογράφηση στο Hoofoot Studio από τον Hallgren, η μίξη του Joakim Lundberg και το mastering του Andreas Lubich, συντελούν στη δημιουργία μιας υφής θερμής, αναλογικής και αυθεντικά 70s: τούτο σημαίνει, hammond, fender rhodes, clavinet, χωρίς πλαστικές προσομοιώσεις, τα οποία συγκροτούν και συνιστούν το σώμα ενός ήχου που ηχεί "παλαιός" μονάχα ως πρόσχημα. Επί του δίσκου, το παρελθόν μετασχηματίζεται και αναδύεται εκ νέου μέσα από την αναλογικότητα του ήχου. Η δομή είναι υποδειγματική στην αφηγηματική της συνοχή, καθώς κάθε σύνθεση λειτουργεί ως κεφάλαιο μιας ενιαίας μουσικής αφήγησης, όπου η jazz fusion συναντά το progressive rock μέσα από μια αφηγηματική/κινηματογραφική δραματουργία.

Το εναρκτήριο "Phantom Limb" μάς εισάγει στο άλμπουμ με αργή, σχεδόν free-jazz υπνωτιστική κλιμάκωση: το μπάσο του Pär Hallgren και τα ηλεκτρικά πιάνα του Bengt Wahlgren διαμορφώνουν ένα παλλόμενο υπόστρωμα επάνω στο οποίο η κιθάρα και τα synths ξεδιπλώνουν εξαίρετες θεματικές ιδέες. Εδώ διακρίνεται μια ευδιάκριτη space αύρα, μια αίσθηση κοσμικού αιωρήματος που παραπέμπει τόσο στη "Bitches Brew" περίοδο του Miles Davis όσο και στις post-psychedelic απολήξεις της Canterbury σκηνής. Το groove είναι παρόν δίνοντας σάρκα και οστά στο ηχητικό τοπίο. Το fusion ύφος αποκτά ένα νέο χαρακτήρα: μία μουσική ανεπιτήδευτα παιγμένη αναζητά τη μνήμη ενός ήχου που ξέρει ότι κάποτε υπήρξε, και τώρα επιστρέφει για να επαναδιεκδικήσει το ψυχοσωματικό δέμας του ακροατή· εκείνου που ξέρει πως, αν υπομείνει, θα δικαιωθεί.

Στο "When the Insane Go Marching In" ο ρυθμός αποκτά γήινη βαρύτητα και το σώμα της μουσικής πυκνώνει. Ο ήχος σε μεταφέρει σε μία μυστήρια, ιεροτελεστική διάσταση. Επάνω σ’ αυτή τη βάση, το bass clarinet του Fredrik Kronkvist και τα κρουστά του Nelson Golott Rivera διαστέλλουν το χώρο, δημιουργώντας ένα υπερβατικό ρίγος, μια αίσθηση διαρκούς αιώρησης όπου το μέτρο παύει να υφίσταται. Οι Canterbury αναθυμιάσεις διαχέονται θαρρείς και οι Hooffoot συνομιλούν με τις ονειρικές αποχρώσεις των Soft Machine και τις οργανικές μεταμορφώσεις των Nucleus, κρατώντας ωστόσο το βλέμμα στραμμένο προς το Βορρά. Το κομμάτι λειτουργεί ωσάν ένας πνευστός οργανισμός: κάθε όργανο ανασαίνει μέσα από τα υπόλοιπα, δημιουργώντας ένα ηχητικό φάσμα που μεταβάλλεται αδιάκοπα χωρίς ποτέ να χάνει τη συνοχή του. Και κάπου ανάμεσα στα επαναλαμβανόμενα σχήματα του Rhodes και στα διακεκομμένα μοτίβα του μπάσου, υποβόσκει εκείνη η αίσθηση ευφορίας και παράνοιας που καθιστά τους Hooffoot μοναδικούς, μία Canterbury ηχώ, μεταφερμένη στο παρόν με σκανδιναβική ακρίβεια και σχεδόν cinematic αυτοσυνειδησία.

Ο τίτλος "Phantom Limb" λειτουργεί διττά, αφενός ως ιατρικός όρος αλλά και ως μεταφορά. Στο κυριολεκτικό του επίπεδο παραπέμπει στο φαινόμενο κατά το οποίο ο ακρωτηριασμένος συνεχίζει να νιώθει το χαμένο του μέλος. Μεταφορικά, όμως, το «μέλος-φάντασμα» μετατρέπεται σε ήχο, στην επίμονη ανάμνηση δηλαδή μιας εποχής που έχει παρέλθει, αλλά εξακολουθεί να αγγίζει τα σύνορα της σύγχρονης εμπειρίας. Οι Hooffoot αφουγκράζονται αυτό τον απόηχο.

Το εξώφυλλο, εμπνευσμένο από χαρακτικές του Druitt, θυμίζει το σώμα ως πεδίο τομής, μια εικόνα που συνάδει με τον ατμοσφαιρικό χαρακτήρα του άλμπουμ. Η επιλογή αυτή δεν είναι χρηστική μήτε διακοσμητική: συνομιλεί ευθέως με το σκοτεινότερο ηχόχρωμα του δίσκου, με μία "σκιά" που πλανάται πάνω από τις τέσσερις συνθέσεις. Το "Phantom Limb" είναι, εν τέλει, η μουσική αποτύπωση μίας αμφίθυμης κατάστασης: της μνήμης που ανακαλεί επειδή αδυνατεί ή αρνείται να ξεχάσει.

Το τρίτο κεφάλαιο του υπό παρουσίαση πονήματος, "Liisa (A Finnish Spectrolite)", διακρίνεται από μία βουκολική χροιά προσφέροντας ανάπαυλα, δίχως όμως να μειώνει την πολυπλοκότητα ή το βάθος του συνολικού αποτέλεσματος. Ο τίτλος παραπέμπει σε έναν πολύτιμο, λαμπερό ημιπολύτιμο λίθο, τον φινλανδικό spectrolite, γνωστό για τα έντονα μεταλλικά και πολύχρωμα αντανακλαστικά του, έναν λίθο που η Φινλανδία υπερηφανεύεται πως διαθέτει και ο οποίος εδώ λειτουργεί ως μεταφορά για την ίδια τη σύνθεση: πολύπλευρη, λαμπερή, μεταβαλλόμενη ανάλογα με τη γωνία και το φως. Το τραγούδι κινείται μέσα σε έναν χώρο όπου η μουσική υφαίνεται χάρη στα πνευστά, το φλάουτο και τα synths τα οποία διανέμουν μικρές εκρήξεις χρωμάτων πάνω σε μια υποβόσκουσα, ήρεμη ρυθμική βάση από μπάσο και τύμπανα, δημιουργώντας την αίσθηση ενός φυσικού τοπίου. Ο ήχος εδώ ενισχύει την πολυπρισματική φύση του δίσκου: η σύνθεση θυμίζει λαϊκή παράδοση, πιθανώς φινλανδική, αν και περισσότερο ως αίσθηση και χρωματική γλώσσα παρά ως άμεση μελωδία, και ταυτοχρόνως εκμοντερνίζει αυτή την αίσθηση μέσα από prog και jazz-rock φλέβες, φέρνοντας τον ακροατή σε μια κατάσταση συνεχούς ανακάλυψης. Όπως ο spectrolite αντανακλά φως σε πλήθος αποχρώσεων, έτσι και η Liisa αντανακλά τις πολυδιάστατες όψεις του "Phantom Limb", ενισχύοντας την αίσθηση ότι κάθε ακρόαση αποκαλύπτει νέες, κρυμμένες λεπτομέρειες μέσα στο πλούσιο ηχητικό σύμπαν της μπάντας.

Tο "Last Letter Home" λειτουργεί επιλογικά και συνάμα κορυφώνει τη ροή ενός εκπληκτικού δίσκου, ένα έργο που δεν ολοκληρώνει απλώς, αλλά και αποκαλύπτει την πλήρη δραματουργική πρόθεσή του. Πρόκειται για σύνθεση που ανοίγει με έναν ανοιχτό, σχεδόν αιθέριο jazz-rock καμβά: η κιθάρα του Jocke Jönsson ξεδιπλώνεται ήρεμα, ο ρυθμός παραμένει ρευστός και αβίαστα μεταβαλλόμενος, ενώ τα πλήκτρα του Bengt Wahlgren υφαίνουν έναν ήχο που αιωρείται ανάμεσα στην εγκόσμια και την ονειρική διάσταση. Σταδιακά, η μουσική αποκτά σάρκα, οργανώνεται, μεταλλάσσεται. Οι συνεχείς μεταβολές μέτρου λειτουργούν σαν το φυσικό παλμό μιας μουσικής συνείδησης που αναζητά μορφή εν κινήσει.

Εδώ η fusion απεκδύεται κάθε επιφανειακή λαμπρότητα και μετατρέπεται σε πράξη πνευματικής πειθαρχίας: μια συνομιλία ανάμεσα στο progressive μεγαλείο, την αυτοσχεδιαστική ψυχή της jazz και την υπνωτιστική εμμονή του krautrock. Οι επιδράσεις του παρελθόντος, από τους Soft Machine έως τους Embryo και τους Matching Mole, φαντάζουν σαν μακρινά σημεία αναφοράς, τα οποία όμως οι Hoofoot επαναπροσδιορίζουν μέσα από τη δική τους αίσθηση χώρου και χρονικής ελαστικότητας. Η μεσαία ενότητα του κομματιού, με τη βαθιά συναισθηματική γραμμή του πιάνου, μοιάζει με εξομολόγηση μέσα στο χάος, ενώ η τελική άνοδος, με το όργανο να διογκώνεται σε λυρική δίνη, προσομοιάζει σε εξαγνιστικό αποχαιρετισμό. Η σύνθεση συνοψίζει τη στόχευση ενός αληθώς φιλοπρόοδου κομματιού, το σημείο όπου ο δίσκος αποκαλύπτει το βάθος του, ένα άκουσμα που δεν απευθύνεται στη λογική, αλλά στο ενστικτώδες κέντρο του ακροατή.

Το "Phantom Limb" συνιστά ένα σπάνιο επίτευγμα συνέπειας και προόδου: οι Hoofoot, με κάθε τους δίσκο, υπερβαίνουν το προηγηθέν οικοδομώντας μία πορεία που μοιάζει με σπειροειδή άνοδο. Το εν λόγω πόνημα είναι ο πιο συντεταγμένος, ο πιο εσωτερικά αρθρωμένος δίσκος τους, και, ταυτόχρονα, ο πιο εκφραστικός. Χωρίς να απεμπολούν την πολυπλοκότητα ή τη σύνθετη αρχιτεκτονική που τους χαρακτηρίζει, καταφέρνουν να επιτύχουν κάτι ακόμη σπουδαιότερο: Μία μουσική που αναπνέει φυσικά, οργανικά, χωρίς να εγκλωβίζεται στο ίδιο της το βάθος. Τέσσερις εκτενείς συνθέσεις, «τραγουδιάρικες» παρά τον αυτοσχεδιαστικό και ορχηστρικό χαρακτήρα τους, κυλούν σαν ενιαίο ποτάμι, όπου η jazz rock, η fusion, το progressive rock και οι Canterbury ανάσες συναντούν ρανίδες ψυχεδέλειας και kraut υπνωτισμού. Οι Hoofoot αποδεικνύουν ότι ο στοχοπροσηλωμένος νους μπορεί να συνυπάρξει με το ελεύθερο πνεύμα ενσωματώνοντας οργανικό αυτοσχεδιασμό και post-fusion καλλιτεχνία άνευ επομένου· ένα τεράστιο έργο που αποδεικνύει ότι η μεγάλη εικόνα του σκανδιναβικού progressive παραμένει ζωντανός οργανισμός, ικανό να συγκινεί, να εξελίσσεται και να δικαιώνει τη λέξη "σύγχρονο".

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET