
YHWH Nailgun
45 Pounds
Μια μινιατούρα κακοφωνίας με ρυθμική πρόθεση
Το "45 Pounds" αποτελεί το ντεμπούτο άλμπουμ των YHWH Nailgun, ενός κουαρτέτου που ξεκίνησε τη διαδρομή του στη Φιλαδέλφεια και εδώ και κάποια έτη εδρεύει στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται περί μίας avant/noise σχηματοποίησης που συγκροτείται από τους Zack Borzone (φωνητικά), Saguiv Rosenstock (κιθάρα), Jack Tobias (synths και ηλεκτρονικά μέρη) και Sam Pickard (τύμπανα). Αποτελεί, δηλαδή, μία ηχογραφημένη διατριβή ενός πειραματικού σχήματος, του οποίου η ταυτότητα αποκρυσταλλώνεται ακριβώς μέσα από την ηχητική διερεύνηση των άκρων. Το συγκρότημα ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2020, σε μια περίοδο όπου η πολιτισμική αβεβαιότητα και η αισθητική σύγχυση λειτουργούσαν ως κοινός παρονομαστής για μια νέα γενιά μουσικών. Από τότε μέχρι σήμερα, έχει παρουσιάσει αρκετά singles και μικρές κυκλοφορίες, ενώ το "45 Pounds" σηματοδοτεί την πρώτη τους ολοκληρωμένη προσπάθεια σε μορφή πλήρους άλμπουμ, με τη διάρκεια να μην ξεπερνά τα 22 λεπτά. Το εγχείρημα κατατάσσεται τεχνικά στην κατηγορία του EP, δεδομένης της σύντομης διάρκειάς του, παρ’ όλα αυτά, η αισθητική διάσταση και η καλλιτεχνική πυκνότητα που διέπει το album επιτρέπουν μια περισσότερο ευέλικτη προσέγγιση, καθιστώντας το έργο ως μια συμπαγής και ολοκληρωμένη μουσική αφήγηση, ανεξαρτήτως τυπικών μορφολογικών ορίων. Συνεπώς, ενώ η τυπική κατηγοριοποίηση το τοποθετεί στα EPs, λειτουργικά το "45 Pounds" προσεγγίζει την έννοια του full-length ή τουλάχιστον ενός πλήρως ολοκληρωμένου μουσικού συνόλου.
Οι YHWH Nailgun μοιάζουν να αποδομούν την ίδια τη μορφή τους, προτείνοντας μια ακραία ανασύνθεση του ηχητικού τοπίου. Το αποτέλεσμα είναι ένα σώμα ήχου που σχοινοβατεί στα όρια της κακοφωνίας και της λυρικής αποσύνθεσης: τύμπανα που δίνουν την αίσθηση μηχανικού στροβιλισμού, όργανα που λυγίζουν και παραμορφώνονται σε αφύσικες μορφές, και μια φωνή που περισσότερο ρηγματώνει παρά απαγγέλλει. Το εν λόγω πονηματίδιο εντυπώνει την αίσθηση του άναρχου και του φρενήρους, δίχως όμως να στερείται δομής, πρόθεσης, ήτοι συνθέσεις εκτελεσμένες με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια. Πρόκειται για μία καλλιτεχνική σύλληψη που επιχειρεί να αποτυπώσει, με οξύτητα σχεδόν ενοχλητική, την αισθητηριακή υπερφόρτιση της σύγχρονης συνθήκης, έναν ηχητικό αλγόριθμο που μετατρέπει το χάος της πληροφορίας σε μορφή, χωρίς να του αφαιρεί το χαρακτήρα της απειλής. Κατ’ ακρίβεια, το "45 Pounds" συστήνεται ως μία διαμελισμένη, ρηγματώδης αφήγηση που αναδιπλώνεται εντός μιας αισθητικής παλίμψηστης, όπου τα κατάλοιπα του industrial, οι ηχομορφές του post-punk νευρωτισμού και η ψυχωμένη παράκρουση ενός no-wave ethos συντίθενται σε ένα σώμα μουσικής που πάλλεται, αναδιπλασιάζεται και τελικά αυτοϋπονομεύεται· μία ηχητική διερεύνηση των άκρων της φόρμας, όπου το έκγονο της ψυχικής σύγχυσης και της κοινωνικής αποσταθεροποίησης αποκτά μορφή, δομή, και, κατά έναν ιδιότυπο τρόπο, τάξη.
Σε αυτό το εξονυχιστικά σύντομο, αλλά οιονεί αποπνικτικό, opus, η μπάντα φαίνεται να ενορχηστρώνει μια μινιατούρα τρόμου, ένα sound collage που συγχωνεύει lo-fi αγριότητα και εκτελεστική ακρίβεια. Η παραγωγή του Saguiv Rosenstock, σχεδόν τολμηρά, μεταπλάθει τις κιθάρες σε αιχμηρές, παρασιτικές τομές, ενώ μεταχειρίζεται τα φωνητικά ως αποσπασματικές, υπερχειλίζουσες, αλλά παραδόξως ελκυστικές, εκφορτίσεις. Θα τολμούσαμε να αποφανθούμε ότι πρόκειται για μία παραγωγή που δεν αναζητεί την τελειότητα· είναι η παραγωγή που καθιστά την ατέλεια λειτουργικό στοιχείο του ύφους.
Ανάμεσα στις στιγμές όπου η ένταση γίνεται ασφυκτική, η παρουσία του Sam Pickard, ενός άκρως εντυπωσιακού και εξαιρετικά ευφυούς στην προσέγγισή του drummer, συνιστά σταθερό άξονα αναφοράς. Ο Pickard παρεμβαίνει εντός της σύνθεσης σαν επιτελεστής ανατροπών, άλλοτε με νευρικές, κοφτές blast-beat εξάρσεις, κι άλλοτε με απρόσμενα breaks που φανερώνουν μια σαφώς σπουδασμένη αντιληπτική αντίληψη του ρυθμού ως εν δυνάμει αφηγηματικής δομής.
Η ακρόαση του υπό παρουσίαση δίσκου απαιτεί προσήλωση, ενίοτε ακόμη και υπομονή, καθώς η αδιάπτωτη ροή των αποδομημένων μουσικών και φωνητικών παραμορφώσεων επιτελεί όχι μια κανονική εξέλιξη, αλλά μια συνεχόμενη σύγκρουση μορφών και σημασιών. Εδώ, η noise συνιστά μια αισθητική πρωτοκαθεδρία που οργανώνει το χάος σε στιγμές βαθιάς, σχεδόν ενοχλητικής ενόρασης.
Συμπερασματικά, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ριζοσπαστικό αριστούργημα· ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα προϋπέθετε μια καθολική, επί ενός χαοτικού πλαισίου, αρτιότητα την οποία το άλμπουμ μοιάζει να αρνείται εκ πεποιθήσεως. Πρόκειται, όμως, για ένα έργο που διαπερνά τις επιφάνειες και προτείνει έναν άλλο τρόπο ύπαρξης του ήχου: όχι ως καλλωπισμένο προϊόν, αλλά ως ανεξίτηλη, αδιαμεσολάβητη χειρονομία. Ένα έργο ταραγμένο, εξπρεσιονιστικό και, εν τέλει, αυθεντικό. Η περίπτωσή τους δεν εξαντλείται εδώ· αντιθέτως, απαιτεί ενδελεχή παρακολούθηση.
Θωμάς Σαρακίντσης