Ryley Walker & Kikagaku Moyo

Deep Fried Grandeur

Husky Pants (2021)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 30/03/2021
Μία επί σκηνής συνάντηση που φτάνει πολύ πέρα από ένα δημιουργικό jam
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Στα αγγλικά υπάρχει μία πολύ ωραία έκφραση για κάποιον που δοκιμάζει κάτι πέρα από το γνώριμο πεδίο στο οποίο κινείται. Λένε, λοιπόν, ότι πρόκειται για μία αναχώρηση (departure) από το στυλ του. Αυτή η λέξη δεν μπορεί παρά να επιστρέφει διαρκώς στο μυαλό μου με το άλμπουμ συνεργασίας ανάμεσα σε Ryley Walker και Kikagaku Moyo και να ταιριάζει απόλυτα και στους δύο, όχι μόνο υπό την έννοια των μορφολογικών αλλαγών της μουσικής σε σχέση με αυτήν που το κάθε μέλος παράγει μόνο του, αλλά και γιατί η ίδια η μουσική ηχητικά σε προετοιμάζει για κάτι το ταξιδιάρικο, μία αναχώρηση προσωπική αυτήν τη φορά.

Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, ο πειραματισμός που αποτυπώνει το άλμπουμ δεν είναι ασύμβατος με τη φιλοσοφία των καλλιτεχνών που συμμετέχουν σε αυτό. Από τη μία ο Ryley Walker μπορεί να έχει γίνει γνωστός από την jazzy-psych-folk-rock τραγουδοποιία του, αλλά δεν είναι και λίγες οι πειραματικές συνεργασίες του ή οι πιο παράτολμες δισκογραφικές κινήσεις. Από την άλλη, οι Ιάπωνες Kikagaku Moyo έχουν χτίσει ένα σημαντικό όνομα και ένα πιστό κοινό στον χώρο του νεοψυχεδελικού ήχου χωρίς αγκυλώσεις. Η συνεργασία τους, παρότι μοιάζει παράταιρη, με δεύτερη ματιά είναι απόλυτα ταιριαστή. Προέκυψε δε από την πρόταση των διοργανωτών του φεστιβάλ Le Guess Who? στον Walker για ένα live jam με όποιο συγκρότημα ήθελε. Αυτός διάλεξε τους Kikagaku Moyo και το αποτέλεσμα ηχογραφήθηκε και παρουσιάζεται εδώ.

Προφανώς δεν μπορεί να γίνει περιγραφή της μουσικής τους χωρίς να αναφέρουμε τη λέξη jam αρκετές φορές. Δεν είναι τίποτα παραπάνω (και τίποτα λιγότερο) από δύο συγκροτήματα (ο Walker συμμετέχει με τους μουσικούς του) που επί σκηνής ψάχνουν να βρουν τα κοινά σημεία επαφής τους, που αποδεικνύονται ουκ ολίγα, και με αυτά ως αφετηρία να αναχωρήσουν (βλέπετε;) προς νέες κατευθύνσεις που δε μοιάζουν ακριβώς με κάτι από αυτά που ξεχωριστά μέχρι τώρα έχουν κάνει, αλλά συνδέονται σαφέστατα. Αυτό, μερικές φορές, τους οδηγεί σε raga rock καταστάσεις, άλλες όμως σε minimal, σχεδόν post-rock περάσματα, ενώ αυξομειώνεται σημαντικά το groove δίνοντας, πάντως, συχνές αφορμές στο κοινό της συναυλίας να λικνιστεί (εικάζω). Φυσικά, το ψεχεδελικό στοιχείο είναι διάχυτο, ενώ εντυπωσιακή είναι η οικονομία στο παίξιμο, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τόσο πολυάριθμη συνύπαρξη μουσικών.

Το σίγουρο είναι πως το αποτέλεσμα κρίνεται απόλυτα επιτυχημένο και μάλιστα σε δύο στόχους. Από τη μία δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος να μην αρέσει στους fan των δύο πλευρών που το συναποτελούν. Από την άλλη δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιοριστεί μόνο σε αυτούς, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να απολαύσει την οργανική μουσική δημιουργία, το αυθόρμητο ταίριασμα ήχων και πολιτισμών, τη ρευστή μουσικότητα που ταξιδεύει χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, αλλά γεμάτη με εικόνες, τότε σίγουρα θα βρει σε αυτόν τον δίσκο μία συντροφιά στην οποία θα επιστρέφει συχνά.

  • SHARE
  • TWEET