Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...
Το "Sharing Space" είναι το δεύτερο άλμπουμ από τους Αυστραλούς Cog και αν νομίζατε ότι εκεί down under παράγουν μόνο απογόνους των AC/DC, ετοιμαστείτε για κάτι τελείως διαφορετικό. Οι Cog είναι ένα progressive/alternative metal τρίο με πολύ φρέσκα στοιχεία και σαφείς αναφορές στους Tool, A Perfect Circle και System Of A Down, αν και στο μυαλό μου οι ψίθυροι από κάποιο μικρό καραφλό διαβολάκι επιμένουν και για Disturbed επιρροές, ειδικά στα φωνητικά. Καθόλου τυχαίο δεν είναι που την παραγωγή έχει αναλάβει η Sylvia Massey, παραγωγός στο ντεμπούτο των Tool και μηχανικός ήχου στο αντίστοιχο των SOAD. Η σκληράδα αυτών των σημείων εκκίνησης απαλύνεται από το ροκ των Rush που είναι επίσης πανταχού παρόν.
Το μεγάλο πλεονέκτημα των Cog είναι ότι δείχνουν μία εξαιρετική συνθετική ευεξία σκαρώνοντας πολυεπίπεδες μελωδικές γραμμές που τονίζονται από τη φωνή του Flynn Gower και ενορχηστρώνονται θαυμάσια από τους τρεις τους, ενώ ταυτόχρονα η παραγωγή διατηρεί έναν φιλικό προς τον ακροατή ήχο, γνωρίζοντας καλά πότε πρέπει να εξαπολύεται η επίθεση και πότε έρχεται η ώρα της υπαναχώρησης. Τα ρεφρέν εμπλουτίζονται συχνά πυκνά από πολλαπλά φωνητικά και η ρυθμική βάση των Luke Gower στο μπάσο και Lucius Borich στα ντραμς είναι το βασικό δομικό συστατικό των τραγουδιών τους. Όπου χρειάζονται πάντως δε λείπουν και οι πολύτιμες προσθήκες από βοηθητικά όργανα, όπως το βιολί και τα πλήκτρα.
Αναμφίβολα η γοητεία του άλμπουμ καταμερίζεται κάπως ανισομερώς, αφού στο πρώτο μισό τα τραγούδια είναι όλα δυνητικά singles και αρκετά από αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται στη λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς. Στη συνέχεια όμως οι συνθέσεις γίνονται πιο στρυφνές, με αποτέλεσμα να απαιτούνται αρκετές ακροάσεις για να μπορέσουν να σου αποκαλύψουν αυτό που στο πρώτο μέρος του δίσκου ήταν τόσο μα τόσο φανερό. Είναι όμως και αυτό ένα από τα χαρίσματα του δίσκου. Προσφέρει αρκετά στην πρώτη ακρόαση ώστε να ενθουσιάσει τον ακροατή και όταν αυτός επανέλθει, έχει ακόμα πολλές μικρές χαρές να του αποκαλύψει.
Αν και η μουσική τους δε φείδεται ενέργειας, δε θα τη χαρακτήριζε κανείς ως ευκαιρία για headbanging. Κλίνει περισσότερο προς το "thinking man's metal" (όσο αδόκιμος όρος κι αν φαντάζει αυτός). Χαρακτηριστικό είναι ότι επιλέγουν να ξεκινήσουν το δίσκο με ένα από τα πιο ήπια και ατμοσφαιρικά τραγούδια τους, "No Other Way", η διάρκεια του οποίου αγγίζει τα 10 λεπτά. Γενικά το μοτίβο των εναλλαγών mid-tempo στιγμών με δυναμικά ξεσπάσματα υιοθετείται σε όλη τη διάρκεια του cd. Ενισχύοντας τα προηγούμενα περί εγκεφαλικότητας, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στους στίχους που συχνά ακολουθούν μία κοινωνική και πολιτική κριτική προσέγγιση με έξυπνο και εύστοχο τρόπο.
Συγκροτήματα σαν τους Cog δείχνουν να είναι το μέλλον της σκληρής μουσικής. Το αν όμως θα είναι και οι ίδιοι ανάμεσα σε εκείνους που θα καταφέρουν αυτό να το ιδιοποιηθούν παραμένει άγνωστο. Έχουν όλες τις προϋποθέσεις, έβγαλαν τον κατάλληλο δίσκο στην κατάλληλη εποχή και οι πόρτες, σε ένα δίκαιο κόσμο, θα έπρεπε να ανοίξουν διάπλατα. Τραγούδια σαν τα "Bird Of Feather", "Swamp" και "Are You Interested" είναι άδικο να μην αποκτήσουν το airplay ή έστω την από στόμα σε στόμα διάδοση που τους αξίζει. Αν όχι, θα μείνουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό που θα μοιραζόμαστε εγώ κι εσείς.