Byron

Chapter II: The Lotus Covenant

Goatmancer Records (2024)
Από τον Πάνο Ζαρκαδούλα, 29/01/2024
Η δεύτερη προσπάθεια των Φινλανδών heavy rockers έχει όλα τα καλά του κόσμου, εκτός από ένα τραγούδι ακόμα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μου έλειψαν οι Φινλανδοί, αρκετά μπορώ να πω. Εξαρχής υπήρξε αυτή η σύνδεση που κάνει τον ακροατή να αναζητά μία μπάντα και τη μουσική της. Το ντεμπούτο τους εξακολουθεί να ακούγεται ανά διαστήματα γοητευτικό και παρόλες τις ατέλειές του, ηχεί ακόμα φρέσκο με μπόλικες συνθέσεις να φροντίζουν για αυτό. Τα λιγοστά παράδοξα ανδρικά φωνητικά, όπως ακούστηκαν τότε και έβαλαν φρένο στο μελωδικό heavy/doom metal τους, ευτυχώς απουσιάζουν τώρα. Αρκεί αυτή συνθήκη για το παραπάνω βήμα; Αρκούν τριάντα τρία λεπτά μουσικής ώστε να τους αφοσιωθούμε;

Εν αρχή ην το "Sometimes Dead Is Better" single καμπόσους μήνες πίσω, οπότε και έγινε εμφανές πως η μπάντα συνεχίζει στον ίδιο δρόμο - μπορεί και ίσιο - όπως τον χάραξε προ τριετίας. Παρών εκ νέου ο Stephen King και οι ιστορίες του, τούτη τη φορά μέσω Pet Sematary και ειδικότερα η κινηματογραφική μεταφορά του. Συνεχίζουμε να προτιμάμε τα βιβλία του πάντως και τις μουσικές των Byron. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται δεν αλλάζει ιδιαίτερα, είτε θεματικά είτε μουσικά. Cthulu και H.P.Lovecraft ενισχύουν το occult / horror στοιχείο, με τον πρώτο να στέκει επιβλητικός και στο εξώφυλλο, βγαλμένος από εφιάλτες.

Ανάμεσα σε άλλα, τέτοια αγωνιώδη και αγχωτικά όνειρα αποτελούν σημαντικό μέρος της θεματολογίας σύμφωνα με τον ντράμερ - συνθέτη Johannes Lahti. Κάπως έτσι προέκυψε και ο τίτλος του δίσκου (μαυροφορεμένες φιγούρες με κακούς σκοπούς και βαστώντας λωτούς σε κάποιο μοναστήρι), ο οποίος παρεμπιπτόντως μόλις τελείωσε και θα ξαναπαίξει. Καλά ρε σεις, μόνο τριάντα τρία λεπτά; Και όχι, δεν τα λες αρκετά με την καμία, όσο και να τα γουστάρεις, όσο και να λάμπει η Johanna με τις ερμηνείες της, όσο και να εκτιμάς τα άφθονα κιθαριστικά solo τους.

Μπορεί να μη λογίζονται καθαρόαιμα μεταλλικοί, τα riffs τους πάντως υποδηλώνουν το αντίθετο και ενίοτε θερίζουν. Περισσότερο χαλαροί σε σχέση με το ντεμπούτο τους, αφήνουν τις ιδέες να τους οδηγήσουν κι όπου βγει, ακόμα και αν φτάσουν σε folk στιγμές. Ελίσσονται εξαιρετικά μεταξύ heavy metal & rock (σα να άκουσα και Lake of Tears για λίγο), έχοντας ως κοινή συνισταμένη τη λυρικότητα που εκπέμπουν οι συνθέσεις, ενίοτε παρέα με τους ήχους ενός hammond. Παράδοξο μεν, πραγματικό δε, αν και σύντομο σε διάρκεια το Chapter II, χόρτασα solo. Μα τριάντα τρία λεπτά μαζί με το intro; Τουλάχιστον δεν έβαλαν bonus tracks σε κάποια ειδική έκδοση, χα.

Σα να έχεις πάει για φαγητό σε κυριλέ εστιατόριο και σου σερβίρουν το 1/3 μιας κανονικής μερίδας, όπου όλα τα συστατικά τα βρίσκεις πεντανόστιμα, αλλά το στομάχι διαμαρτύρεται και για να το γεμίσεις, ψάχνεις το πιο κοντινό «βρώμικο». Έτσι ένιωσα με τον δεύτερο δίσκο των Φινλανδών και για συμπλήρωμα έβαλα να παίξει το ντεμπούτο τους. Δε ζητάω πολλά, ένα τραγούδι ακόμα.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET