British Lion

The Burning

Parlophone (2020)
Από τον Σπύρο Κούκα, 04/02/2020
Οι British Lion μπορούν να κριθούν ως ένα σχεδόν επιτυχημένο σχήμα, αφού δεδομένα καταλήγουν να αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο απ' ό,τι αξίζουν βάσει της μουσικής τους ποιότητας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Είναι μάλλον ανούσιο να αναφερθούμε στη μέχρι τώρα πορεία του Steve Harris, αφού το - πλέον θρυλικό - status του ονόματος του μιλάει από μόνο του. Άλλωστε, κάθε αναφορά στον Λονδρέζο μπασίστα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους Iron Maiden, το συγκρότημα που ο ίδιος δημιούργησε τα Χριστούγεννα του 1975 και με το οποίο κατέκτησε την κορυφή του σκληρού ήχου τα χρόνια που ακολούθησαν.

Ωστόσο, με τη συζήτηση να αφορά τους British Lion, το side project του Αρχηγού που «τρέχει» από το 2012, είναι προφανές πως μιλάμε σε εντελώς διαφορετική βάση από εκείνη που ορίζει η Σιδηρά Παρθένος με κάθε νέα της κυκλοφορία, με κάθε τυχόν σύγκριση να είναι αχρείαστη. Έτσι κι αλλιώς, ο όλος σκοπός του συγκεκριμένου project φαίνεται να είναι η προσωπική ευχαρίστηση του mainman των Iron Maiden, ο οποίος, τζαμάροντας με φίλους και απελευθερωμένος από τα «πρέπει» του βρετανικού heavy metal κολοσσού, βιώνει κάτι που τις τελευταίες δεκαετίες είχε αναπόφευκτα ξεχάσει - το συναίσθημα του να παίζεις σε μικρά clubs και να απευθύνεσαι σε ένα σαφώς πιο περιορισμένο ακροατήριο.

Υπό αυτό το πρίσμα, κοινώς, του side project με φίλους, που δεν έχει ιδιαίτερες φιλοδοξίες για κάτι περισσότερο, οι British Lion μπορούν να κριθούν ως ένα σχεδόν επιτυχημένο σχήμα, αφού δεδομένα καταλήγουν να αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο απ’ ότι αξίζουν βάσει της μουσικής τους ποιότητας. Τη συγκεκριμένη διαπίστωση την είχαμε κάνει ήδη από το ντεμπούτο τους κιόλας, με το "The Burning", αν και αναβαθμισμένο συγκριτικά, να μην καταφέρνει κάτι περισσότερο από το να την επιβεβαιώσει και πάλι.

Όντας ένα άλμπουμ προσανατολισμένο σε πιο hard rock πλαίσια, ο δεύτερος δίσκος των British Lion καταλήγει να ακούγεται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, περισσότερο όμως λόγω ορισμένων επί μέρους χαρακτηριστικών που φέρει, παρά για τη συνολική τραγουδοποιία που κρύβει μέσα του. Ουσιαστικά, τα στοιχεία εκείνα που προσελκύουν για περισσότερες ακροάσεις, είναι και εκείνα που θυμίζουν, ηθελημένα ή όχι, τα πεπραγμένα των Iron Maiden ανά τον καιρό.

Πέραν, λοιπόν, του χαρακτηριστικού μπασο-ήχου και του εν γένει εκτελεστικού ύφους του Harris, τα οποία και είναι εύκολα διακριτά και στους Iron Maiden (πόσο μάλλον εδώ), αρκετές από τις συνθέσεις φέρουν στοιχεία που θα μπορούσαν να τις χωρέσουν σε κάποιο από τα πιο hard rock - oriented Maiden άλμπουμ (ίσως στο "Fear Of The Dark";), αν, προφανώς, δουλεύονταν σε διαφορετικό και πιο απαιτητικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, το "Last Chance" εκκινεί με μια UFO αισθητική, εμφανίζοντας ποικίλα ανθεμικά φωνητικά κατά τη διάρκεια του, το ομότιτλο του δίσκου δανείζεται το main riff του "Wasted Years", ένώ το "Spit Fire" φαντάζει ό,τι πιο κοντινό σε Maiden σύνθεση, με την παραπάνω τριάδα να οριοθετεί το ύψος του δημιουργικού πήχη.

Καταλαβαίνει κανείς πως μουσικά τα πράγματα στέκονται σε ένα αξιοπρεπές και πολλές φορές ενδιαφέρον επίπεδο, σίγουρα όχι κάτι συγκλονιστικό, αλλά όχι και κάτι εντελώς αδιάφορο. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός της μετριότατης φωνητικής απόδοσης του Richard Taylor, ο οποίος φαίνεται να υποβαθμίζει στο status του ενοχλητικού τις όποιες αξιόλογες στιγμές προσπαθούν να ξεπροβάλουν, και λιγότερο στις έτσι κι αλλιώς περιορισμένες δυνατότητες των εδώ συνοδοιπόρων του Steve Harris.

Το φωνητικό θέμα, εξάλλου, γίνεται αντιληπτό μεμιάς, με την παρουσία ενός σαφώς ικανότερου και πιο χαρακτηριστικού τραγουδιστή να μπορούσε - υποθετικά - να δώσει την ώθηση στις καλύτερες των συνθέσεων να πιάσουν το πραγματικό peak τους. Με υποθέσεις, βέβαια, δεν καταλήγουμε πουθενά, με την πραγματικότητα να είναι αμείλικτη στην προκειμένη και να κρίνει το "The Burning" ως ένα μάλλον μέτριο σύνολο τραγουδιών, που σε περίπτωση που δεν έφερε τη βαρυσήμαντη παρουσία του Steve Harris, θα περνούσε απαρατήρητο από τους περισσότερους.

Η τόση ανάλυση, πάντως, φαντάζει αχρείαστη, αφού οι British Lion δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα project που αφορά τους ίδιους τους συντελεστές του, αλλά και τους πιο φανατικούς από τους ακροατές της Σιδηράς Παρθένου. Υπό αυτήν την οπτική γωνία, όσοι έτσι κι αλλιώς θα ενδιαφέρονταν, εδώ θα βρουν λίγους περισσότερους λόγους να ασχοληθούν απ’ ότι στο προ οκταετίας ντεμπούτο της μπάντας, ενώ οι υπόλοιποι μάλλον - και πολύ λογικά - θα προσπεράσουν.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET