Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Bon Iver
SABLE, fABLE
Μία αδιαπραγμάτευτη κι ολόφωτη επιστροφή, που διατρανώνει την σημασία του Bon Iver στην σύγχρονη μουσική παραγωγή
Ο Bon Iver έχει παλέψει αρκετά να ξεφύγει απ’ τον νατουραλιστικό ήχο του ντεμπούτου, και στο "SABLE, fABLE" είμαστε σ’ ένα σημείο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως σημεία αναφοράς τις δύο προηγούμενες δουλειές του, το "i,i" και το "22, A Million", χωρίς να πάμε πίσω 17 χρόνια. Αυτό αξίζει να ειπωθεί όταν εν πολλοίς τον αναφέρουμε για το παρελθόν του, ενώ στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σ’ έναν πολύ πιο ενδιαφέροντα και σύνθετο καλλιτέχνη, ακόμη και αν η εγκεφαλικότητα των συνθέσεων και της παραγωγής μπορεί να έκλεψε – λέμε τώρα – κάποια απ’ την συναισθηματική αμεσότητα. Ωστόσο, η σκοτεινιά κι η κατήφεια που έφερε η εικόνα του ξύλινου σπιτιού στο δάσος, αρχίζει και υποχωρεί. Ο συμβολισμός εμφανής ήδη απ’ το εξώφυλλο, που το έντονο χρώμα έρχεται να αναπλαισιώσει αυτήν την σκοτεινιά, και το τετράγωνο ως παλιός γνώριμος που περιβάλλεται από ένα χρώμα μειλίχιο και γαληνεμένο.
Το "Sable" EP που είχε κυκλοφορήσει πέρυσι είχε κάποια απ’ αυτήν την ακουστική απλότητα, κι εδώ λειτουργεί ως σύντομη εισαγωγή. Δεν ξέρω τι λόγο είχε ο Justin Vernon - όπως είναι το όνομα του ανθρώπου πίσω απ’ το project των Bon Iver - να το συμπεριλάβει ως τμήμα του LP, και να είμαι ειλικρινής το ψιλο-παραβλέπω. Όχι επειδή είναι κακό, τουναντίον, αλλά επειδή είναι αρκετά διαφορετικό και λειτουργεί ως διάδρομος που δεν συνδέεται και πολύ με το κυρίως κτήριο, το "fABLE", που στο στυλιζάρισμα των γραμμάτων κρύβει το διττό νόημα της ικανότητας και του παραμυθιού.
Το "fABLE", λοιπόν, σβήνει με ένα πέρασμα της παλάμης τα έξι χρόνια που πέρασαν απ’ την προηγούμενη κυκλοφορία, μιας και μουσικά συνεχίζουμε από εκεί που μείναμε. Η indie folk μουσική του Bon Iver, διανθισμένη με ηλεκτρονικές παραμορφώσεις, rn’b, soul, pop, gospel, και beats, σχηματίζει πια ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό, το οποίο έχει βρει την ισορροπία μεταξύ «ευφυΐας» και συναισθήματος. Αυτή τη φορά, πηγαίνει κάπως στην άκρη η θλίψη - οπωσδήποτε - και η ομφαλοσκόπηση των τελευταίων άλμπουμ, για χάρη μίας γλυκόπικρης αλλά σε τελική ανάλυση ευφορικής διάθεσης.
Χωρίς το sable μέρος, ο δίσκος κρατάει ένα μισάωρο. Μέσα σ’ αυτό το χρόνο, όμως, ο Justin Vernon έχει χωρέσει εννιά πανέμορφες συνθέσεις που, παρά την ετερογένειά τους και τη μικρή τους διάρκεια, λειτουργούν συμπληρωματικά. Στο τέλος, υπάρχει μία αίσθηση κάθαρσης, σαν να βγήκαμε από το μαύρο τούνελ και το βλέπουμε να απομακρύνεται στο βάθος πίσω μας όσο τα μάτια μας προσπαθούν να συνηθίσουν τον δυνατό ήλιο. Όχι τυχαία, ο δίσκος θέλει να αποκρυσταλλώσει αυτό το συναίσθημα με τους στίχους να διαβάζουν: Oh, the vibrance / Sun in my eyes (It gets brighter).
Η ρευστή μουσικότητα του "Short Story" διασαλεύεται απ’ το χτύπημα της συγχορδίας στην κιθάρα. Η ατμόσφαιρα είναι ερωτική, αισιόδοξη, αποφασισμένη, και παρ’ όλη αυτή τη θετικότητα, δεν υπάρχει στιγμή που να ακούγεται νερόβραστη. Το "Everything is Peaceful Love", για παράδειγμα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το μελίρρυτο ανοσιούργημα κάποιου γλυκανάλατου καλλιτέχνη, όμως στα χέρια του Bon Iver ακούγεται ειλικρινές, εκπέμποντας ένα cool αέρα σαν να πρόκειται για μία σύνθεση του Bruno Mars. Αντίστοιχα και στο "There’s a Rhythm" λίγο πριν το τέλος, που υπογραμμίζει αυτήν την αναζήτηση για φως.
Είναι δύσκολο να διαλέξεις ανάμεσα σε συνθέσεις με τόση προσωπικότητα. Το "Walk Home" έχει μία αδιανόητα sexy μπασογραμμή, ενώ το αποδομημένο beat του "Day One" είναι από εκείνες τις μελωδίες που μπορούν να φωλιάσουν χωρίς κόπο στο αυτί σου, με το fuzz κιθαριστικό σόλο να εξισορροπεί αναλογικά την ψηφιακή και επεξεργασμένη πλευρά. Το "I’ll Be There" είναι ίσως απ’ τις αγαπημένες μου στιγμές σ’ όλη τη φετινή χρονιά, καθώς ένα jazzy beat με dragged drumming σε στυλ Questlove και D’ Angelo θέτει τις βάσεις για ένα εκπληκτικό ντουέτο με την Danielle Haim (των Haim, ντε), η οποία μαζί με τον σαξοφωνίστα Michael Lewis ξεχωρίζουν ως παρουσίες ανάμεσα στα πολλά ονόματα μεγάλων μουσικών που είναι καλεσμένοι.
Η έμπνευση που διαπερνά το "fABLE" είναι αδιαμφισβήτητη ακόμη και σε λιγότερο εντυπωσιακά κομμάτια, όπως είναι το alt-country "From", αλλά και το αιθέριο "If Only I Could Wait", κι αυτό χάρη στις διάφορες λεπτομέρειες που ο Vernon προσθέτει, είτε είναι κάποιο reverb, είτε είναι στρώματα φωνητικών και ενορχήστρωσης. Πρέπει να παραδεχτούμε πως, για καλλιτέχνη που ξεκίνησε με όχημα τον μπρουταλισμό της ακουστικής folk, η διαισθητικότητά του σε συνθέσεις με γεμάτο σώμα είναι ανεπανάληπτη.
Το "SABLE, fABLE" σηματοδοτεί μία άλλη εποχή για τον Bon Iver, μία εποχή που μπορούμε να τον κάνουμε εικόνα να χαμογελά. Ο ήχος είναι το ίδιο ζεστός και γλυκός όπως πάντα, πολυεπίπεδος και γεμάτος λεπτομέρειες που σε κάνουν να ανακαλύπτεις διαρκώς κάτι νέο. Ισορροπημένος ανάμεσα στο indie παρελθόν του, το sophisti-pop, και τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς, ο Bon Iver μπορεί να άργησε έξι χρόνια, όμως η επιστροφή του είναι αδιαπραγμάτευτη και δεν αφήνει περιθώρια πως πρόκειται για μία απ’ τις πιο ιδιαίτερες μουσικές προτάσεις στη σύγχρονη μουσική παραγωγή.