Από τη Γένεση στην Αποκάλυψη του ελληνικού prog

ProgSession #58: Apocalypsis

Από τον Σπύρο Κούκα, 30/10/2019 @ 19:41

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 58:

Το προοδευτικό rock στην Ελλάδα των αλλαγών - Μια εισαγωγή

Apocalypsis

Αναλογιζόμενοι τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα από την περίοδο κατόπιν του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, φαντάζει μάλλον αναμενόμενη αυτή η μερική (καθ)υστέρηση που συντελέστηκε στην αφομοίωση των όποιων διεθνών μουσικών τάσεων και οι υποτυπώδεις, ερασιτεχνικές συνθήκες που επικρατούσαν σε ό,τι αφορά την εγχώρια αμιγώς rock δισκογραφία – πόσο δε μάλλον εφόσον εξετάσουμε τα χωράφια του προοδευτικού. Σε αυτό, προφανώς, συντέλεσε και η έκρυθμη πολιτική κατάσταση στη χώρα, με αποκορύφωμα την επταετία της δικτατορίας των συναγματαρχών, πολλοί από τους πιο ελπιδοφόρους και ταλαντούχους μουσικούς της να καταφύγουν στο εξωτερικό, την ίδια στιγμή που στα ενδότερα της, οι καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ελευθερίες είχαν περιοριστεί δραματικά.

Βεβαίως, κυκλοφορίες που ξεχώριζαν και ανήκαν στο είδος υπήρξαν, μα κρινόμενες με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές που είχαν καθοριστεί ήδη από τις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας, το αποτέλεσμα τους υστερούσε, όχι απαραίτητα μουσικά, μα από άποψης διαχρονικότητας και αποδοχής τους τόσο από το εγχώριο κοινό, όσο και από τους ίδιους τους συντελεστές τους. Η χρήση της ελληνικής, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, δεν αποτέλεσε ουσιαστικό παράγοντα προβληματισμού, αφού μάλλον το αντίθετο συνέβη, με την στιχουργική έκφραση να διευκολύνεται με τη χρήση της μητρικής και δευτερεύοντα προβλήματα όπως η υστέρηση σε γραμματικά ζητήματα και τομείς προφοράς της αγγλικής να αποφεύγονται.

Έτσι, δημιουργοί όπως οι θρυλικοί Aphrodite’s Child, οι Ακρίτας και οι Axis, οι PLJ Band του εξαιρετικού “Armageddon” και, φυσικά, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είναι μόνο κάποια από τα ονόματα που έρχονται πρώτα στο νου όταν αναφερόμαστε στην κατηγορία του «ελληνικού προοδευτικού rock», ενώ αρκετά συγγενικές στο είδος μπορούν να θεωρηθούν συγκεκριμένες δουλειές και από καλλιτέχνες όπως ο Κώστας Τουρνάς (βλέπε “Απέραντα Χωράφια”), η Μαρίζα Κωχ (βλέπε “Αραμπάς”), αλλά και ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης (βλέπε “Σε Άλλους Κόσμους”). Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, πως η πρώιμη εγχώρια προοδευτική παραγωγή μονάχα φτωχή δεν μπορεί να θεωρηθεί, με την κατηγοριοποίηση πολλών από τις κυκλοφορίες και τους προαναφερθέντες (και όχι μόνο) δημιουργούς υπό την ευρεία (και μάλλον περισσότερο παραπλανητική, παρά προσδιοριστική για το πραγματικό μουσικό ποιόν των όσων συμπεριλαμβάνει) ταμπέλα του «έντεχνου» να φαντάζει υπερβολικά γενική και πρόχειρη.

Σε συνδυασμό, δε, με τη μουσική στροφή που ακολούθησαν κατόπιν οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που είχαν παρουσιάσει σαφή progressive rock δείγματα δουλειάς, για βιοποριστικούς, δημιουργικούς ή άλλους λόγους, η επιφανειακή πρώτη εντύπωση της φτωχής εγχώριας προοδευτικής παραγωγής φαίνεται να φώλιασε - λανθασμένα - στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Ως προς το τελευταίο, πάντως, στις μέρες μας δεν θέλει κάτι περισσότερο από λίγη όρεξη για «ψάξιμο» και μπόλικη διάθεση για εξερεύνηση μουσικών που πιθανόν έχουν διαφύγει της προσοχής μας για οποιονδήποτε λόγο, με την τεχνολογία - ευτυχώς - να φέρνει πιο κοντά αλλοτινές εποχές και δίσκους.

Apocalypsis - Apocalypsis (Minos, 1980)

Apocalypsis - Apocalypsis

Μια χαρακτηριστική περίπτωση των όσων αναφέρονται ανωτέρω, αποτέλεσε η δημιουργική τετραετία (1979 - 1983) όπου δραστηριοποιηθηκαν οι Apocalypsis, η μπάντα που δημιούργησε ο πληκτράς και συνθέτης Βασίλης Δερτιλής στα τέλη των ‘70s. Έχοντας ως φάρο εμπνεύσεως τα προοδευτικά ‘70s, όπως εκείνα ορίστηκαν από σχήματα όπως οι Genesis, οι Yes και οι Renaissance, η νεοσύστατη μπάντα θα συμπλήρωνε το line-up της με τον Αχιλλέα Σπύρου και τον Χάρη Φωτόπουλο σε κιθάρα και μπάσο, αντίστοιχα, τον ντράμερ Σταύρο Σιδηρόπουλο και τον Γιάννη Παλαμίδα, έναν τραγουδιστή που θα γινόταν ευρύτερα γνωστός κατόπιν, στην προσωπική πορεία που θα ακολουθούσε.

Το ύφος που θα ακολουθούσαν, χρωστούσε τα πάντα στην Peter Gabriel περίοδο των Genesis, τόσο μουσικά, όσο και οπτικά/στυλιστικά, με τις θεατρικές τους εμφανίσεις και τις μεταμφιέσεις του Παλαμίδα να αποτελούν κάτι πρωτόγνωρο για τα εγχώρια δεδομένα εκείνης της εποχής, αντιμετωπίζοντας - αναμενόμενα μάλλον - ανάμικτες αντιδράσεις από το κοινό. Έτσι, υπογράφοντας συμβόλαιο με την Minos, το 1980 θα κυκλοφορούσαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους, μια ενδελεχής και keyboard-driven μελέτη στο prog των Genesis, με κιθάρες που εντυπωσιάζουν και φωνητικά τόσο ιδιαίτερα και θεατρικά, που καθόριζαν εν πολλοίς το τελικό αποτέλεσμα.

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του υλικού, ωστόσο, υπήρξε η αίσθηση της μελωδίας που επιδείκνυε εντός των ποικιλόμορφων συνθέσεων του, με τους μουσικούς συντελεστές του να είναι αρκούντως καταρτισμένοι και ικανότατοι στο να διατελέσουν ορθά τους ρόλους τους και τον Δερτιλή (σε συνεργασία με τον Παλαμίδα) να παρουσιάζει συνθετικές ικανότητες πραγματικά ώριμες και κατασταλαγμένες, με συγκεκριμένο όραμα και ιδέες για το πώς θα το επιτύγχανε ολοκληρωμένα.

Άλλωστε, ο χρωματισμός των περιεχόμενων συνθέσεων με την εναλλαγή των θεμάτων της κιθάρας και των πλήκτρων μπορεί να ήταν ένα κλασικό (και σχεδόν πάντοτε επιτυχημένο) rock «τέχνασμα» για να τραβήξει την προσοχή, οι πολυεπίπεδες φωνητικές αρμονίες, όμως, ήταν κάτι τολμηρό, αναλογιζόμενοι πως η χρήση τους θα μπορούσε να έχει αντιστρόφως ανάλογα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Με μόνα αρνητικά την μέτρια παραγωγή (δια χειρός Ηλία Μπενέτου) και την αμφιλεγόμενη χρήση της αγγλικής σε φωνητικά και στίχους, το άλμπουμ αποτέλεσε ένα μικρό prog θησαυρό, που, δυστυχώς, εκτιμήθηκε από λίγους στην εποχή του.

Τί ακολούθησε;

Apocalypsis

Ακολούθως της κυκλοφορίας του προαναφερθέντος άλμπουμ, η πρώτη σύνθεση των Apocalypsis θα περνούσε στην ιστορία, με τον Γιάννη Παλαμίδα και τα υπόλοιπα μέλη σε κιθάρα, μπάσο και τύμπανα, να αποχωρούν και να ωθούν τον Δερτιλή στην αναζήτηση νέων μουσικών συνοδοιπόρων, με τους οποίους θα ολοκλήρωνε και θα κυκλοφορούσε το “No”, τη δεύτερη και τελευταία δουλειά της μπάντας.

Εκείνο, έχοντας αρκετά διαφοροποιημένο ύφος από τον προκάτοχο του, θα εξερευνούσε τα χωράφια του new wave, του hard rock, αλλά ακόμα και του ( γνωστού σήμερα ως) neo-prog, ομοιάζοντας σημαντικά με τον πρώιμο ήχο των Marillion – με τη λεπτομέρεια πως κυκλοφόρησε το 1981, δύο χρόνια προτού το “Script For A Jester’s Tear” των τελευταίων βρεθεί στα δισκοπωλεία.

Κατόπιν, το αναπόφευκτο τέλος των Apocalypsis θα ερχόταν συντόμως, με τον mainman τους να σχηματίζει τους Bang και, μαζί με τον Θάνο Καλλίρη, να κυκλοφορεί δουλειές μέχρι και τις αρχές των ‘90s σε ένα πιο europop ύφος. Σημαντικότερη στιγμή αυτής της συνεργασίας μάλλον θεωρείται η εκπροσώπηση της χώρας στο διαγωνισμό της Eurovision, το 1987, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Βασίλης Δερτιλής θα ακολουθούσε το δρόμο του session μουσικού και συνθέτη, με αρκετές σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό του (μεταξύ των οποίων και με τους Διονύση Τσακνή, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αλκίνοο Ιωαννίδη και Μαντώ).

Με τα δύο άλμπουμ των Apocalypsis να βρίσκονται πλέον δύσκολα και σε υψηλότατες τιμές (σε ό,τι αφορά τις πρώτες, βινυλιακές τους κόπιες), η ίδια η μπάντα φαίνεται πως έχει περάσει μια και καλή στην ιστορία, αφήνοντας, ωστόσο, σπουδαία κληρονομιά στον χώρο του εγχώριου προοδευτικού rock και χαράζοντας το δικό της μονοπάτι, σε μια εποχή γεμάτη δυσκολίες για όσους Έλληνες μουσικούς επέλεγαν να δραστηριοποιηθούν εντός των χωραφιών του αμιγώς rock ήχου.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET