Nick Cave live σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
22/10/2004 @ 08:16
Η Didi Music Big Star Promotion παρουσιάζει: Nick Cave & The Bad Seeds. Σάββατο 4 Δεκεμβρίου: Αθήνα, Κλειστό Γήπεδο Ελληνικού (πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού). Κυριακή 5 Δεκεμβρίου: Θεσσαλονίκη, Συνεδριακό Κέντρο Ι. Βελλίδης (εγκαταστάσεις Helexpo).
Κάποιοι λένε ότι η πρώτη αγάπη δε ξεχνιέται ποτέ! Ίσως κάπως έτσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την αστείρευτη λατρεία που έχει δείξει το ελληνικό, και όχι μόνο, κοινό στο πρόσωπο του Nick Cave στο πέρασμα του χρόνου. Με καινούργιο album στις αποσκευές του, το αληθινά έξοχο "Abattoir Blues", και με την έμπιστη συντροφιά των Bad Seeds και πάλι, ο Nick Cave έρχεται για να μάς τραγουδήσει μερικές από τις "δολοφονικές" του μπαλάντες και να μάς διηγηθεί τις περίεργες ιστορίες των ηρώων του.
H εμφάνιση του στην Αθήνα, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής στα καλλιτεχνικά δρώμενα, καθώς είναι η πρώτη φορά μετά την Ολυμπιάδα του 2004 που οι εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών αγώνων ανοίγουν τις πύλες τους στον πολιτισμό. Κι αυτό θα είναι μόνο η αρχή.
Προπώληση: 40 euro. Ταμείο: 45 euro. Eναρξη: 21.30
Nick Cave & the Bad Seeds
H ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΕΛΑΝΙ
Ο Nicholas Edward Cave γεννήθηκε στο Warracknabeal της Αυστραλίας στις 22/09/57. Η μητέρα του ήταν βιβλιοθηκάριος και ο πατέρας του δάσκαλος των Αγγλικών. Έχει δύο μεγαλύτερους αδελφούς, τον Tim και τον Peter και μία αδελφή, τη Julie. Μεγάλωσε σαν Αγγλικανός, γεγονός που εξηγεί την επίδραση που άσκησε πάνω στο έργο του η Βίβλος. Ο Cave σπούδασε στο Caulfield Grammar School της Μελβούρνης και στο Art School (τμήμα τέχνης του Caulfield Institute of Technology), στο οποίο παρέστη μόνο 2 χρόνια. Στο Caulfield o Cave γνώρισε τον Mick Harvey, με τον οποίο δημιούργησε ένα σχολικό συγκρότημα, που αργότερα θα γινόταν οι Boys Next Door. H πρώτη ηχογράφηση που κυκλοφόρησε ο Cave ήταν το “These Boots Are Made For Walking” το 1978, ενώ στη συνέχεια, τον επόμενο χρόνο, κυκλοφόρησε και το album “Door Door”. Την μπάντα αποτελούσαν ο Nick, o Mick Harvey, o Tracy Pew, o Phillip Calvert και ο Rowland S. Howard.
Οι Boys Next Door μετονομάστηκαν σε Birthday Party το 1980, όταν κυκλοφόρησε το album με το ίδιο όνομα. Μόλις άλλαξαν όνομα, η μπάντα μετακόμισε από την Αυστραλία στο Λονδίνο. Οι Birthday Party είχαν τεράστια επίδραση στην τότε Βρετανική ροκ σκηνή, κυρίως εξαιτίας του ωμού συναισθήματος και του πνεύματος που εξέφραζαν στη μουσική τους. Το LP “Prayers on Fire” κυκλοφόρησε το 1981 και το “Junkyard” το 1982. Η μπάντα μεταφέρθηκε στο Δυτικό Βερολίνο και διαλύθηκε το 1983, έχοντας πρώτα παραδώσει τρία studio albums και δύο EPs. Το τελευταίο τους EP “Mutiny” ήταν το απόλυτο μανιφέστο της ακραίας τέχνης των Birthday Party.
Μετά τη διάλυση του γκρουπ, ο Cave αποσύρθηκε στο Los Angeles για τη συγγραφή ενός σεναρίου, που αργότερα θα εμφανιζόταν υπό την μορφή της ταινίας ‘Ghosts … Of The Civil Dead’, που δημιούργησε μαζί με τους σκηνοθέτες John Hillcoat και Evan English. Παράλληλα συγκέντρωσε την πρώτη ενσάρκωση των The Bad Seeds. Ο Mick Harvey είχε παραμείνει από τις μέρες ήδη των Birthday Party. O Blixa Bargeld των Einsturzende Neubauten είχε εμφανιστεί ως guest κιθαρίστας στο κομμάτι των Birthday Party “Mutiny in Heaven”. Ο Barry Adamson, που είχε εμφανιστεί ως guest στο “Kiss Me Black” από το ‘Junkyard’ EP των Birthday Party προήλθε από το post-punk συγκρότημα του Manchester, τους Magazine. Συνοδευόμενοι από τους Anita Lane, Edward Clayton Jones και Hugo Race κυκλοφόρησαν το 1984 το “From Her To Eternity”. Αυτή η συγχώνευση διαφορετικών ταλέντων ήταν περισσότερο πολυμήχανη στο να δημιουργεί ζωντανές μουσικές φόρμες στις τραγουδιστικές αφηγήσεις του Cave. Μέλη του γκρουπ τότε ήταν οι Nick Cave, Blixa Bargeld (κιθάρα), Mick Harvey (ντραμς), Barry Adamson (κιθάρα και πιάνο), Ηugo Race (κιθάρα), Tracy Pew (μπάσο), ενώ συνεργαζόταν μαζί τους και η Anita Lane. Το όνομα Bad Seeds προήλθε από την ταινία του Mervin LeRoy “The Bad Seed” (1956).
Έχοντας εγκατασταθεί και πάλι στο Βερολίνο, ο Cave άρχισε να δουλεύει πάνω στο ντεμπούτο μυθιστόρημά του “And The Ass Saw The Angel”. Τα θέματα που επικαλούταν σε αυτή τη δουλειά θα πυροδοτούσαν το επόμενο album των Bad Seeds, το “The First Born Is Dead” (1985). Το επικό single “Tupelo”, βασισμένο σε κομμάτι του John Lee Hooker με το ίδιο όνομα, ενίσχυσε με τη μία τη Βιβλική εμμονή του Cave, αναμειγνύοντας τη γέννηση του Βασιλιά με τη μυθολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Ανακτώντας τον Thomas Wydler των Die Haut στη θέση του ντράμερ, η ενσάρκωση των Bad Seeds του 1986 επέλεξε ένα ζωηρό σετ διασκευών για το album “Kicking Against The Pricks”, συμπεριλαμβάνοντας το “Hey Joe” του Tim Rose, το “All Tomorrow’s Parties” των Velvet Underground και το “Something’s Gotten Hold Of My Heart” του Gene Pitney. Την κυκλοφορία αυτή ακολούθησε σύντομα μια άλλη, εκείνη του album “Your Funeral…My Trial”. Την εποχή εκείνη ο Barry Adamson είχε αποχωρήσει από το σχήμα και τη θέση του είχε πάρει ο Kid Congo Powers, πρώην CrampsGun Club, ενώ το line up είχε επεκταθεί με τον Roland Wolf στα keyboards.
To 1988 σειρά είχε το album “Tender Prey, το οποίο περιείχε το εκπληκτικό single “Mercy Seat”, το δράμα ενός καταδικασμένου σε θάνατο άνδρα. Τη χρονιά εκείνη εκδόθηκε και το βιβλίο του Cave “King Ink”, μία συλλογή από στίχους και θεατρικά έργα, ενώ η μπάντα εμφανίστηκε επίσης στο “Wings Of Desire” του Wim Wender, παίζοντας το “Carny” και το “From Her To Eternity”. Το “Ghosts…Of The Civil Dead”, με μουσική σύνθεση των Cave, Bargeld και Harvey και με μια κεντρική θεατρική ερμηνεία από τον Cave, κέρδισε τη θεατρική του κυκλοφορία και η κινηματογραφική δουλειά του τραγουδιστή πήρε άλλη διάσταση, όταν εμφανίστηκε ως ο rock star Freak Storm στο Johnny Suede του Tom DiCillo. Μετά από αυτό, ο Cave μετακόμισε από το Βερολίνο στο Sao Paolo της Βραζιλίας, όπου είχε γνωρίσει την Viviane Carneiro κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας. Η επιρροή της Βραζιλίας είναι εμφανής στο “The Good Son”, album που κυκλοφόρησε το 1990. Η μουσική είναι σαφώς πιο μελωδική και φιλική από οποιοδήποτε προηγούμενο album. O Kid Congo έκανε την εμφάνιση του στο album αυτό ως μέλος των Bad Seeds, αν και έπαιζε ήδη για μεγάλο διάστημα στη μπάντα. Το 1989 κυκλοφόρησε το φιλμ “Ghosts…Of The Civil Dead”, ένα έργο φυλακής με σενάριο και soundtrack γραμμένο από τον Cave και με ερμηνεία από τον ίδιο.
Το 1992 κυκλοφόρησε το 7ο album “Henry’s Dream” και το ακολούθησε μια παγκόσμια περιοδεία. Το line up ωστόσο είχε αλλάξει και πάλι. Μέλη τώρα ήταν οι Cave, Blixa, Harvey, Thomas, Martyn P. Casey και Conway Savage. Η περιοδεία χρησιμοποιήθηκε για να ηχογραφήσουν το μοναδικό τους επίσημο live cd, το οποίο κυκλοφόρησε το 1993 ως “Live Seeds”. To cd προοριζόταν σαν κάτι το εορταστικό για τα 10 χρόνια ύπαρξης των Bad Seeds και πουλήθηκε μαζί με ένα βιβλίο φωτογραφιών του Peter Milne. Το βιβλίο περιέχει φωτογραφίες από την περιοδεία 1992-1993.
Το 1994 κυκλοφόρησε το εκπληκτικό “Let Love In”, με παραγωγό τον Tony Cohen, που οι δεσμοί του με τον Cave ξεκινάνε από τους Birthday Party. Το “Murder Ballads” του ΄96 ήταν το αποκορύφωμα του πολυετή ενθουσιασμού του Cave για τη «γλώσσα της βίας» και επέτρεψε για περαιτέρω τολμηρό πειραματισμό στο μουσικό στιλ. Οι συνεργασίες με την Kylie Minogue και την P.J Harvey στα “Where The Wild Roses Grow” και “Henry Lee” αντίστοιχα, οδήγησαν σε επιτυχίες στα mainstream chart και στη μεγαλύτερη μέχρι τότε προβολή των Bad Seeds. Το album αυτό παρουσίασε δύο ακόμα μέλη των Bad Seeds: ο Warren Ellis πρόσθεσε ένα δονούμενο βιολί και ο Jim Sclavunos τα ατμοσφαιρικά κρουστά.
Στο μεταξύ ο Cave, ο Harvey και ο Bargeld συνέχισαν τους κινηματογραφικούς τους δεσμούς με τον John Hillcoat γράφοντας μουσική για τη δεύτερη ταινία του “To Have And To Hold” του ΄96. Παράλληλα εκδόθηκε και η δεύτερη ανθολογία στίχων και εργασιών του Cave, το “King Ink II”. Ο Nick Cave προτάθηκε για «καλύτερος άνδρας καλλιτέχνης» στα μουσικά βραβεία του Mtv την ίδια χρονιά. Εκείνος αρνήθηκε την τιμή, λέγοντας ότι δεν θα ήθελε να ανταγωνίζεται άλλους ανθρώπους σε οτιδήποτε αφορά την τέχνη.
Το δέκατο album, “The Boatman’s Call”, κυκλοφόρησε το Μάρτιο του ΄97. Αυτή θεωρείται ίσως η πιο προσωπική δουλειά του Cave, με όμορφη απλότητα στη μουσική και μαγική ατμόσφαιρα και με τον τραγουδιστή να εξερευνά θέματα, όπως αγάπη, πίστη και απώλεια. Το “The Best Of Nick Cave And The Bad Seeds” κυκλοφόρησε το ΄98, όπως επίσης και ένα video με διάφορα τραγούδια. Κατά τη διάρκεια του ΄99 ο Cave εμφανιζόταν χωρίς τους Bad Seeds, κυρίως με τον Warren Ellis και μερικές φορές με τους Dirty Three. To “And The Ass Saw The Angel-Readings and Music” επανακυκλοφόρησε. Στο μεταξύ ο Cave παντρεύτηκε την Susie Bick.
Ύστερα από μακροχρόνια αναμονή, ο Nick Cave and The Bad Seeds κυκλοφόρησαν το 2002 το μεγαλοπρεπές “No More Shall We part” και το 2003 το “Nocturama”, ένα album που ηχογραφήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα, ένα album ελεύθερο από αναστολές, μια δυνατή πνοή αδάμαστου ομαδικού πνεύματος, ο ήχος οκτώ μουσικών που χαλάρωσαν και απλά το διασκέδασαν.
Ο Nick Cave και οι The Bad Seeds επιστρέφουν φέτος με το διπλό album “Abattoir Blues” και “The Lyre Of Orpheus”. Κατά τη διάρκεια που έγραφαν το album στο studio, το γκρουπ πειραματίστηκε με ένα ευρύ φάσμα υλικού, progressive rock, heavy metal, blues, country. Η όλη διαδικασία έγινε με ένα παιχνιδιάρικο, χιουμοριστικό και απελευθερωτικό τρόπο και ταίριαξε άνετα με το γνώριμο ήχο των Bad Seeds. Ένα καλό παράδειγμα της παιχνιδιάρικης αυτής ατμόσφαιρας είναι το πρώτο single “Nature Boy”, ένα ευχάριστο ποπ κομμάτι σχετικά με το πώς η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Όπως λέει και ο ίδιος ο Cave “είναι ένα μεταδοτικό, sexy κομμάτι αληθινής ποπ και νιώσαμε πραγματικά καλά κάνοντας κάτι τέτοιο”.
Και εμείς κ. Cave θα νιώσουμε πολύ καλά μόλις σας ξαναδούμε πάνω στη σκηνή να μάς ρωτάτε “Do you love me?” ...YES WE DO!
Κάποιοι λένε ότι η πρώτη αγάπη δε ξεχνιέται ποτέ! Ίσως κάπως έτσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την αστείρευτη λατρεία που έχει δείξει το ελληνικό, και όχι μόνο, κοινό στο πρόσωπο του Nick Cave στο πέρασμα του χρόνου. Με καινούργιο album στις αποσκευές του, το αληθινά έξοχο "Abattoir Blues", και με την έμπιστη συντροφιά των Bad Seeds και πάλι, ο Nick Cave έρχεται για να μάς τραγουδήσει μερικές από τις "δολοφονικές" του μπαλάντες και να μάς διηγηθεί τις περίεργες ιστορίες των ηρώων του.
H εμφάνιση του στην Αθήνα, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής στα καλλιτεχνικά δρώμενα, καθώς είναι η πρώτη φορά μετά την Ολυμπιάδα του 2004 που οι εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών αγώνων ανοίγουν τις πύλες τους στον πολιτισμό. Κι αυτό θα είναι μόνο η αρχή.
Προπώληση: 40 euro. Ταμείο: 45 euro. Eναρξη: 21.30
Nick Cave & the Bad Seeds
H ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΕΛΑΝΙ
Ο Nicholas Edward Cave γεννήθηκε στο Warracknabeal της Αυστραλίας στις 22/09/57. Η μητέρα του ήταν βιβλιοθηκάριος και ο πατέρας του δάσκαλος των Αγγλικών. Έχει δύο μεγαλύτερους αδελφούς, τον Tim και τον Peter και μία αδελφή, τη Julie. Μεγάλωσε σαν Αγγλικανός, γεγονός που εξηγεί την επίδραση που άσκησε πάνω στο έργο του η Βίβλος. Ο Cave σπούδασε στο Caulfield Grammar School της Μελβούρνης και στο Art School (τμήμα τέχνης του Caulfield Institute of Technology), στο οποίο παρέστη μόνο 2 χρόνια. Στο Caulfield o Cave γνώρισε τον Mick Harvey, με τον οποίο δημιούργησε ένα σχολικό συγκρότημα, που αργότερα θα γινόταν οι Boys Next Door. H πρώτη ηχογράφηση που κυκλοφόρησε ο Cave ήταν το “These Boots Are Made For Walking” το 1978, ενώ στη συνέχεια, τον επόμενο χρόνο, κυκλοφόρησε και το album “Door Door”. Την μπάντα αποτελούσαν ο Nick, o Mick Harvey, o Tracy Pew, o Phillip Calvert και ο Rowland S. Howard.
Οι Boys Next Door μετονομάστηκαν σε Birthday Party το 1980, όταν κυκλοφόρησε το album με το ίδιο όνομα. Μόλις άλλαξαν όνομα, η μπάντα μετακόμισε από την Αυστραλία στο Λονδίνο. Οι Birthday Party είχαν τεράστια επίδραση στην τότε Βρετανική ροκ σκηνή, κυρίως εξαιτίας του ωμού συναισθήματος και του πνεύματος που εξέφραζαν στη μουσική τους. Το LP “Prayers on Fire” κυκλοφόρησε το 1981 και το “Junkyard” το 1982. Η μπάντα μεταφέρθηκε στο Δυτικό Βερολίνο και διαλύθηκε το 1983, έχοντας πρώτα παραδώσει τρία studio albums και δύο EPs. Το τελευταίο τους EP “Mutiny” ήταν το απόλυτο μανιφέστο της ακραίας τέχνης των Birthday Party.
Μετά τη διάλυση του γκρουπ, ο Cave αποσύρθηκε στο Los Angeles για τη συγγραφή ενός σεναρίου, που αργότερα θα εμφανιζόταν υπό την μορφή της ταινίας ‘Ghosts … Of The Civil Dead’, που δημιούργησε μαζί με τους σκηνοθέτες John Hillcoat και Evan English. Παράλληλα συγκέντρωσε την πρώτη ενσάρκωση των The Bad Seeds. Ο Mick Harvey είχε παραμείνει από τις μέρες ήδη των Birthday Party. O Blixa Bargeld των Einsturzende Neubauten είχε εμφανιστεί ως guest κιθαρίστας στο κομμάτι των Birthday Party “Mutiny in Heaven”. Ο Barry Adamson, που είχε εμφανιστεί ως guest στο “Kiss Me Black” από το ‘Junkyard’ EP των Birthday Party προήλθε από το post-punk συγκρότημα του Manchester, τους Magazine. Συνοδευόμενοι από τους Anita Lane, Edward Clayton Jones και Hugo Race κυκλοφόρησαν το 1984 το “From Her To Eternity”. Αυτή η συγχώνευση διαφορετικών ταλέντων ήταν περισσότερο πολυμήχανη στο να δημιουργεί ζωντανές μουσικές φόρμες στις τραγουδιστικές αφηγήσεις του Cave. Μέλη του γκρουπ τότε ήταν οι Nick Cave, Blixa Bargeld (κιθάρα), Mick Harvey (ντραμς), Barry Adamson (κιθάρα και πιάνο), Ηugo Race (κιθάρα), Tracy Pew (μπάσο), ενώ συνεργαζόταν μαζί τους και η Anita Lane. Το όνομα Bad Seeds προήλθε από την ταινία του Mervin LeRoy “The Bad Seed” (1956).
Έχοντας εγκατασταθεί και πάλι στο Βερολίνο, ο Cave άρχισε να δουλεύει πάνω στο ντεμπούτο μυθιστόρημά του “And The Ass Saw The Angel”. Τα θέματα που επικαλούταν σε αυτή τη δουλειά θα πυροδοτούσαν το επόμενο album των Bad Seeds, το “The First Born Is Dead” (1985). Το επικό single “Tupelo”, βασισμένο σε κομμάτι του John Lee Hooker με το ίδιο όνομα, ενίσχυσε με τη μία τη Βιβλική εμμονή του Cave, αναμειγνύοντας τη γέννηση του Βασιλιά με τη μυθολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Ανακτώντας τον Thomas Wydler των Die Haut στη θέση του ντράμερ, η ενσάρκωση των Bad Seeds του 1986 επέλεξε ένα ζωηρό σετ διασκευών για το album “Kicking Against The Pricks”, συμπεριλαμβάνοντας το “Hey Joe” του Tim Rose, το “All Tomorrow’s Parties” των Velvet Underground και το “Something’s Gotten Hold Of My Heart” του Gene Pitney. Την κυκλοφορία αυτή ακολούθησε σύντομα μια άλλη, εκείνη του album “Your Funeral…My Trial”. Την εποχή εκείνη ο Barry Adamson είχε αποχωρήσει από το σχήμα και τη θέση του είχε πάρει ο Kid Congo Powers, πρώην CrampsGun Club, ενώ το line up είχε επεκταθεί με τον Roland Wolf στα keyboards.
To 1988 σειρά είχε το album “Tender Prey, το οποίο περιείχε το εκπληκτικό single “Mercy Seat”, το δράμα ενός καταδικασμένου σε θάνατο άνδρα. Τη χρονιά εκείνη εκδόθηκε και το βιβλίο του Cave “King Ink”, μία συλλογή από στίχους και θεατρικά έργα, ενώ η μπάντα εμφανίστηκε επίσης στο “Wings Of Desire” του Wim Wender, παίζοντας το “Carny” και το “From Her To Eternity”. Το “Ghosts…Of The Civil Dead”, με μουσική σύνθεση των Cave, Bargeld και Harvey και με μια κεντρική θεατρική ερμηνεία από τον Cave, κέρδισε τη θεατρική του κυκλοφορία και η κινηματογραφική δουλειά του τραγουδιστή πήρε άλλη διάσταση, όταν εμφανίστηκε ως ο rock star Freak Storm στο Johnny Suede του Tom DiCillo. Μετά από αυτό, ο Cave μετακόμισε από το Βερολίνο στο Sao Paolo της Βραζιλίας, όπου είχε γνωρίσει την Viviane Carneiro κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας. Η επιρροή της Βραζιλίας είναι εμφανής στο “The Good Son”, album που κυκλοφόρησε το 1990. Η μουσική είναι σαφώς πιο μελωδική και φιλική από οποιοδήποτε προηγούμενο album. O Kid Congo έκανε την εμφάνιση του στο album αυτό ως μέλος των Bad Seeds, αν και έπαιζε ήδη για μεγάλο διάστημα στη μπάντα. Το 1989 κυκλοφόρησε το φιλμ “Ghosts…Of The Civil Dead”, ένα έργο φυλακής με σενάριο και soundtrack γραμμένο από τον Cave και με ερμηνεία από τον ίδιο.
Το 1992 κυκλοφόρησε το 7ο album “Henry’s Dream” και το ακολούθησε μια παγκόσμια περιοδεία. Το line up ωστόσο είχε αλλάξει και πάλι. Μέλη τώρα ήταν οι Cave, Blixa, Harvey, Thomas, Martyn P. Casey και Conway Savage. Η περιοδεία χρησιμοποιήθηκε για να ηχογραφήσουν το μοναδικό τους επίσημο live cd, το οποίο κυκλοφόρησε το 1993 ως “Live Seeds”. To cd προοριζόταν σαν κάτι το εορταστικό για τα 10 χρόνια ύπαρξης των Bad Seeds και πουλήθηκε μαζί με ένα βιβλίο φωτογραφιών του Peter Milne. Το βιβλίο περιέχει φωτογραφίες από την περιοδεία 1992-1993.
Το 1994 κυκλοφόρησε το εκπληκτικό “Let Love In”, με παραγωγό τον Tony Cohen, που οι δεσμοί του με τον Cave ξεκινάνε από τους Birthday Party. Το “Murder Ballads” του ΄96 ήταν το αποκορύφωμα του πολυετή ενθουσιασμού του Cave για τη «γλώσσα της βίας» και επέτρεψε για περαιτέρω τολμηρό πειραματισμό στο μουσικό στιλ. Οι συνεργασίες με την Kylie Minogue και την P.J Harvey στα “Where The Wild Roses Grow” και “Henry Lee” αντίστοιχα, οδήγησαν σε επιτυχίες στα mainstream chart και στη μεγαλύτερη μέχρι τότε προβολή των Bad Seeds. Το album αυτό παρουσίασε δύο ακόμα μέλη των Bad Seeds: ο Warren Ellis πρόσθεσε ένα δονούμενο βιολί και ο Jim Sclavunos τα ατμοσφαιρικά κρουστά.
Στο μεταξύ ο Cave, ο Harvey και ο Bargeld συνέχισαν τους κινηματογραφικούς τους δεσμούς με τον John Hillcoat γράφοντας μουσική για τη δεύτερη ταινία του “To Have And To Hold” του ΄96. Παράλληλα εκδόθηκε και η δεύτερη ανθολογία στίχων και εργασιών του Cave, το “King Ink II”. Ο Nick Cave προτάθηκε για «καλύτερος άνδρας καλλιτέχνης» στα μουσικά βραβεία του Mtv την ίδια χρονιά. Εκείνος αρνήθηκε την τιμή, λέγοντας ότι δεν θα ήθελε να ανταγωνίζεται άλλους ανθρώπους σε οτιδήποτε αφορά την τέχνη.
Το δέκατο album, “The Boatman’s Call”, κυκλοφόρησε το Μάρτιο του ΄97. Αυτή θεωρείται ίσως η πιο προσωπική δουλειά του Cave, με όμορφη απλότητα στη μουσική και μαγική ατμόσφαιρα και με τον τραγουδιστή να εξερευνά θέματα, όπως αγάπη, πίστη και απώλεια. Το “The Best Of Nick Cave And The Bad Seeds” κυκλοφόρησε το ΄98, όπως επίσης και ένα video με διάφορα τραγούδια. Κατά τη διάρκεια του ΄99 ο Cave εμφανιζόταν χωρίς τους Bad Seeds, κυρίως με τον Warren Ellis και μερικές φορές με τους Dirty Three. To “And The Ass Saw The Angel-Readings and Music” επανακυκλοφόρησε. Στο μεταξύ ο Cave παντρεύτηκε την Susie Bick.
Ύστερα από μακροχρόνια αναμονή, ο Nick Cave and The Bad Seeds κυκλοφόρησαν το 2002 το μεγαλοπρεπές “No More Shall We part” και το 2003 το “Nocturama”, ένα album που ηχογραφήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα, ένα album ελεύθερο από αναστολές, μια δυνατή πνοή αδάμαστου ομαδικού πνεύματος, ο ήχος οκτώ μουσικών που χαλάρωσαν και απλά το διασκέδασαν.
Ο Nick Cave και οι The Bad Seeds επιστρέφουν φέτος με το διπλό album “Abattoir Blues” και “The Lyre Of Orpheus”. Κατά τη διάρκεια που έγραφαν το album στο studio, το γκρουπ πειραματίστηκε με ένα ευρύ φάσμα υλικού, progressive rock, heavy metal, blues, country. Η όλη διαδικασία έγινε με ένα παιχνιδιάρικο, χιουμοριστικό και απελευθερωτικό τρόπο και ταίριαξε άνετα με το γνώριμο ήχο των Bad Seeds. Ένα καλό παράδειγμα της παιχνιδιάρικης αυτής ατμόσφαιρας είναι το πρώτο single “Nature Boy”, ένα ευχάριστο ποπ κομμάτι σχετικά με το πώς η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Όπως λέει και ο ίδιος ο Cave “είναι ένα μεταδοτικό, sexy κομμάτι αληθινής ποπ και νιώσαμε πραγματικά καλά κάνοντας κάτι τέτοιο”.
Και εμείς κ. Cave θα νιώσουμε πολύ καλά μόλις σας ξαναδούμε πάνω στη σκηνή να μάς ρωτάτε “Do you love me?” ...YES WE DO!
Δελτίο Τύπου