Steven Wilson

Insurgentes

Headphone Dust (2008)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 26/12/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Πριν από περίπου 20 χρόνια, ένας νεαρός τότε Steven Wilson αποφάσιζε να κυκλοφορήσει το δικό του υλικό, όπως το συνέθεσε αλλά και ηχογράφησε ο ίδιος. Παρά την αυστηρά μοναχική διαδικασία που ακολούθησε για την δημιουργία του δίσκου, εμπνεύστηκε μία φανταστική μπάντα, την οποία ονόμασε Porcupine Tree και πίσω της κρύφτηκε για μερικά χρόνια. Η πορεία της, βγαλμένη από τα καλύτερα μουσικά όνειρα, έμελλε να επιφυλάσσει τη γιγάντωσή της και την καθιέρωση της, ως κανονική μπάντα πλέον, με την προσθήκη μόνιμων μελών. Στην αλλαγή του 2008 προς 2009, ο ίδιος μουσικός ορμώμενος από τις ίδιες (;) εκείνες ανάγκες αποφασίζει να κυκλοφορήσει τον πρώτο του «επίσημα» προσωπικό δίσκο.

Για έναν άνθρωπο απασχολημένο με τόσα πολλά projects (Porcupine Tree, No-Man, Blackfield, Bass Communion), η πρώτη απορία που προκύπτει πριν ακούσει κανείς το cd είναι αν όντως υπήρχε αναγκαιότητα να ηχογραφηθεί ο νέος δίσκος υπό το όνομά του, ή αν «χώραγε» σε κάποιο από τα προαναφερθέντα συγκροτήματα. Η απάντηση δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη, αλλά θα λέγαμε πως με την πορεία που έχει πάρει το μουσικό ύφος του «Σkαντζοχoιρόδεντρου» τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η ψυχεδέλεια και το progressive κυριαρχούν εδώ του πιο μεταλλικού στοιχείου και σημαίνουν μία επιστροφή στις πρότερες ημέρες των Porcupine Tree, αλλά με έμφαση στην τραγουδοποιία. Αντίθετα, αν κάναμε την ίδια συζήτηση πριν την κυκλοφορία του “Signify”, για παράδειγμα, θα μπορούσαμε εύκολα να μιλάμε για την εξέλιξη στη μουσική του συγκροτήματος.

Φυσικά, τα γνώριμα χαρακτηριστικά του Wilson είναι πανταχού παρόντα. Η οικεία φωνή, ο ήχος της κιθάρας του, τα ξεσπάσματα εν μέσω γαλήνης στις συνθέσεις του και η περίφημη (ή περιβόητη;) σκοτεινή μελαγχολία, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια παρεξήγησης. Επιπλέον, τα σύγχρονα ηχοτοπία που εξερευνεί στους τελευταίους δίσκους του, αφήνουν και στο “Insurgentes” το στίγμα τους, ενσωματώνοντας λίγο ως πολύ όλα τα στοιχεία των διαφορετικών πλευρών που ανέπτυξε στις παράλληλες ενασχολήσεις του. Αυτό εξάλλου δεν όφειλε να κάνει από τη στιγμή που κυκλοφορεί μία δισκογραφική δουλειά υπό το όνομά του; Μία σύνθεση δηλαδή της προσωπικότητάς του που είχε διασπαστεί για να διαμοιραστεί στα μουσικά του τέκνα – μία ανασύνθεση εν είδη παζλ του χαρακτήρα του. Παρά τη λογική αντίφαση μετά από τόσα χρόνια καριέρας, ίσως τελικά αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσει κάποιος τον Steven Wilson και το πραγματικό, ολοκληρωμένο, μουσικό του «είναι» τη δεδομένη, έστω, στιγμή.

Και αν από τα παραπάνω προκύπτει σα δεδομένο ότι ο εν λόγω δίσκος δε θα μπορούσε παρά να είναι ποιοτικός, η ερώτηση που απομένει να απαντηθεί είναι αν υπάρχουν οι κλασσικές στιγμές που θα τον εξυψώσουν. Τα “Harmony Korine”, “Salvaging”, “Venemo Para Las Hadas”, “No Twilight Within The Courts Of The Sun” και “Insurgentes”, ξεχωρίζουν, αλλά είναι η συνολική εντύπωση που δίνει διαχρονική αξία (και) σε αυτή τη δουλειά του Wilson που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όποτε κυκλοφορεί δίσκο καταφέρνει να τον βλέπει στα καλύτερα της χρονιάς.

Υ.Γ. Οι πρώτες εκδόσεις που κυκλοφορούν από την ιστοσελίδα του Wilson περιλαμβάνουν και ένα δεύτερο cd με πέντε bonus κομμάτια από την ίδια περίοδο ηχογραφήσεων, που τελικά δεν συμπεριλήφθηκαν στην κανονική διάρκεια του άλμπουμ.

  • SHARE
  • TWEET