Lord Vigo

Blackborne Souls

No Remorse (2017)
Από τον Σπύρο Κούκα, 21/02/2017
Η doom εποποιία βρήκε τους απρόσιτους νέους συνεχιστές της
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η διαιώνιση του επικού doom με τον καιρό έχει γίνει υπόθεση για λίγους κι εκλεκτούς, με τη σοδειά των κυκλοφοριών του είδους να μειώνεται σταθερά χρόνο με τον χρόνο. Έχοντας πάντα κατά νου πως το ιδίωμα βιώνει τον καλλιτεχνικό παροπλισμό και την πολύχρονη σιγή των, κατά γενική ομολογία, ηγετικών σχημάτων του (βλέπε Candlemass και Solitude Aeturnus), τα ηχητικά «παραστρατήματα» των ανερχόμενων δυνάμεων του (While Heaven Wept) και τους αργόσυρτους, αβέβαιους ρυθμούς δράσης των αφανών του ηρώων (Solstice), αναλαμπές όπως η πρόσφατη θριαμβευτική επιστροφή των Sorcerer και η δημιουργία ετούτων εδώ των Γερμανών κρατούν τη σημαία του είδους ακόμη όρθια.

Πίσω στο 2015, η κυκλοφορία του "Under Carpathian Sun" EP (το λες και full length πάντως, με διάρκεια που οριακά ξεπερνά τη μισή ώρα) μας συνέστησε το γερμανικό power trio, παρουσιάζοντας ένα χαοτικό δείγμα επικού doom, με έντονες τις αναθυμιάσεις της cult/horror αισθητικής των ανάλογων ταινιών των '60s/'70s. Πλέον, δύο χρόνια μετά, η επιστροφή των Lord Vigo κρίνεται τουλάχιστον εντυπωσιακή, με το "Blackborne Souls" να τους παρουσιάζει σαφώς πιο εστιασμένους και βελτιωμένους σε κάθε σχεδόν τομέα.

Ψάχνοντας για ένα βασικό σημείο αναφοράς της μουσικής του νέου δίσκου, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε σαν μια σύζευξη των προαναφερθέντων Candlemass με τους Cathedral, αν και η εδώ συνθετική οπτική κρίνεται αρκετά πιο πρωτόλεια και απλουστευμένη απ' ό,τι συναντάμε στους δύο αυτούς κολοσσούς, ίσως πιο κοντά σε νοοτροπία με εκείνη των αξέχαστων Reverend Bizarre.

Πάντως, η ισορροπία μεταξύ του βασικού doom metal ήχου και των επικών ξεσπασμάτων που εμφανίζουν καίρια δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο αποτέλεσμα, έστω κι αν οι πρώτες ακροάσεις το παρουσιάζουν αρκετά πιο μονόπλευρο απ' ό,τι είναι στα αλήθεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επ' αυτού, η ουσιώδης χρήση των πλήκτρων, τα οποία, συγχρόνως με τα υπάρχοντα samples, ενισχύουν τη horror ατμόσφαιρα που καραδοκεί υφέρπουσα καθόλη τη διάρκεια του άλμπουμ.

Όσον αφορά τώρα τις συνθέσεις, σίγουρα μπορούμε να μιλήσουμε για τουλάχιστον τρεις ηγεμονικές στιγμές κατά τη διάρκεια της ροής του δίσκου, δίχως οι υπόλοιπες να υστερούν ιδιαίτερα ποιοτικά. Έτσι, το κατά τα άλλα αργόσυρτο "Great City In The Sky" εντείνεται χάρη στη συνύπαρξη των κιθαριστικών lead με τη σπαρακτική ερμηνεία του Vinz Clortho (ή κατά κόσμον Patrick Palm), ενώ το καταληκτικό "Eternal Saviour" ανεβάζει τις ταχύτητες, σφραγίζοντας ιδανικά το τέλος ενός σπουδαίου δημιουργήματος.

Στο "When The Bloodlust Draws On Me" η έντονη χρήση των παλιακών πλήκτρων αφήνει μια κάποια '70s επίγευση, αν και περισσότερο μου έφερε στο μυαλό τη Rob Lowe περίοδο των Candlemass, όντας και η πιο εύκολα προσβάσιμη σύνθεση του άλμπουμ. Στον αντίποδα, το "For Being Unknown", παρά το φανταστικό main riff του, είναι αρκετά δύσκολο, κυρίως λόγω της «τσακισμένης» ερμηνείας του Palm και, συνολικά, η λιγότερο καλή στιγμή του "Blackborne Souls".

Κορυφαίο όλων, ωστόσο, στέκεται το ομότιτλο κομμάτι, μια αποκαλυπτική σύνθεση σχεδόν εννέα λεπτών, η οποία αποτελεί και την επιτομή των συνθετικών δυνατοτήτων του σχήματος. Μεγαλοπρεπές ως είναι, η επικολυρική του κλιμάκωση το οδηγεί σε μια ελεγειακή κορύφωση κατά το δεύτερο σκέλος του, δείχνοντας το μονοπάτι το οποίο οφείλει να ακολουθήσει η μπάντα, ώστε να φτάσει στην καλλιτεχνική της εδραίωση.

Σε τελική ανάλυση, το "Blackborne Souls" εκπληρώνει ουσιωδώς και τις δύο εκφάνσεις του επικού doom ήχου, αποτελώντας ένα δυστοπικό, απόκοσμο πόνημα που σε προκαλεί να το οικειοποιηθείς. Μαζί, λοιπόν, με την ιδιαιτερότητα και την εν γένει μοναδικότητα του είδους που εκπροσωπεί, μοιάζει προορισμένο να ξεχωρίσει του underground χώρου που συνειδητά κινείται, χαράσσοντας το μοναχικό μονοπάτι των Lord Vigo στα εδάφη της θρηνητικής εποποιίας του σήμερα.

Το ακούτε εδώ.

  • SHARE
  • TWEET