The Lovecraft Sextet @ Piraeus Club Academy, 02/05/25
Βουτιά στους μύθους των μεγάλων Παλαιών με darkjazz μουσική υπόκρουση, όσο τα καταφέραμε
Κάθε ευκαιρία για μια ζωντανή συνάντηση με οποιοδήποτε από τα μουσικά οχήματα του Jason Köhnen, γνωστού και με το ψευδώνυμο Bong-Ra, πρέπει να εξετάζεται σοβαρά από τους λάτρεις της σκοτεινής μουσικής ως μια συνεύρεση που δεν πρέπει για κανένα λόγο να χάσει. Από τους The Kilimanjaro Darkjazz Ensemble και τα αδέρφια τους The Mount Fuji Doomjazz Corporation μέχρι το metal υπόστρωμα των Celestial Season, τα αναρίθμητα projects του Köhnen έχουν όλα κάτι μοναδικό να προσφέρουν. Όπως άλλωστε μας μοιράστηκε και ο ίδιος, το μέσο έκφρασης της μουσικής δεν δύναται να είναι πάντα το ίδιο. Απομονώνοντας λοιπόν κάθε μουσική του προσέγγιση σε ένα διαφορετικό μουσικό σχήμα, ο Jason Köhnen προσφάτως δημιούργησε και τους The Lovecraft Sextet, αφιερωμένους σε ήχους που προσεταιρίζουν τη μεταφυσική και το παγερό αίσθημα του άγνωστου τρόμου, κατά τις γραφές του αιώνιου H. P. Lovecaft από όπου φυσικά και αντλούν το όνομά τους.
Η έλευση λοιπόν τη συγκεκριμένης, νέας δυναμικής των The Lovecraft Sextet μόνο χαρά ήταν ικανή να προσφέρει στους απανταχού μουσικόφιλους. Με αυτή τη χαρά πορευτήκαμε για μήνες, μέχρι και λίγες ώρες πριν τη διεξαγωγή της συναυλίας όπου ομολογουμένως νιώθω την ανάγκη να σταθώ σε κάποια σημεία που δεν συσχετίζονται με τη μουσική πλευρά της βραδιάς. Κάποια από αυτά συνέβησαν νωρίτερα αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής, θα τα παραθέσω συνολικά όμως για να μη διακόψω τη ροή της ζωντανής μουσικής εμπειρίας.
Αρχικά η απουσία προγράμματος εμφάνισης του συγκροτήματος έφερε μερικές πρακτικές δυσκολίες στην οργάνωση του καθενός να παρευρεθεί. Ανακοίνωση τελικά υπήρξε μία ώρα πριν από την έναρξη της συναυλίας, χρόνος που όμως καθημερινή δεν είναι πιθανόν αρκετός, ειδικά για άτομα που διαμένουν μακριά από το συναυλιακό χώρο να προετοιμαστούν και να παρευρεθούν τη σωστή ώρα στο χώρο. Έπειτα, υπήρξε αναντιστοιχία των διαθέσιμων εισιτηρίων προς τη διαμόρφωση του χώρου. Μεγάλες αποκλίσεις στο αντίτιμο δεν υπήρχαν, ωστόσο δεν υπήρχαν θέσεις καθήμενων αντίστοιχες με αυτές που κάποιος θα περίμενε σε συνάρτηση με αυτές που προσφέρονταν, στον κάτω χώρο του Piraeus Academy αυτές τουλάχιστον δεν φαινόντουσαν πουθενά. Τέλος, η απουσία εναρκτήριου σχήματος αφαίρεσε αρκετά από τη συνολική εμπειρία. Συχνά ακούμε πως το κοινό δεν αναζητά τα support σχήματα, όμως σε μια βραδιά που η εμφάνιση του κυρίως καλλιτέχνη αναμένεται να είναι σύντομη όπως θα δούμε, υπάρχει η αίσθηση πως κάτι απουσιάζει, ή πως η διάρκεια δεν είναι ανάλογη αυτού που προσφέρθηκε. Να μην παρεξηγηθώ, είμαι θιασώτρια των μικρών ζωντανών set ειδικά σε μουσικά ιδιώματα που μεγαλύτερη διάρκεια θα ήταν απαγορευτική για τη σωματική υγεία των ερμηνευτών, ωστόσο κάποιες φορές οι συναυλίες κινδυνεύουν να αφήσουν την αίσθηση πως ήταν κάπως άδειες.
Τούτων λεχθέντων, η τριάδα που αποτελεί τη ζωντανή εκδοχή των The Lovecraft Sextet αυτή τη στιγμή ανέβηκε στη σκηνή λίγο μετά τις εννιά. Παρά την προσέλευση του κόσμου που διατηρήθηκε σε χαμηλό επίπεδο, απολαύσαμε μια παράσταση αντάξια της κληρονομιάς που φέρει το όνομα των The Lovecraft Sextet. Ο Köhnen πίσω από τον επιβλητικό εξοπλισμό του από πλήκτρα, μηχανήματα, μικρόφωνα και εφέ που χρησιμοποιεί με μαεστρία ώστε να αποδώσει το χαρακτήρα του απόκοσμου, πλαισιωμένος από τους Colin Webster στο σαξόφωνο και τον Balazs Pandi στα κρουστά, μας απήγγειλαν ιστορίες από τα βάθη της αβύσσου με νότες παρά με λόγια.
Ο Jason Köhnen, παρέμεινε μυστηριώδης καθ’ όλη τη διάρκεια, με ελάχιστες παρεμβάσεις στο μικρόφωνο. Ιδιαίτερα, οι ήχοι των αγαπημένων “The Horror Cosmic” και “Miserere” – συνδυασμoί dark jazz, doom ambient και κινηματογραφικού σκορ – πλημμύρισαν το χώρο, καθιστώντας τη σιωπή του Köhnen ακόμα πιο ηχηρή. Ήχοι που θα μπορούσαν να αποτελούν μια βύθιση στο άγνωστο, στο υπερφυσικό, στο υποσυνείδητο. Τα φώτα συνόδευαν με απόλυτη μαεστρία την όλη εμπειρία προσφέροντας μια οπτικοακουστική αφήγηση – άλλοτε θρηνητική, άλλοτε αποκαλυπτική – παρατήρηση που με έκανε να ζηλέψω λίγο τον Μιχάλη που κρατούσε την κάμερα.
Ιδιαίτερης σημασίας χρίζει και η αναφορά στον τρόπο που ο Köhnen επιλέγει τους συνεργάτες του στο εκάστοτε προσωπικό του εγχείρημα. Η χημεία που μοιράζονται επί σκηνής με τους Webster και Pandi, κουβαλά τον δικό της εξωπραγματικό χαρακτήρα που εναρμονίζεται πλήρως με την εξωκοσμική εμπειρία των The Lovecraft Sextet. Κερασάκι στην τούρτα ο εξαιρετικός ήχος που σαν πλοκάμι κάποιου ανθρώπινα απερίγραπτου πλάσματος απλωνόταν στο χώρο και γαργαλούσε τα αυτιά μας. Το μόνο που μας πίκρανε λίγο όπως άφησα να εννοηθεί και προηγουμένως, ήταν η μικρή διάρκεια του συνολικού σετ που δεν ξεπέρασε τη μία ώρα.
Το κοινό θα μπορούσε να βγει από τον χώρο με βλέμμα αλλοιωμένο. Ίσως όχι πιο φωτεινό, αλλά σίγουρα πιο πλούσιο. Ήταν σαν να είχαν όλοι δει κάτι που δεν θα έπρεπε να έχει δειχτεί, και όμως – ευγνωμονούσαν που το έζησαν. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω τουλάχιστον από την προσωπική μου εμπειρία, πως η μικρή διάρκεια, η απουσία εναρκτήριου σχήματος και το άγχος να φτάσουμε εγκαίρως, αφαίρεσε από τη συνολική εμπειρία μιας που δεν υπήρξε ο απαραίτητος χρόνος ώστε κάποιος να αφεθεί, να βυθιστεί στα παγερά βάθη του κοσμικού τρόμου που πρσεβεύουν οι The Lovecraft Sextet και να ξεχαστεί για λίγο από την παραδόξως, ακόμη πιο τρομακτική καθημερινότητα. Με την πλάστιγγα όμως να γέρνει στη θετική μεριά λόγω της πολύ όμορφης μουσικής εμπειρίας, ανυπομονούμε για άλλες τέτοιες εμφανίσεις στο μέλλον που αν στηθούν κιόλας ιδανικά, μάλλον θα μας μείνουν αξέχαστες για όλους τους σωστούς λόγους.
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής