Gus G

Fearless

AFM (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 10/04/2018
Ακολουθεί την πεπατημένη που ορίζει το συνεχιζόμενο φλερτ του Gus G με το hard & heavy της άλλης πλευράς του Ατλαντικού
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Φτάσαμε αισίως στην τρίτη προσωπική δισκογραφική προσπάθεια του Gus G (ή τέταρτη, αν συνυπολογίσουμε το "Guitar Master" του 2001), η οποία έρχεται τρία χρόνια έπειτα από το "Brand New Revolution" και μόλις ένα από τον τελευταίο Firewind δίσκο, το πολύ καλό "Immortals". Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς, πως αυτή η περίοδος στην καριέρα του Θεσσαλονικιού κιθαρίστα μπορεί να κριθεί ως εξαιρετικά παραγωγική, με τη φήμη που πλέον τον συνοδεύει και τις αδιαπραγμάτευτες ικανότητες του να τον χρίζουν ως έναν περιζήτητο καλλιτέχνη και performer στο heavy metal χώρο.

Υπό αυτό το πρίσμα, δεν θα πρέπει να μας προξενεί εντύπωση η νέα ομάδα συνεργατών του για το νέο προσωπικό του άλμπουμ, με τον Dennis Ward (Unisonic, Pink Cream 69) να αναλαμβάνει το σημαντικό ρόλο του τραγουδιστή του project (συν, προφανώς, τα μέρη του μπάσου) και τον Will Hunt των Evanescence (ο οποίος, για ένα φεγγάρι είχε αντικαταστήσει τον Tommy Lee στους Motley Crue, το 2006, μεταξύ πολλών ακόμη συνεργασιών του) στα τύμπανα να συμπληρώνει ένα ανταγωνιστικότατο line-up, τουλάχιστον για τη hard & heavy κατεύθυνση που έχει κι αυτή η προσωπική δουλειά του Gus G.

Στον καθαρά μουσικό τομέα, το "Fearless" δεν αποκλίνει ιδιαίτερα από τα όσα είχε παρουσιάσει ο Gus G και στα "I Am The Fire" και "Brand New Revolution", ακολουθώντας την πεπατημένη που ορίζει το φλερτ του δημιουργού του με το hard & heavy της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, με την πάντα εντυπωσιακή κιθαριστική του δουλειά να πρωτοστατεί. Σημαντικό μερίδιο στο τελικό αποτέλεσμα αναμενόμενα διαδραματίζει ο Dennis Ward, ο οποίος, αναλαμβάνοντας την μεγάλη ευθύνη των φωνητικών μερών του δίσκου δεν θα λέγαμε πως κάνει άσχημη δουλειά, κάθε άλλο, αλλά όσο σωστές και στρωτές κι αν είναι οι ερμηνείες του, η περιορισμένων δυνατοτήτων φωνή του δεν προσθέτει το κάτι παραπάνω που απαιτείται σε ένα song-oriented άλμπουμ. Πάντως, η συμβολή του θεωρώ πως δεν περιορίστηκε μονάχα στο εκτελεστικό/ερμηνευτικό κομμάτι, αλλά και σε συμβουλευτικό/ καθοδηγητικό επίπεδο, λόγω και της στενής καλλιτεχνικής σχέσης που έχει αναπτύξει με τον Gus G έπειτα κι από την συμβολή του στην παραγωγή του "Immortals".

Έτσι, ο δίσκος ξεκινάει δυναμικά με τα (ήδη γνωστά) "Letting Go" και "Mr. Manson", δύο συνθέσεις που το συνολικό τους ύφος (και οι συνειρμοί που προσφέρει η ένρινη χροιά του Ward) άνετα θα τις συμπεριελάμβανε σε κάποια εναλλακτική έκδοση του "Scream" άλμπουμ του Ozzy Osbourne. Το "Don’t Tread On Me" που ακολουθεί, εύκολα θα έβρισκε μια θέση στο "Few Against Many", αποτελώντας μάλιστα από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του άλμπουμ, ενώ στο ομώνυμο instrumental κομμάτι ο Gus δίνει ρέστα, φέρνοντας στην επιφάνεια τις George Lynch αλλά και Marty Friedman επιρροές του. Το "Nothing To Say" είναι ένα ευχάριστο μπαλαντοειδές διάλλειμα από το εντυπωσιακό βιρτουοζιτέ που προηγήθηκε, αλλά προσωπικά το κατατάσσω, μαζί με το "Big City", ανάμεσα στις συνθέσεις που μου έμειναν λιγότερο στη συνολική ακρόαση του δίσκου, εν αντιθέσει με το "Chances" που έχει ένα ελκυστικό catchiness και μια in your face προσβασιμότητα που λείπει από τα δύο προαναφερθέντα κομμάτια.

Αξιοπρόσεκτη είναι και η διασκευή στο κλασσικό "Money For Nothing" των Dire Straits, αρκετά κοντά στο πρωτότυπο αλλά συγχρόνως πολύ πιο heavy, αν και σίγουρα ο Gus G έχει παρουσιάσει πολύ καλύτερες διασκευές κατά το παρελθόν (βλέπε "Maniac" και "Περασμένες Μου Αγάπες" για παράδειγμα), με το έτερο instrumental "Thrill Of The Chase" να μας βάζει σε σκέψεις για το πόσο απολαυστικό θα ήταν ένα ανάλογο άλμπουμ γεμάτο από αχαλίνωτο shredding σε αυτό το ύφος. Στο κλείσιμο, δε, του δίσκου, το "Last Of My Kind" πιθανότατα αδικείται από τη θέση του καταληκτικού κομματιού, αφού οι Def Leppard on steroids δυναμικές του δεν αναδεικνύονται στον βαθμό που θα τους έπρεπε.

Σίγουρα, σε καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Gus G υπάρχουν κάποιες δεδομένες σταθερές ποιότητας που επιτυγχάνονται σε κάθε τους κυκλοφορία, οπότε η ακρόαση του "Fearless" δύσκολα θα απογοητεύσει τόσο τον περιστασιακό hard & heavy ακροατή, όσο κι εκείνους που έχουν άποψη για την υπόλοιπη καριέρα του Θεσσαλονικιού κιθαρίστα. Παρόλα αυτά, και με το τρίτο ολοκληρωμένο solo δείγμα που μας προσφέρει να μην αποκλίνει ιδιαίτερα, ούτε ποιοτικά μα ούτε και υφολογικά από τις προηγούμενες solo προσπάθειες του, προσωπικά θα ήθελα να τον δω στο άμεσο μέλλον να επιχειρεί κάτι διαφορετικό, είτε αυτό θα ήταν μια old school στροφή σε ένα πλήρως instrumental κιθαριστικό άλμπουμ, είτε κάτι απροσδόκητο, ανανεωτικό και διαφοροποιημένο από το εδραιωμένο ύφος που έχει ακολουθήσει ως τώρα στους προσωπικούς του δίσκους.

  • SHARE
  • TWEET