Black Foxxes

Reidi

Spinefarm (2018)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 16/03/2018
Ας περιμένουν τα charts
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν με ρωτούσε κάποιος ποιες θεωρώ τις πιο υποσχόμενες μπάντες από τον ευρύτερο χώρο της σημερινής rock σκηνής, οι Black Foxxes θα βρίσκονταν πολύ ψηλά στην άτυπη λίστα μου. Δεν είναι ότι κάνουν κάτι το αυστηρά καινοτόμο, ούτε ότι έχουν απαραίτητα αυτό το κάτι που θα τραβήξει με τη μία το ευρύ, απαίδευτο στον σκληρό ήχο κοινό· από την άλλη, το μπέρδεμα στο οποίο στηρίζεται το ύφος τους ακούγεται εντυπωσιακά φρέσκο κι έχουν ήδη μπόλικα κομμάτια που θα είχαν κάθε λόγο να παίζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ραδιόφωνα. Μιλώ με γρίφους, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.

Όσοι έχουν ακούσει το ντεμπούτο της τριάδας από το Exeter θα καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που προσπαθώ να πω. Οι υπόλοιποι να ξέρετε ότι έχετε χάσει έναν απ' τους ομορφότερους alternative δίσκους των τελευταίων ετών. Το "I'm Not Well" μπορεί να μην συνοδεύτηκε από όση φασαρία μπορούσε/άξιζε, αλλά σίγουρα έβαλε το σχήμα στο δισκογραφικό χάρτη με τουλάχιστον ικανοποιητικό τρόπο. Πώς να πεις το αντίθετο για μια δουλειά που έδωσε τέσσερα singles, με video clips που έχουν προβληθεί κάμποσες χιλιάδες φορές κι ένα εξ αυτών βρέθηκε στα top 10 των viral charts του Spotify.

Στη δεύτερη δουλειά του, το συγκρότημα κάνει ένα μετρημένο βήμα μπροστά ως προς τον ήχο, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα ή προσπάθεια ανοίγματος στο mainstream. Οι αναφορές στη δεκαετία του '90 παραμένουν σε εμφανή θέση, με τα post-punk χρώματα και τα grunge ξεσπάσματα να ξεχωρίζουν, αλλά αυτή τη φορά η ισορροπία με τα πιο σύγχρονα στοιχεία μοιάζει να κλίνει προς τα δεύτερα συχνότερα απ' ότι στο παρελθόν. Αν σε αυτό προστεθούν και μερικές σχεδόν indie-pop πινελιές, το αποτέλεσμα ακούγεται τόσο διαφοροποιημένο όσο χρειάζεται για να καθίστανται ανούσιες οι όποιες συγκρίσεις.

Η εισαγωγή με το "Breathe" είναι έξυπνα διαλεγμένη, καθώς το πρώτο μισό του κομματιού, πριν τα έγχορδα, μοιάζει βγαλμένο από το ντεμπούτο. Το "Manic In Me" που κλείνει το μάτι στους προφανείς Ουαλούς και το υπέρ-κολλητικό "Sæla", αναμενόμενα επιλέχθηκαν ως singles δεδομένων των πειραματισμών σε πιο ανάλαφρες δομές, ενώ το αψεγάδιαστο πρώτο μισό ολοκληρώνεται με τα "The Big Wild" και "Oh, It Had To Be You", όπου οι φορτισμένες ερμηνείες του Mark Holley κάνουν τη διαφορά. Όχι ότι η συνέχεια υπολείπεται κάπου, αφού περιέχει δύο από τα πιο ξεχωριστά κομμάτια της μέχρι τώρα πορείας της μπάντας (βλ. "JOY", "Flowers").

Σύμφωνα με τον μπροστάρη και βασικό συνθέτη του σχήματος, το "Reiði" είναι σημαντικά επηρεασμένο από την αγαπημένη Ισλανδία και οι έννοιες γύρω στις οποίες χτίστηκε είναι το φώς και το σκοτάδι, η χαρά και η οργή. Όσο αφηρημένα κι αν μοιάζουν τα παραπάνω, από τις πρώτες ακροάσεις του δίσκου είναι εμφανείς τόσο οι ταξιδιάρικες ατμόσφαιρες, όσο και οι αντιθέσεις που περιλαμβάνει. Σε αυτό συμβάλλουν τα μέγιστα οι προσεγμένοι στίχοι και η εξαιρετική παραγωγή, αν  και τα πάντα εδώ μέσα είναι τόσο καλά ταιριασμένα που οποιαδήποτε απόπειρα αποδόμησης του συνόλου χάνει το νόημά της.

  • SHARE
  • TWEET