Yard Act

The Overload

Island (2022)
Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 08/02/2022
Το Ηνωμένο Βασίλειο απέκτησε νέους πρίγκιπες, ικανούς να καθίσουν μια μέρα στο θρόνο!
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θεωρώ δεδομένο πως το σημερινό post-punk revival που βιώνουμε είναι αρκετά πιο ενδιαφέρον από εκείνο των '00s. Και με αυτή την πρόταση δεν θέλω σε καμία περίπτωση να μειώσω τη σκηνή που ξεφύτρωσε πριν κοντά 20 χρόνια (άουτς!) αλλά, περισσότερο, να αναδείξω την αξία των σημερινών καλλιτεχνών. Βλέπετε, εκεί που τα συγκροτήματα των ‘00s, όταν έλεγαν post-punk, αυτό που κυρίως εννοούσαν οι περισσότεροι ήταν Joy Division, για τις σημερινές μπάντες, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά αφού στον ήχο τους μπορούμε να ακούσουμε επιρροές από τους Talking Heads, από τις Slits, από τους Gang Of Four, και, φυσικά, από τους The Fall. Και είναι πραγματικά κρίμα που ο θάνατος του γιγάντιου Mark E. Smith, σε ηλικία μόλις 60 ετών, το 2018, συνέπεσε με την έκρηξη της σκηνής με αποτέλεσμα να μην προλάβει να δει μια ολόκληρη νέα γενιά δημιουργών να αναγνωρίζει τη συμβολή του και να εμπνέεται από το πλούσιο έργο του.

Επειδή όμως όποιος μιλάει για τα παλιά είναι παλιάνθρωπος (κακό χιούμορ, με συγχωρείτε αλλά δεν το παίρνω πίσω), πάμε να δούμε το νέο "next best thing" που μας έρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Yard Act είναι από το Leeds και, παρόλο που δημιουργήθηκαν το 2019, μετράνε αρκετά χρόνια στις πλάτες τους καθώς ο Ryan Needham, μπασίστας του συγκροτήματος, συμμετείχε στους Menace Beach ενώ ο James Smith, που εκτελεί χρέη τραγουδιστή, συμμετείχε στους Post War Glamour Girls. Μετά τη συνεργασία των δύο συγκροτημάτων για τη δημιουργία ενός split E.P., το 2016, οι δυο τους αποφάσισαν να ξεκινήσουν να παίζουν μουσική παρέα.

Αφού αρχικά στρατολόγησαν τους Sammy Robinson και George Townend των Treeboy & Arc, ξεκίνησαν να γράφουν τα πρώτα τους κομμάτια. Στη συνέχεια, τη θέση του Robinson στην κιθάρα πήρε ο Sam Shjipstone των Hookworms ενώ, στα ντραμς βρέθηκε ο Jay Russell. Και κάπως έτσι μας συστήθηκαν με το "The Trapper's Pelts", ενώ το πρώτο τους E.P με τίτλο "Dark Days" κυκλοφόρησε το 2021, κάνοντας σαφές πως το συγκρότημα, μπορεί να πατούσε στον δρόμο που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια συγκροτήματα όπως οι Idles, οι Sleaford Mods, οι Shame και οι Fontaines D.C., όμως συνδύαζε τις επιρροές του σε έναν δικό του, απολύτως ξεχωριστό ήχο. Συνεπώς, η μπάρα ήταν ήδη ψηλά πριν την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους.

Ευτυχώς, το συγκρότημα ανταποκρίθηκε πλήρως στις προσδοκίες μας παραδίδοντάς μας ένα σχεδόν αψεγάδιαστο άλμπουμ. Αμιγώς πολιτικός, αλλά περισσότερο με μια έντονα σατυρική διάθεση, ο πρώτος δίσκος των Βρετανών αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της post-Brexit βρετανικής σκηνής που, κατά τη γνώμη μου πάντα, στο μέλλον θα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων στιγμών ενός μουσικού κινήματος που φαίνεται να έχει βάλει σκοπό του να κάνει τη rock μουσική ξανά ενδιαφέρουσα. Και σε αυτό το επίτευγμα δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τη συμβολή του Ali Chant, γνωστός για τις συνεργασίες του με καλλιτέχνες όπως οι Algiers, ο Gruff Rhys, ο Perfume Genius και η PJ Harvey, ο οποίος κάθισε στην καρέκλα του παραγωγού και κατάφερε να δώσει στο συγκρότημα έναν ήχο οικείο και, παράλληλα, μοναδικό.

Το ομώνυμο τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο, κι ορθώς επιλέχθηκε ως το πρώτο single, είναι ένα απολύτως catchy κομμάτι που συνδυάζει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά των Yard Act. Χορευτικές μπασογραμμές, ξέφρενα κρουστά, κοφτές κιθάριστικές μελωδίες που φλερτάρουν με τη δυσαρμονία και φωνητικά που παραπέμπουν σε spoken words ερμηνείες. Όλα αυτά βέβαια ίσως να μην ήταν αρκετά αν δεν κατέληγαν σ’ ένα ρεφρέν, ικανό να σου κολλήσει στο μυαλό για μέρες. Και αυτή είναι η συνταγή που ακολουθεί το συγκρότημα στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου.

Το groove, που μου έφερε πολλές φορές στο μυαλό τους Parquet Courts του "Wide Awake!", είναι συνεχές σε όλο το "The Overload" με το μπάσο να έχει σαφέστατα πρωταγωνιστικό ρόλο ενώ οι κιθάρες, χωρίς να μπαίνουν απαραίτητα σε δεύτερη μοίρα, ακολουθούν διακριτικά δημιουργώντας, παρέα με τα διάσπαρτα εφέ, τις απαραίτητες ατμόσφαιρες. Νομίζω όμως πως τον πρώτο και βασικό λόγο για αυτό που τελικά φτάνει στα αυτιά μας, τον έχει ο James Smith, ο οποίος, πέρα από τους στίχους υπογράφει και το 50% των συνθέσεων. Πετυχαίνοντας να ακούγεται σαν ένα μείγμα του John Cooper Clarke, του Mike Skinner, του Mark E Smith και του Jarvis Cocker, ο ερμηνευτής πετυχαίνει να απογειώσει το συνολικό αποτέλεσμα ενώ, παράλληλα, στιχουργικά καταφέρνει να πλάσει ιστορίες που έχουν ουσία, βάθος, αλλά και χιούμορ.

Για παράδειγμα, στο "Rich" αποπειράται μια, πετυχημένη κατά τη γνώμη του γράφοντος, εσωτερική ξενάγηση στην ψυχολογία των πλουσίων, στο "Incident" μας ξεναγεί στην κοσμοαντίληψη ενός μεγαλοστελέχους κάποιας εταιρίας που όμως έχει λερωμένη τη φωλιά του, ενώ στο "Dead Horse" ασκεί μια σκληρή κριτική στη γενέτειρά του, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής αλλά και σε επίπεδο κουλτούρας. Κορυφαία στιγμή του αποτελεί όμως το "Tall Poppies", όπου ο Smith μας παρουσιάζει την ιστορία ενός νεαρού που επιλέγει να μείνει στο χωριό του εγκαταλείποντας τα όνειρα του να γίνει ποδοσφαιριστής ώστε να αποκτήσει μια καριέρα στη βιομηχανία του real estate. Μέσα από μια πορεία συμβιβασμών προκειμένου να πάρει δάνειο, να πάρει προαγωγή, να κάνει παιδιά, εγγόνια, να αποκτήσει εξοχικό, κτλ., ο Smith μας μεταφέρει τελικά στην κηδεία του πρωταγωνιστή, ξετυλίγοντας φιλοσοφικά ερωτήματα για την ίδια μας την ύπαρξη και για το πώς επιλέγουμε να πορευτούμε σε αυτή. Και αυτό το κάνει χωρίς να κατακρίνει απαραίτητα όλες αυτές τις επιλογές αλλά με μια συμπάθεια και μια ενσυναίσθηση που σπανίζει σήμερα καθώς οι περισσότεροι συνάδελφοί του προτιμούν να κηρύττουν βεβαιότητες αντί να σπέρνουν την αμφιβολία.

"He wasn’t perfect but he was one of us" τραγουδάει σ’ ένα σημείο ο Smith και κάνει σαφές πως οι επιλογές μας για το πώς θα ζήσουμε, καλές ή κακές, στο τέλος δεν μας καθιστούν απαραίτητα ηθικά ανώτερους ή κατώτερους από όλους τους υπόλοιπους. Ή ακόμη και αν το κάνουν, μάλλον δεν υπάρχει λόγος να περηφανευόμαστε συνέχεια για αυτές γιατί καταλήγουμε να μοιάζουμε σαν τους αναμάρτητους χριστιανούς με τους λίθους, κτλ. Και νομίζω πως αυτή η "live and let live" προσέγγιση, στο τέλος της ημέρας, ίσως να είναι και πιο ουσιαστική απ’ τα σκόρπια τσιτάτα που περνιούνται σήμερα σαν ποιοτική στιχουργική μόνο και μόνο επειδή έχουν «ωραία νοήματα».

Όπως και να έχει, αυτό που θέλω να πω τελικά είναι πως μπορεί αυτόν τον καιρό όλοι να μιλάνε για τον πρώτο δίσκο των Yard Act όμως, στην περίπτωση τους το hype αιτιολογείται απόλυτα από το αποτέλεσμα. Το συγκρότημα από το Leeds πετυχαίνει να συνδυάσει τα καλύτερα στοιχεία της παλιάς και της σύγχρονης γενιάς του post-punk ενώ, συγχρόνως, αντλεί έμπνευση από τους Sleaford Mods, τους HMLTD, τους Gorillaz, τον Beck και το brit-pop των 90s. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως ήδη δηλώνουν θαυμαστές τους ο Cillian Murphy (για την ιστορία, ο James Smith είχε παίξει ως κομπάρσος στη σειρά "Peaky Blinders") και ο Elton John. Να τους ακούσετε λοιπόν τους Yard Act. Και να μην σας αρέσουν πολύ δηλαδή, σίγουρα αξίζουν την προσοχή σας. Δεν γεννιούνται και κάθε μέρα θρύλοι ικανοί να καθίσουν μια μέρα στο μουσικό θρόνο της Γηραιάς Αλβιώνας.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET