Witch Ripper

The Flight After The Fall

Magnetic Eye Records (2023)
Οι Witch Ripper μας δείχνουν τα (μαστο)δόντια τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν χρειάζονται πολλές ακροάσεις του "The Flight After the Fall" πριν σκεφτείς με σμιγμένα φρύδια «αυτό το έχω ξανακούσει κάπου», κι αυτό ίσως δεν είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που μπορεί να ειπωθεί για ένα δίσκο. Ακόμη χειρότερα, αυτή η αίσθηση deja vu επεκτείνεται πέρα από το ηχητικό κομμάτι όταν συνυπολογίσουμε το concept που δένει μεταξύ τους τις μόλις πέντε συνθέσεις, που κυμαίνονται μεταξύ επτά και δέκα επτά λεπτών. Το sci-fi ειδύλλιο με τα ταξίδια στο χρόνο, τον ημίτρελο καθηγητή και την νεκρή σύζυγό, και τις μαύρες τρύπες του, παραπέμπει στις φιλόδοξες ιστορίες που παραδοσιακά αφηγείται η prog, χωρίς όμως να φέρνει κάτι νέο στο τραπέζι. Στην ίδια τους την περιγραφή αναφέρουν το αναμάσημα ως ένα φόρο τιμής στην επιστημονική φαντασία, όμως εν ολίγοις ο πολύς χυλός καταλήγει μάλλον να στερείται φαντασίας.

Όσον αφορά στη μουσική του, βέβαια, το "The Flight After the Fall" είναι σαφώς εντυπωσιακό, αν και παραείναι πρόδηλο ως προς τις επιρροές του. Οι Mastodon του 2009 θα μπορούσαν να είχαν γράψει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν τούτο τον δίσκο έναντι του "Crack The Skye", και να μην άλλαζε τίποτα στον ρου της ιστορίας. Για παράδειγμα, στο "The Obsidian Forge", οι φωνές των δύο κιθαριστών Curtis Parker και Coltan Anderson προσομοιάζουν επικίνδυνα στο ντουέτο Brann Dailor και Troy Sanders, ενώ τα riffs, οι φωνητικές μελωδίες, τα χτισίματα, και ενίοτε και το drumming βασίζονται με υπερβάλλοντα ζήλο στην παρακαταθήκη της τετράδας από την Ατλάντα.

Ανάμεσα σε αυτά, βάλτε και τα συναυλιακά ρεφρέν που, όπως εξάλλου αναφέρουν και στο δελτίο τύπου, φέρνουν λίγο από τις καλύτερες στιγμές των Muse, αλλά και μικροδάνεια από την θεατρικότητα των solo των Queen - το "Enter The Loop" ας πούμε, αφού κάνει κάποιες NWOBHM δισολίες, περίπου ένα λεπτό πριν το τέλος θυμάται το "Bohemian Rhapsody".

Καθώς άκουγα το "The Flight After the Fall" θυμήθηκα εκείνο το παράδοξο, όπου μικρά παιδιά χειρίζονται πολύ καλά τις λιγοστές φράσεις που ακούν στο περιβάλλον τους, και μεγαλώνοντας μπορεί να περάσουν μία περίοδο περισσότερων «γλωσσικών ατασθαλιών». Εξαιτίας ενός μιμητισμού πολύ μεγεθυμένου στις μικρές ηλικίες, αναπαράγουν τις προτάσεις με ελάχιστη απόκλιση, και μόνο μεγαλώνοντας αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερη συνείδηση του τι λένε, αναλύουν περισσότερο τις λέξεις και τους γραμματικούς κανόνες, και έτσι κάνουν τα πρώτα βήματα ώστε να εκφράσουν τις δικές τους σκέψεις, κάνοντας αναπόφευκτα περισσότερα εκφραστικά και συντακτικά λάθη.

Πράγματι, για να αποκωδικοποιήσουμε την παρομοίωση, ο δίσκος μουσικά είναι απίστευτα καλός. Υπάρχουν στιγμές κορύφωσης, δουλεμένα σόλο, καθηλωτικές riffάρες, και ένα τεχνικό παίξιμο που δεν κουράζει ούτε λεπτό. Ακόμη και οι φωνητικές γραμμές φέρουν συναίσθημα, κι οι ιδέες που εμπεριέχονται λειτουργούν άψογα. Τα μακροσκελή κομμάτια περνούν σαν σφηνάκια, και δεν γίνεται παρά να παραδεχτούμε ότι έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στην ατμόσφαιρα, τις ισορροπίες, τους ήχους, και την αναλογική παραγωγή. Είναι κρίμα, όμως, που μπαίνει η σκέψη πως όλο αυτό μπορεί να είναι προϊόν μιμητισμού, και οι Witch Ripper να παραμένουν στην ασφαλή του ζώνη αντί να δοκιμάζουν να εκφράσουν τη δική τους μουσική πρόταση στον κόσμο, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως θα υπήρχαν στραβοπατήματα.

Για να πούμε και την άλλη πλευρά, υπάρχουν και στιγμές που το συγκρότημα λάμπει, χωρίς να κυνηγάει να ακουστεί σαν κάποιο ήδη γνωστό όνομα. Το επικών διαστάσεων "Everlasting in Retrograde Pt. I & II" που κλείνει τον δίσκο γίνεται πραγματικά πανέμορφο από το δέκατο λεπτό κι ύστερα, με ένα σχεδόν ψυχεδελικό τμήμα που εκρήγνυται με το κιθαριστικό σόλο. Είναι ό,τι θα ήθελε το sludge-prog κοινό να ακούσει, με τις ορχηστρικές πινελιές, τα πλήκτρα, και το κρεσέντο να απλώνουν το χώρο τριγύρω σαν να βρισκόμαστε όντως σε ένα διαστρικό ταξίδι. Αυτή είναι η πλευρά που ένα τόσο ταλαντούχο συγκρότημα (περί ταλέντου δεν υπάρχει αμφιβολία) θα έπρεπε να αρχίζει να εξερευνά, να αφομοιώνει τις επιρροές του χωρίς να τις επιδεικνύει ως πειστήριο ποιότητας, και να δοκιμάζει να πετάξει μακριά από τη φωλιά.

Συγκροτήματα όπως οι Anciients, οι Psychonaut, και οι Witch Ripper κάνουν ντόρο κάθε φορά στο κοινό ως «οι νέοι τάδε», και αυτό μπορεί να γυρίζει τα βλέμματα στην αρχή ενός κοινού πάντοτε διψασμένου για έναν νέο δίσκο Opeth, The Ocean, ή Mastodon, όμως δεν μπορεί να κρατήσει πολύ την προσοχή. Οι Rishloo και οι Soen, για παράδειγμα, καθιερώθηκαν όταν άρχισαν να αποκτούν διακριτή παρουσία μακριά από τη σκιά των Tool. Αυτό είναι και το στοίχημα που πρέπει να βάλουν οι Witch Ripper με το επόμενο, τρίτο άλμπουμ τους. Να επιχειρήσουν να πετάξουν με δικά τους φτερά, αλλιώς αντί για πτήση, θα επέλθει πτώση.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET