Varde

Fedraminne

Nordvis (2020)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 16/12/2020
Ένα διαφορετικό νορβηγικό black metal ντεμπούτο, τόσο σε έμπνευση, όσο και σε υλοποίηση
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Επανεξετάζοντας τις αισθητικές ρίζες και προεκτάσεις της νορβηγικής black metal σκηνής των '90s, είναι βέβαιο πως το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντο. Σε αντίθεση με τις ηχητικές επιρροές, οι οποίες ιστορικά μπορούν να οριοθετηθούν και να καταστούν σαφείς, τα κίνητρα και η οπτική των δημιουργών, όχι μεμονωμένα, αλλά ως δυναμικό σύνολο, είναι μάλλον χαοτικά. Ανάμεσα όμως στις διάφορες πτυχές όσων συνιστωσών εν τέλει όρισαν αυτό που είναι, τρόπον τινά, γνωστό ως «πραγματικό νορβηγικό black metal», είναι μια έμφαση στον ρομαντισμό.

Συνεπώς, όσες μπάντες, μετέπειτα «ρευμάτων», επιχείρησαν να προσεγγίσουν εκ νέου αυτό, το, «άγιο δισκοπότηρο», όφειλαν να προσαρμοστούν και πνευματικά, όχι μόνο ηχητικά. Σε ένα παρόμοιο, αλλά ταυτόχρονα διαφορετικό, μήκος κύματος, κινούνται οι Νορβηγοί Varde. Το συγκρότημα που δημιουργήθηκε το 2017, κυκλοφορεί μέσω της Nordvis αυτές τις μέρες το ντεμπούτο του, ονόματι "Fedrammine". Ηχητικά, η τριάδα των Koll (φωνητικά), Nord (έγχορδα, πλήκτρα, πρώην Nordjevel) και Dar'n (τύμπανα, Alvastr, πρώην live μέλος Dodheimsgard), συνδυάζει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο black metal με folk μουσική, έχοντας ως κοινή πυξίδα τη ρομαντική συνιστώσα των δύο αυτών κόσμων.

Αν υπάρχει άλλο ένα στοιχείο, που κάνει το "Fedraminne" αλλά και το project στο σύνολό του να ξεχωρίζει αισθητά, είναι η στιχουργική προσέγγιση. Συγκεκριμένα, ο Koll ήδη από εποχές πριν τους Varde, έχει ξεκινήσει μια διαδικασία κατά την οποία συγκεντρώνει παραδοσιακά Νορβηγικά ποιήματα του 19ου αιώνα, με απώτερο σκοπό τη μελοποίησή τους, κάτι που επιτυγχάνεται με το "Fedraminne". Ταυτόχρονα, ηχητικά η μπάντα δεν φοβάται να πειραματιστεί αντλώντας από το σύνολο της νορβηγικής σκηνής τη δεκαετία του '90, κάτι που μεταφράζεται και ως λοξοκοίταγμα στις πιο avant-garde κυκλοφορίες των τελών της δεκαετίας.

Οι Varde λοιπόν, επεξεργάζονται τον ρομαντισμό σε μια σειρά από διαφορετικά επίπεδα, και ο σκοπός τους είναι η δημιουργία ενός, ποιοτικού και συνεκτικού αποτελέσματος. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί πως ο δίσκος δεν είναι ηχογραφημένος ενιαία, κάτι που στο προσεκτικό αυτί γίνεται αντιληπτό με τις μικρές διακυμάνσεις στον τομέα της παραγωγής. Αν επιχειρούσα να βρω ένα σημείο αναφοράς στην, ιδιότυπη, προσπάθεια των Varde, αυτό θα ήταν οι Satyricon. Πράγματι, το "Fedraminne" ηχεί ως ένα αμάλγαμα των τεσσάρων πρώτων δίσκων τους, προσθέτοντας όμως και αρκετές πινελιές σουηδικής προέλευσης.

Το αποτέλεσμα, ηχεί ανά περιστάσεις ιδιαίτερα πειραματικό, με τη χρήση και χάλκινων πνευστών να συνεισφέρει τα μέγιστα, ενώ, ακόμη και όταν εμμένει στη folk/black ραχοκοκαλιά, δεν αποξενώνει τους ακροατές. Η μελαγχολία είναι διάχυτη στη μια ώρα που διαρκεί ο δίσκος, και η έντονη ποικιλομορφία συμβάλλει ώστε η ακρόαση να μην έχει στοιχεία επανάληψης. Συνεπώς, το "Fedraminne" δεν είναι ένας βατός δίσκος. Αν όμως απομονωθούν τα κομμάτια, των οποίων οι διάρκειες είναι άνισες, ποιόν της αντιμετώπισης του concept ως λεύκωμα, τότε αυτά δεν είναι ιδιαίτερα δύσπεπτα. Το εναρκτήριο "Kystbillede del I", εκκινεί με πλήκτρα και μια ερμηνεία που θα θυμίσει έντονα τη μοναδικότητα των Grift. Η συνέχεια με το, αρκούντως Satyricon-ικό "Halvdan Svarte", δείχνει το πιο ρυθμικό πρόσωπο της μπάντας, ενώ η πηγή της σύνθεσης είναι μια folk μπαλάντα γραμμένη από τον Henrik Anker Bjerregaard αναφορικά με το πώς ο βασιλιάς Halfdan o Μαύρος πνίγηκε στη λίμνη Randsfjorden το 860 μ.Χ.. Η συνέχεια με το "Fornbudet" κινείται στα ίδια επίπεδα, στην πιο ευθεία αναφορά του δίσκου στον παραδοσιακό black metal ήχο.

Όταν οι Varde επιστρέψουν σε μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, όπως με το "Et Gammelnorskt Herresæde", αποκαλύπτουν τις πραγματικές τους προοπτικές. Η επική χροιά, η οποία με τις αλλαγές ρυθμών και τα εξαιρετικά riff, αλλά και τα μέρη του μπάσου, επαναφέρει το ρομαντικό και νοσταλγικό συναίσθημα, με το μεσαίο τμήμα του τραγουδιού να είναι εξαιρετικό. Το ομότιτλο είναι η πιο γνήσια folk στιγμή της μπάντας, με τη διαδοχή του από το, εμποτισμένο στο industrial, "Skuld", να συντελεί τη μεγαλύτερη αντίθεση του δίσκου. Οι Varde έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν στον βαθμό που κρίνουν απαραίτητο κάθε ηχητική προσθήκη με σκοπό να «πουν την ιστορία» τους, και, αν και ανά στιγμές οι επιρροές τους είναι εμφανείς, ο τρόπος που παρατάσσονται καθιστά το αποτέλεσμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

Η καταληκτική δυάδα του δίσκου, επιβεβαιώνει πως, πέραν της αισθητικής, η βάση του "Fedraminne" είναι η κιθαριστική δουλειά. Το φινάλε δε, του "Kystbillede del II" αποτελεί πιθανώς την πιο αυτοσχεδιαστική στιγμή του συγκροτήματος και, πιθανώς εγείρει και έναν προβληματισμό. Οι Varde κινούνται νοητά, μέσα σε ένα χωροχρονικό, καλλιτεχνικό συνεχές, και ενώ επί το πλείστον λειτουργεί υπέρ τους, εντυπωσιακές συνθέσεις όπως η συγκεκριμένη, διαταράσσουν την ισορροπία. Ευελπιστώντας πως το συγκρότημα θα συνεχίσει την πορεία του, αλλά και θα επιμείνει στις ηχογραφήσεις σε καμπίνες με μοναδική πηγή ενέργειας έναν βενζινοκίνητο κινητήρα, θα καταφέρει να συμπυκνώσει τα στοιχεία του προς ένα πιο συνεκτικό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ιδέα αλλά και η εκτέλεση του οράματος των Varde, που είναι το "Fedraminne", είναι, ομολογουμένως ενδιαφέρουσα, αν και όχι τόσο εντυπωσιακή όσο μεγαλόπνοη. Η νορβηγική σκηνή, φαίνεται πως δεν θα σταματήσει να προσφέρει εκπλήξεις.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET