Tom Jones
Praise & Blame
Island (2010)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 24/11/2010
Μην πλανάσθε. Πρόκειται για μια από τις λίγες φωνές. Πολύ λίγες. Χωρίς φιγουρατζίδικες τσιρίδες, χωρίς φτιαχτά γρέζα, χωρίς ένρινους μανιερισμούς, ο Tom Jones έχει την καταπληκτική εκείνη φωνή που ακούγεται τέσσερα pub πιο κάτω, χωρίς μικρόφωνο, βουρκώνει τα μάτια και σηκώνει τις τρίχες στο σβέρκο. Κι αν από την πλούσια δισκογραφία του ο κόσμος συνήθως στέκεται στους πιο πλουμιστούς pop τίτλους, από το "It's Not Unusual" μέχρι το "Sex Bomb", ο μεγάλος τραγουδιστής έχει πει το "Green, Green Grass Of Home" όπως κανένας άλλος.
Το "Praise & Blame" είναι ένα μονάκριβο άλμπουμ. Με τις δάφνες της παραγωγής των τριών πρώτων αδαμάντων των Kings Of Leon, ο Ethan Johns συνέλαβε μια ιδιότυπη μέθοδο. Λιτή, αλλά δουλεμένη με ζήλο, μοντέρνα, αλλά σεβαστική στην ιερότητα, η ενορχήστρωση κυρίως «άγνωστων» blues και gospel συνθέσεων δίνει χώρο στις πιο εκλεκτές ερμηνείες του Tom Jones. Μόνο παρείσακτο μοιάζει να είναι το "What Good Am I?" του Bob Dylan, που ως είθισται ψιλοξινίζει τα μούτρα των Dylanομανών και θριαμβεύει στα μάτια των υπολοίπων φυσιολογικών θηλαστικών.
Αυτό το αισίως τριακοστό ένατο άλμπουμ βρίσκεται πολλά βήματα πέρα από τον κιτς προβολέα του Las Vegas και σαν απόδειξη θα επιλέξω, σχεδόν τυχαία, το αγνό "Don't Knock" του Pops Staples. Ως σύνθεση φέρει εκείνο το rock 'n' roll γονίδιο του gospel/R&Β, το οποίο στο Vegas ψοφάνε να μολύνουν με αστραφτερά κομφετί και δίμετρες ποδάρες με φτερό στον πισινό. Εδώ, ο ηχολήπτης έπιασε μια σύγχρονη παντοτινή αλήθεια και ο ανέμελος ακροατής δαγκώνει το κάτω χείλος στις πρώτες παύσεις.
Η ποιοτική νοοτροπία του "Praise & Blame" βρίσκεται κοντά σε αυτή των ύστατων άλμπουμ του Johnny Cash, εκείνων των έξι συγκλονιστικών ρέκβιεμ που μαγείρεψε ο Rick Rubin. Άλλωστε, το "Ain't No Grave" του Πεντηκοστιανιστή Claude Ely, που χάρισε το όνομά του στο τελευταίο από αυτά, βρίσκεται και εδώ, σε μια σαφώς πιο αισιόδοξη εκδοχή - ας το πω έτσι, για να μην τολμήσω να συγκρίνω περαιτέρω. Ομοίως, το παραδοσιακό "Run On" ο Cash το είχε πει ως "God's Gonna Cut You Down", μιάμιση δεκαετία μετά την αναστάσιμη εκδοχή του Moby. Ιδού, λοιπόν, η υπεραξία της δισκογραφικής πρότασης. Από τη μια, όπως και τα «American» του Cash, διευκολύνει την πρόσβαση μιας επιπλέον μερίδας του κοινού σε έναν αξιολάτρευτο πολιτιστικό πλούτο. Από την άλλη, είναι συναρπαστική η ιδιαίτερη ερμηνευτική συνεισφορά της προσωπικότητας του Tom Jones.
Πριν από λίγα χρόνια, η indie ευαισθησία της Cat Power είχε θυμηθεί και τιμήσει γλυκά εκείνη τη βουρκωμένη προσευχή από τις βαμβακοφυτείες της Jessie Mae Hemphill, όμως το "Lord Help" του Tom Jones ντύνεται με μια περήφανη αριστερόστροφη τεστοστερόνη, που δε σηκώνει κουβέντα. Χτυπώ το χέρι στο τραπέζι. Ακόμη πιο εντυπωσιακό, το σκονισμένο "Burning Hell" του blues πατριάρχη John Lee Hooker διασκευάζεται με ασύλληπτη αποτελεσματικότητα και ριζοσπαστική στιβαρότητα. Δεν ακολουθά το «ελεύθερο» μονοπάτι της αυθεντικής εκτέλεσης από το 1964 - πώς και ποιός θα μπορούσε; Λαμβάνει λίγο περισσότερο υπόψη τις μεταγενέστερες εκδοχές, με το στοιχείο των Canned Heat, και πλάθει την πρωτότυπη ταυτότητα του άλμπουμ. Η ενορχήστρωση αδιαφορεί για οποιαδήποτε σκαλοπάτια πάτησε το blues, μέσα στις δεκαετίες. Ανακαλύπτει ξανά τις ρίζες για να τις διαστρεβλώσει. Και αυτή η κολασμένη ερμηνεία καταργεί την κόλαση. Βέβαια, στην αντίστοιχη «οπισθοδρόμηση» του παραδοσιακού "Nobody's Fault But Mine", που πέρασε από τα χέρια των Led Zeppelin και των Grateful Dead, το αποτέλεσμα της επεξεργασίας ωχριά πλάι στον αρχέγονο πόνο του Blind Willie Johnson και στο μεγαλειώδες βελούδο της Nina Simone.
Αν εξαιρέσουμε και το κλασσικό gospel της Sister Rosetta Tharpe, το "Strange Things", εκείνο που κάθε φορά σε κάνει να τραγουδάς «...everyday, everyday...» για δυο βδομάδες, καθώς και το παραδοσιακό "Didn't It Rain" από τον κατάλογό της, οι λοιπές συνθέσεις είναι προϊόν ιδιαίτερης εκσκαφής. Το μοντέρνο folk της Susan Werner γίνεται βαρύ, βραδύ και βαθύ στο "Did Trouble Me", ενώ από το "If I Give My Soul" του Billy Joe Shaver αφαιρείται κατανυκτικά όλη η country βλαχιά.
Και έτσι, κάνοντας τη σούμα, έχουμε σχεδόν σαράντα λεπτά πυκνής μαγείας. Να 'ταν κι άλλα!
Το "Praise & Blame" είναι ένα μονάκριβο άλμπουμ. Με τις δάφνες της παραγωγής των τριών πρώτων αδαμάντων των Kings Of Leon, ο Ethan Johns συνέλαβε μια ιδιότυπη μέθοδο. Λιτή, αλλά δουλεμένη με ζήλο, μοντέρνα, αλλά σεβαστική στην ιερότητα, η ενορχήστρωση κυρίως «άγνωστων» blues και gospel συνθέσεων δίνει χώρο στις πιο εκλεκτές ερμηνείες του Tom Jones. Μόνο παρείσακτο μοιάζει να είναι το "What Good Am I?" του Bob Dylan, που ως είθισται ψιλοξινίζει τα μούτρα των Dylanομανών και θριαμβεύει στα μάτια των υπολοίπων φυσιολογικών θηλαστικών.
Αυτό το αισίως τριακοστό ένατο άλμπουμ βρίσκεται πολλά βήματα πέρα από τον κιτς προβολέα του Las Vegas και σαν απόδειξη θα επιλέξω, σχεδόν τυχαία, το αγνό "Don't Knock" του Pops Staples. Ως σύνθεση φέρει εκείνο το rock 'n' roll γονίδιο του gospel/R&Β, το οποίο στο Vegas ψοφάνε να μολύνουν με αστραφτερά κομφετί και δίμετρες ποδάρες με φτερό στον πισινό. Εδώ, ο ηχολήπτης έπιασε μια σύγχρονη παντοτινή αλήθεια και ο ανέμελος ακροατής δαγκώνει το κάτω χείλος στις πρώτες παύσεις.
Η ποιοτική νοοτροπία του "Praise & Blame" βρίσκεται κοντά σε αυτή των ύστατων άλμπουμ του Johnny Cash, εκείνων των έξι συγκλονιστικών ρέκβιεμ που μαγείρεψε ο Rick Rubin. Άλλωστε, το "Ain't No Grave" του Πεντηκοστιανιστή Claude Ely, που χάρισε το όνομά του στο τελευταίο από αυτά, βρίσκεται και εδώ, σε μια σαφώς πιο αισιόδοξη εκδοχή - ας το πω έτσι, για να μην τολμήσω να συγκρίνω περαιτέρω. Ομοίως, το παραδοσιακό "Run On" ο Cash το είχε πει ως "God's Gonna Cut You Down", μιάμιση δεκαετία μετά την αναστάσιμη εκδοχή του Moby. Ιδού, λοιπόν, η υπεραξία της δισκογραφικής πρότασης. Από τη μια, όπως και τα «American» του Cash, διευκολύνει την πρόσβαση μιας επιπλέον μερίδας του κοινού σε έναν αξιολάτρευτο πολιτιστικό πλούτο. Από την άλλη, είναι συναρπαστική η ιδιαίτερη ερμηνευτική συνεισφορά της προσωπικότητας του Tom Jones.
Πριν από λίγα χρόνια, η indie ευαισθησία της Cat Power είχε θυμηθεί και τιμήσει γλυκά εκείνη τη βουρκωμένη προσευχή από τις βαμβακοφυτείες της Jessie Mae Hemphill, όμως το "Lord Help" του Tom Jones ντύνεται με μια περήφανη αριστερόστροφη τεστοστερόνη, που δε σηκώνει κουβέντα. Χτυπώ το χέρι στο τραπέζι. Ακόμη πιο εντυπωσιακό, το σκονισμένο "Burning Hell" του blues πατριάρχη John Lee Hooker διασκευάζεται με ασύλληπτη αποτελεσματικότητα και ριζοσπαστική στιβαρότητα. Δεν ακολουθά το «ελεύθερο» μονοπάτι της αυθεντικής εκτέλεσης από το 1964 - πώς και ποιός θα μπορούσε; Λαμβάνει λίγο περισσότερο υπόψη τις μεταγενέστερες εκδοχές, με το στοιχείο των Canned Heat, και πλάθει την πρωτότυπη ταυτότητα του άλμπουμ. Η ενορχήστρωση αδιαφορεί για οποιαδήποτε σκαλοπάτια πάτησε το blues, μέσα στις δεκαετίες. Ανακαλύπτει ξανά τις ρίζες για να τις διαστρεβλώσει. Και αυτή η κολασμένη ερμηνεία καταργεί την κόλαση. Βέβαια, στην αντίστοιχη «οπισθοδρόμηση» του παραδοσιακού "Nobody's Fault But Mine", που πέρασε από τα χέρια των Led Zeppelin και των Grateful Dead, το αποτέλεσμα της επεξεργασίας ωχριά πλάι στον αρχέγονο πόνο του Blind Willie Johnson και στο μεγαλειώδες βελούδο της Nina Simone.
Αν εξαιρέσουμε και το κλασσικό gospel της Sister Rosetta Tharpe, το "Strange Things", εκείνο που κάθε φορά σε κάνει να τραγουδάς «...everyday, everyday...» για δυο βδομάδες, καθώς και το παραδοσιακό "Didn't It Rain" από τον κατάλογό της, οι λοιπές συνθέσεις είναι προϊόν ιδιαίτερης εκσκαφής. Το μοντέρνο folk της Susan Werner γίνεται βαρύ, βραδύ και βαθύ στο "Did Trouble Me", ενώ από το "If I Give My Soul" του Billy Joe Shaver αφαιρείται κατανυκτικά όλη η country βλαχιά.
Και έτσι, κάνοντας τη σούμα, έχουμε σχεδόν σαράντα λεπτά πυκνής μαγείας. Να 'ταν κι άλλα!