The Dear Hunter

Antimai

Cave & Canary Goods (2022)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 03/10/2022
​Το ξεκίνημα ενος ολοκαίνουργιου post-apocalyptic concept, πέρα από την ιστορία των αριστουργηματικών Acts, είναι αρκετά ελπιδοφόρο, μα τα ατοπήματά του δεν γίνεται να αγνοηθούν
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εν έτει 2022, ο μόνος λόγος που δεν θεωρούνται αδιαμφισβήτητα οι The Dear Hunter ως μία από τις πλέον μεγάλες prog rock μπάντες των καιρών μας δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι ο ιθύνων νους, Casey Crescenzo, φτάνει στο prog από indie (ή και post-hardcore) αφετηρίες, αντί να το κάνει μέσω metal/hard rock οδών, ως είθισται. Γι’ αυτό ακριβώς αισθάνομαι την ανάγκη να τονίσω εδώ - και κάπως ξεκάρφωτα αν θέλετε - πως τα οι δίσκοι των Acts I-V αποτελούν από τα σημαντικότερα δημιουργήματα του ιδιώματος τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Περιμένοντας το έκτο και τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας, η μπάντα βάζει άνω τελεία και αποφασίζει να λοξοδρομήσει επενδύοντας σε έναν παντελώς διαφορετικό κόσμο.

Το φετινό "Antimai" επεκτείνει το concept που δημιουργήθηκε με το EP "The Indigo Child" πέρσι, χτίζοντας βήμα βήμα τον post-apocalyptic κόσμο του. Πρόκειται για μια περίεργη απόφαση, καθώς εκείνο το EP ήταν μία από τις πλέον αδύναμες δουλειές του συγκροτήματος. Ωστόσο, ο Crescenzo εντόπισε εκεί μια δημιουργική διέξοδο, οπότε ποιοί είμαστε εμείς να διαφωνήσουμε. Εν ολίγοις, ο κόσμος του "Antimai" μοιάζει πολύ με εκείνον το "Snowpiercer" (όσοι έχετε δει την τρομερή ταινία ή τη μέτρια σειρά ξέρετε για τι μιλάω). Οι κοινωνικές ανισότητες, η αγάπη για την εξουσία και τον πλούτο, η καθοδήγηση των μαζών μέσω θρησκειών, η οικολογική καταστροφή, όλα τα θέματα θίγονται και εδώ. Μόνο που, αντί για τα βαγόνια του "Snowpiercer", σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε τους ομόκεντρους κύκλους του εξωφύλλου, οι οποίοι δημιουργούν διακριτές ζώνες/δαχτυλίδια. Στο εξώτερο δαχτυλίδι της μοναδικής εναπομείνουσας πόλης στη γη ζουν οι πιο εξαθλιωμένοι και όσο πλησιάζουμε προς το κέντρο συναντάμε όλο και πιο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα - και στο τέλος τον ίδιο τον God Emperor XCV.

Κάθε τραγούδι του "Antimai" αφορά και ένα συγκεκριμένο δαχτυλίδι και την κάστα που κατοικεί σε αυτό, συνεχίζοντας μια διαδρομή έσωθεν μέχρι το κέντρο. Μουσικά, οι The Dear Hunter επενδύουν για ακόμα μια φορά στον τεράστιο συνθετικό πλούτο που μπορούν να χωρέσουν στις συνθέσεις τους. Κάθε τραγούδι τους εξακολουθεί να έχει μια νοοτροπία έργου κλασικής μουσικής. Σε σύγκριση με τα Acts, ακολουθούν πια μια λιγότερο σκληρή κατεύθυνση. Το progressive rock τους είναι μπολιασμένο με περισσότερα exotica σημεία και funk από ποτέ, φυσικά συνεπικουρούμενα από πάμπολλα musical/χορωδιακά σημεία, στα οποία είναι ειδήμονες. Από τη μία μεριά, είναι πολύ εύλογο και θεμιτό ότι επένδυσαν σε μια αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης. Από την άλλη, υπάρχει μια σημαντική αναντιστοιχία: Ενώ το concept παραμένει πολύ σκοτεινό και post-apocalyptic, οι μουσικές είναι σε σημεία πολύ ευδιάθετες και χορευτικές. Αντι να ακολουθούν το mood του κάθε δαχτυλιδιού που περιγράφεται, συνεχίζουν όλες στο ίδιο μοτίβο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει η ζητούμενη κλιμάκωση συναισθημάτων, ούτε δε η δημιουργία δέους. Αυτό είναι ένα ατόπημα που δεν περιμέναμε από τον Casey Crescenzo.

Κατά τα άλλα, για την ίδια την ποιότητα των μουσικών, δεν μπορεί κανείς να πει πολλά. Μπορεί να μην φτάνουν τα μεγαλεία των Acts, ωστόσο οι συνθέσεις τους δείχνουν τα απαράμιλλο ταλέντο τους και θέλουν αρκετές ακροάσεις για να σου αποκαλυφθούν. Ξεκινώντας από την εξαθλίωση των κατοίκων του Ring 8, φτάνουμε στη βιομηχανική ζώνη του Ring 7 και την αγροτική ζώνη του Ring 6, όπου οι κάτοικοι μοχθούν προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ανώτερων τάξεων - μάλιστα αυτά τα δύο κομμάτια είναι και από τα καλύτερα και πιο πιασάρικα του δίσκου, με τα πνευστά να παίρνουν τον πρώτο ρόλο.

Στο Ring 5 η μεσαία κλάση αποχαυνωμένη, χαίρεται την τύχη της που δεν είναι χειρότερα ενώ ταυτόχρονα κάνει όνειρα για κοινωνική ανέλιξη ("Maybe we'll have a daughter who marries up"). Συνεχίζουμε στα όργανα της τάξης στο Ring 4, τα οποία κατέχουν εξουσία αλλά είναι ανήμπορα να τη στρέψουν κατά βούληση και εισπράττουν, ως εκ τούτου, το μίσος. Το Ring 3 είναι, ίσως, και η κορυφαία στιγμή του δίσκου, αποτελούμενο από δύο διακριτά κομμάτια που διατηρούν κοινή σκεπή. Το δαχτυλίδι της πολυτέλειας, οι κάτοικοι του οποίου έχουν αναισθητοποιηθεί μπροστά στη μανία τους να ικανοποιούν τις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες τους. Το Ring 2 θα το περιμέναμε, ως προτελευταίο κομμάτι, πολύ πιο δυνατό, ωστόσο δίνει την αίσθηση filler. Πρόκειται για μια απροσπέλαστη ζώνη όπου η φύση οργιάζει, ενώ οι στίχοι είναι γραμμένοι από την οπτική των φυτών που παρακολουθούν την ανθρωπότητα να καταστρέφει τον εαυτό της. ("And the stick begets the blade/And the blade begets the bullet/And the bullet begets the bomb")

…όλα αυτά για να φτάσουμε στον Πύργο του Ring 1. Εκεί, καλά μαντέψατε, διαμένει ο υπέρτατος κακός της ιστορίας, ο God Emperor XCV, για τον οποίο μαντεύω θα μάθουμε πολλά περισσότερα στο άλμπουμ που φημολογείται ότι ετοιμάζουν για το 2023 και θα ονομάζεται, μάλλον, "Sunya". Θεματολογικά, δείχνουν να έχουν βρει κάτι που έχει πολύ ψωμί. Στο "Antimai" απλά μας περιέγραψαν τον κόσμο ως μια καλή εισαγωγή, ενώ η πραγματική ιστορία με το indigo child αναμένεται να ξεδιπλωθεί στη συνέχεια. Μουσικά, δείχνουν να ψάχνουν τα πατήματά τους. Έγιναν λιγότερο heavy, χωρίς ωστόσο να γίνουν pop (όπως επιτυχημένα είχαν γίνει στο "Migrant" του 2013). Ενώ μοιάζουν πια funky και χορευτικοί, παραμένουν άκρως προοδευτικοί και αρτιστικοί, μόνο που θα θέλαμε λίγο μεγαλύτερη έμφαση στις εμπνευσμένες και μεγάλες μελωδίες. Προσθέτουμε το "Antimai" στη δισκογραφία τους και αναμένουμε με αγωνία τι άλλο μας ετοιμάζουν.

  • SHARE
  • TWEET