SuperHeavy

SuperHeavy

Α&Μ (2011)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 19/10/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Ω, ποία συνεργασία! Ω, ποία ιδέα! Ω, τι συνδυασμός! Μοιάζει με ευφάνταστο ανέκδοτο, που όταν κάνει τον κύκλο του και ξαναγυρίσει σε εσένα, του έχουν αλλάξει τον αδόξαστο. Ο Mick Jagger συναντά έναν γιό του Bob Marley και τον άνθρωπο που έγραψε το "Sweet Dreams" και τον «Μότσαρτ της Ινδίας» και μια τόσο ευυπόληπτη νεαρή pop τραγουδίστρια που την είπανε soul. Πού γελάνε; Όλοι αυτοί οι εξαιρετικά ταλαντούχοι καλλιτέχνες συμπιέστηκαν σε ένα καλογυαλισμένο κονσερβοκούτι που ονομάστηκε «SuperHeavy», για να παράγουν κάτι το -αν μη τί άλλο- ιδιαίτερα «ελαφρύ». Ανέκδοτο κρύο που προοριζόταν για τους ανέμελους παραθεριστές που κρατούν αλκοολούχα με ομπρελίτσες.

Το πρόσχημα του οράματος της «σύγκλισης διαφόρων μουσικών στιλ» ευνουχίζεται από μια αισθητική τύπου δαπανηρών τηλεοπτικών διαγωνισμών ταλέντων. Και δε θα διαμαρτυρόμουν καθόλου υπό διαφορετικές συνθήκες - μην παρεξηγηθώ! Εδώ επιδίδομαι στην κατάποση της ομοειδούς εξεζητημένης μοδολαγνείας του Santana, ήδη δεκαετία και βάλε. Το μέγα πρόβλημα είναι πως οι προφανώς εξαίσιες ερμηνείες και η προφανώς εξαίσια παραγωγή του "SuperHeavy" δεν αρκούν. Χρειάζεται και η ανάλογη τραγουδοποιία, πολυαγαπημένοι μου κάτοχοι Grammy.

Προφανώς, ο κεντρικός άξονας του ενδιαφέροντος του εγχειρήματος είναι ο τιτάνας Jagger, λόγω ειδικού βάρους και ηγετικής φυσιογνωμίας. Για να το κάνω λιανά, αν οι SuperHeavy δεν κυκλοφορήσουν ποτέ άλλον δίσκο, τούτος εδώ θα ταξινομηθεί δίπλα στη δική του προσωπική δισκογραφία στα ράφια της δισκοθήκης. Όχι τίποτα άλλο, αλλά για να θυμάμαι πού είναι, όταν θα ξεχάσω πώς τον λέγανε (τον δίσκο προφανώς, όχι τον Jagger). Βέβαια, η ταξινόμηση αυτή είναι λανθασμένη για δύο λόγους. Αφενός γιατί πρόκειται περισσότερο για πνευματικό τέκνο του Dave Stewart και αφετέρου γιατί ακόμα και η προσωπική καριέρα του Jagger έχει να επιδείξει πολύ καλύτερες συνθέσεις, οπότε μάλλον θα επιλέγω πάντα τον διπλανό ή τον παραδιπλανό δίσκο από το ράφι.
 
Προς αποφυγή κατάταξής μου στους αντιδραστικούς δυσκοίλιους, ας διασαφηνίσω ότι δεν απαιτώ από τους θρύλους του παρελθόντος να αποφεύγουν το ξεσκόνισμα. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά και, φυσικά, χαίρομαι να βλέπω τους ήρωες ημών τους επιούσιους να ζουν στο παρόν. Φερ' ειπείν, το "Anybody Seen My Baby?", κάποτε, είχε αποδείξει ότι οι Rolling Stones δεν άντεχαν να ηγούνται μόνο της Ιουρασίας περιόδου. Το θέμα, επιμένω, είναι να έχει περιεχόμενο το όμορφο πακέτο, να αναγνωριστεί και μια κάποια προκοπή στην αποστολή των συνθετών, βρε αδερφέ.

Δυστυχώς, η ποιοτική όαση του άλμπουμ περιορίζεται σε μετριότητες, όπως το σούρσιμο της ατμόσφαιρας του "One Day One Night" και η αυτόματη Stones γραφή της μπαλάντας "Never Gonna Change". Τα υπόλοιπα τραγούδια στηρίζονται αποκλειστικά στα στιγμιαία στολίδια των συνεισφορών. Όμως, ένα ολόκληρο άλμπουμ δεν μπορεί να αρκεστεί στη δυναμικά ευαίσθητη καλλιφωνία της Joss Stone, ούτε στους ανατριχιαστικούς αμανέδες του A. R. Rahman και σίγουρα όχι στο «νησιώτικο» rap του Damian Marley, όσο τσαχπίνικα κι αν (δεν) προφέρει τα «h».

Η νοημοσύνη της υπερπαραγωγής, προφανώς, δε θα επέτρεπε την αθλιότητα που φαίνεται να περιγράφω. Ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα από όποιον δεν ενδιαφέρεται να ακούσει έναν δίσκο. Ενώ ήλπιζα σε ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της καλλιτεχνικής «παγκοσμιοποίησης», παρέλαβα ένα άγευστο τουρλού, λουσμένο στην κέτσαπ για τις μάζες. Μπορεί, τελικώς, να φταίει όποιος έχει απαιτήσεις. Πάντως, αν η ανεξήγητη επιτυχία του "Miracle Worker" παρασύρει κάποιον στην ηρωική πράξη της ακρόασης του άλμπουμ ως το τέλος, αυτός θα τιμωρηθεί όπως του αξίζει από το έκτρωμα "Hey Captain".
  • SHARE
  • TWEET