Stevie Klasson

Don't Shoot The Messenger

Wild Kingdom (2007)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 25/01/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δε θεωρώ τον εαυτό μου φυσιογνωμιστή, αλλά η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα κοιτώντας τον Stevie Klasson στο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο του cd να ποζάρει στο φακό με γοητευτικό ναρκισσισμό και επιτηδευμένη εγωπάθεια, ήταν ότι αυτός ο τύπος πρέπει να αγαπάει αρκετά τον Keith Richards. Και δεν έπεσα και πολύ έξω.

Ο, Σουηδός στην καταγωγή, κιθαρίστας μεγάλωσε στην πατρίδα του παίζοντας ερασιτεχνικά σε εγχώρια punk σχήματα, μέχρι που η τύχη του άλλαξε όταν το 1987 γνώρισε τον Johnny Thunders (κιθαρίστας των New York Dolls και με μεγάλη προσωπική καριέρα - από τους πατριάρχες του punk rock) στου οποίου τη μπάντα εντάχθηκε μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1991. Η επιστροφή του στη Σουηδία τον βρίσκει να συνεργάζεται με διάφορα τοπικά σχήματα για να γίνει τελικά γνωστότερος με τη συνεργασία του με τους Hanoi Rocks.

Στην πρώτη του προσωπική δουλειά δέχεται τη βοήθεια σημαντικών μουσικών της σουηδικής σκηνής και όχι μόνο, όπως μέλη των Hellacopters, Hives, The Soundtrack Of Our Life, Cardigans, Flaming Groovies, UΚ Subs και τον Glen Matlock των Sex Pistols. Δυστυχώς δε δίνονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη συνεισφορά του καθενός και σε ποιο τραγούδι εντοπίζεται.

Παρά τις punk καταβολές του, τα 12 τραγούδια που μας προσφέρει εμπνέονται από και αποτίουν φόρο τιμής στο ροκ των '70s και δη των Rolling Stones αλλά και του country rock. Σε όλη τη διάρκεια του cd (που, πιστό στην παλιομοδίτικη φιλοσοφία του, χωρίζεται σε πρώτη και δεύτερη πλευρά!) είχα την αίσθηση ότι ακούω έναν χαμένο προσωπικό δίσκο του Keith Richards, συχνά να συνεχίζει την κληρονομιά του "Honky Tonk Women". Όχι μόνο η κιθάρα αλλά ακόμα και η φωνή, βραχνή και περιορισμένων δυνατοτήτων αλλά «ψημένη» και αλήτικη, θυμίζει τον Richards να τραγουδάει υιοθετώντας τις φωνητικές μανιέρες του Jagger. Οι Stones, βεβαίως, δεν κρατάνε μόνοι τους παρέα στον Klasson τις κρύες σουηδικές νύχτες, καθώς εμφανίζονται και επιρροές από Rod Stewart (των πρώτων folk - blues - rock n roll δίσκων του), Led Zeppelin και Tom Petty.

Το παίξιμό του δε στερείται φαντασίας, τόσο σε επίπεδο εμπνευσμένων riffs όσο και ουσιαστικών solos. Τις φορές, μάλιστα, που καταφέρνει να συνδυάσει τα παραπάνω με καλογραμμένα και μελωδικά ρεφρέν δημιουργούνται συνθέσεις ικανές να σε κάνουν να στρέψεις το κεφάλι σου προς την πλευρά του στερεοφωνικού για να τσεκάρεις πιο κομμάτι ακούς. Φυσικά, και μάλλον εν γνώσει του, δεν αποφεύγει το σκόπελο της επανάληψης δοκιμασμένων και πετυχημένων συνταγών. Το παραπάνω ουδόλως θα απασχολήσει τους φίλους του κλασσικού ροκ που διψάνε για καλές σύγχρονες κυκλοφορίες του είδους. Αν κάτι μειώνει τη συνολικά καλή εικόνα του άλμπουμ είναι η τάση να επαναλαμβάνει ενίοτε και τον εαυτό του στη διάρκεια του δίσκου.

Αυτό που τελικά απομένει είναι μία αξιοπρόσεκτη πρόταση από έναν «πρωτάρη βετεράνο» που δε θα αδικήσει τα χρήματα και το χρόνο που θα της αφιερωθούν.

  • SHARE
  • TWEET