Χαμένος ανάμεσα σε όρια και συναρτήσεις αναζητά το σταθερό του σημείο στη μουσική που ακούει. Θαυμαστής μοναχά της μελωδίας, αδιαφορεί μεν για το είδος του πλαισίου που την παρέχει, όχι όμως και για...
Sólstafir
Hin Helga Kvöl
Ένας αρκετά καλός δίσκος, πιο βαρύς στον ήχο του χωρίς όμως να χάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους ξεχωρίζουν
Το μακρινό 2005 οι Sólstafir κυκλοφόρησαν το "Masterpiece Of Bitterness", κάνοντας την πρώτη σημαντική στροφή στο ύφος τους από το hardcore/black που παρουσίασαν στο ντεμπούτο. Αρχικά δυσκολεύτηκα να ακολουθήσω αυτή την κατεύθυνση είναι η αλήθεια (δε βοήθησαν και τα εικοσάλεπτα κομμάτια με τις ελάχιστες αλλαγές), αλλά μετά από αυτό βγάλανε δυο δισκάρες και έναν ακόμα αρκετά καλό - δε θα πω ποιο είναι τί, το αφήνω στη φαντασία σου - οπότε με κέρδισαν, και με το παραπάνω βασικά. Έκτοτε βέβαια δεν εντυπωσίασαν ξανά, γράφουν σταθερά καλούς δίσκους (δεν είναι και πολλοί, άλλους δύο έβγαλαν απλά είναι μέσα σε δέκα χρόνια) αλλά καθόλου εξαιρετικούς. Το περσινό live στο Fuzz όμως, στο πλευρό των Amorphis, ήταν τόσο, μα τόσο καλό που για κάποιο λόγο μόλις έφτασε το καινούργιο άλμπουμ για ακρόαση, μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα.
Καταρχάς το εξώφυλλο είναι υπέροχο. Το έχει φτιάξει ο Rowan E Cassidy και η αλήθεια είναι ότι θα σήκωνε ανάλυση από μόνο του, απλά όχι από μένα προφανώς. Δεύτερον το άλμπουμ είναι, κατά την (όχι και τόσο) ταπεινή μου άποψη, καλύτερο από τα δύο προηγούμενα. Όχι, περίμενε δεν εννοώ ότι επιτέλους οι Sólstafir βγάλανε έναν καινούργιο εξαιρετικό δίσκο, μην ενθουσιάζεσαι τόσο, αλλά είναι αυτό που είπα, καλύτερο από τα δύο προηγούμενα.
Το άλμπουμ ξεκινάει με το "Hun Andar" που χαρακτηρίζεται από μία dark, post punk αισθητική, που ναι μεν οκ, αλλά δε μας συνταράσσει κιόλας, θα το ξεπεράσουμε. Το δεύτερο, το ομώνυμο, όμως είναι άλλη ιστορία. Μπαίνει με βαριά εισαγωγή που έφερε στο νου κάτι από Mayhem κι αναρωτιέμαι, λες να θυμήθηκαν ότι είναι σχεδόν σκανδιναβοί; Ε, πέφτει μετά το αδυσώπητο black metal θέμα, σε ασυγκράτητο ρυθμό, και τα πλακώνει όλα. Εκεί λοιπόν που νομίζεις ότι έχεις καταλάβει την κομματάρα, έρχεται ο Lombardo, παίζει ένα γύρισμα στα ντραμς και σκάει να τραγουδήσει ο Araya πάνω από ένα ριφ του Hanneman. Χαμός.
Το "Blakkrakki" είναι ένα τραγούδι που δεν είναι για σένα. Σοβαρά θα ήθελα να μάθω αν οι Ισλανδοί ακούνε ελληνόφωνο ροκ, γιατί είναι απόλυτα εκεί το κομμάτι, με κάτι λίγο από Sisters Of Mercy για να σπάει. Συμπαθητικό, αλλά ως εκεί. Στο "Salumessa" έχουμε πιο ατμοσφαιρική προσέγγιση που για πέντε λεπτά κρατά πολύ χαμηλό προφίλ μέχρι να έρθει η κορύφωση στα δύο τελευταία. Κορύφωση που θα μπορούσα να πιστέψω ότι συμμετείχε στη σύλληψη της και ο Goran Bregovic, για το soundtrack της νέας ταινίας του Κουστουρίτσα γυρισμένης στην Ισλανδία. Τώρα αν ήταν απαραίτητα τα σχεδόν πέντε λεπτά για να φτάσουμε ως εκεί δεν είμαι σίγουρος, μάλλον τείνω προς το όχι αλλά είμαι ανοιχτός και στον αντίλογο.
Το "Freygatan" που στηρίζεται κυρίως στο πιάνο μου άρεσε πολύ, όπως και το μελαγχολικό "Gryla", που είναι ένα πολύ τυπικό Solstafir τραγούδι. Στο "Nu Mun Ljosi Deyja" όμως έρχεται το δεύτερο black metal ξέσπασμα, αν και αυτή τη φορά είναι πιο κοντά στους Burzum της "Hvis Lyset Tar Oss" εποχής. Παγωμένο, με τη δυσφορία της ακρότητας που ταιριάζει στα βόρεια τοπία της πατρίδας τους. Ο δίσκος φτάνει στο κλείσιμό του με το "Kumi", ένα εξαιρετικό δείγμα post βίκινγκ ψυχεδέλειας που απογειώνεται απ’ το φανταστικό σαξόφωνο, αν βγάζει κάποιο νόημα όλο αυτό.
Τώρα, εν γένει το "Hin Helga Kvöl" είναι ένας αρκετά καλός δίσκος, πιο βαρύς στον ήχο του και με περισσότερα ακραία περάσματα από τα προηγούμενα, χωρίς όμως να απογυμνώνεται από τα χαρακτηριστικά που κάνουν τους Sólstafir να ξεχωρίζουν. Δε φτάνει τις αγαπημένες μου δουλειές των Ισλανδών, αλλά αποτελεί την πιο ποιοτική τους τα τελευταία, σχεδόν δέκα, χρόνια. Μπορεί να μην έχει ένα "Hula", αλλά τελικά κερδίζει σε όρους συνόλου. Μακάρι μάλιστα να τους φέρει το ταξίδι τους και προς τα δω, να μας τα πουν κι από κοντά.