Sentries

Gem Of The West

Eau Claire Records (2025)
Από τον Θεοδόση Γενιτσαρίδη, 12/05/2025
Ένα πιο σκοτεινό, πιο φιλόδοξο, υπέροχο ξέσπασμα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν το "Snow As A Metaphor For Death" το οποίο γούσταρα πολύ, ήταν μια οργισμένη κραυγή μέσα σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη, το "Gem Of The West" είναι η ίδια κραυγή, αλλά πλέον ταξιδεύει μέσα σε σκοτεινές σπηλιές, περνάει από ομιχλώδεις και υγρές πεδιάδες και ξεμένει σε νυχτερινά βαγόνια τρένου που δεν σταματούν πουθενά. Είναι πιο σκοτεινό. Είναι πιο κινηματογραφικό. Είναι σίγουρα καλύτερο.

Η παραγωγή παραμένει τραχιά και DIY, αλλά όχι με τον ίδιο αυτοκαταστροφικό τρόπο του προηγούμενου δίσκου. Εδώ ο Kim Elliot φαίνεται να θέλει να χτίσει κάτι πιο μεγάλο. Το καταφέρνει, το κάνει χωρίς να θυσιάζει την ένταση. Ο δίσκος έχει περισσότερη δομή, περισσότερη σκιά, αλλά και πιο ανοιχτές ή να τις πω φρέσκες ιδέες. Δεν χάνεται η αμεσότητα, απλώς πλέον το πράγμα δείχνει να έχει ψυχή, όχι απλώς ένστικτο. Το "Code" μπαίνει πανέμορφα μπερδεμένα, σαν εισαγωγή γεμάτη ένταση και αβεβαιότητα, έτοιμο να αναστατώσει τα πάντα, με το χαρακτηριστικό μείγμα μιας noise-rock και ταυτόχρονα post-punk αναταραχής.

Η συνέχεια έχει και art και indie. Το "The Cowboy’s Carcass" έρχεται νωρίς και είναι απλώς συγκλονιστικό. Μοιάζει να λέει μια ιστορία χωρίς να νοιάζεται αν την καταλάβεις. Πρακτικά νοιάζεται και του αρκεί να την νιώσεις. Εμένα με ταξιδεύει (με παλιομοδίτικο στιλακι) κάπου μακριά. Πέρα από τον Ατλαντικό. Με ρυθμό που ζεσταίνεται αργά, επική κορύφωση και φωνητικά που λες και προσπαθούν να διαλύσουν το ίδιο τους τον ήχο, είναι από αυτά τα κομμάτια που σε κάνουν να σταματάς ό,τι κάνεις και να κοιτάς το κενό για έξι λεπτά.

Ναι, υπάρχουν ακόμα γκάζια, ουρλιαχτά, θόρυβοι, όπως στα "Charmed Houses" και "I Can, Αnd I Will", αλλά το εύρος πλέον είναι απίστευτο. Στο δίσκο θα βρεις κάτι σαν πειραματικό prog, επιπλέον industrial ρυθμούς, avant-jazz πλήκτρα, ξεσκισμένες βρομιές, ακόμα και ξεκούρδιστη να την πω ακουστική ποίηση. Και όμως, όλα αυτά δεν ακούγονται σαν αποσπασματικές ιδέες. Ευτυχώς μπήκαν στο ίδιο γήπεδο και απλώς συμφώνησαν να παίξουν μπάλα μαζί.

Με ένα ανεπαίσθητο μελωδικό τόνο και μια ακουστική radiohead-ική λιτότητα που σε παρασύρει, το "Red Eye Removal" σπάει την ένταση του δίσκου, φέρνοντας μια εκπληκτική ηρεμία που ξεχωρίζει για την υποβλητική της ομορφιά, ενώ το βάθος της παραγωγής του σε κρατά σε μια παράξενη τσίτα. Η ανατριχιαστική αφήγηση (ποίηση που λέω παραπάνω) του "I Saw Someone Die Ιn Sudbury, ON" ξεδιπλώνεται αργά, με θορύβους, με μια ατμοσφαιρική ένταση που αναμιγνύει το πένθος με την αποξένωση, δημιουργώντας μια αίσθηση απώλειας που παραμένει κολλημένη στο μυαλό σου, όχι σαν γαμημένο πρόβλημα, αλλά σαν μια παραδόξως ευχάριστη σκέψη, πολύ μετά την τελευταία νότα.

Το "Nails" στο τέλος, άλλο ένα αριστούργημα, είναι το ήσυχο σφυρί. Μελαγχολικό, τσακισμένο, γεμάτο παύσεις και ασάφειες που όμως λειτουργούν σαν δηλώσεις. Είναι το κομμάτι που σφίγγει το στομάχι χωρίς να χρειαστεί να ανεβάσει ένταση. Απλώς υπάρχει με τρόπο που σου ξεγυμνώνει τα νεύρα. Με τρόπο που σε χαλαρώνει. Σε σβήνει. Σε αφήνει.

Δεν ξέρω πώς καταφέρνει να τα σκεφτεί και να τα ενορχηστρώσει όλα μόνος του αυτός. Ξέρω όμως ότι ο δίσκος δεν είναι απλά ένα επόμενο βήμα προς τα μπροστά. Είναι το άλμπουμ που μοιάζει και έχει αρχή-μέση-τέλος, με στόχο, με ξεκάθαρο όραμα. Και έχει ακόμα αυτό το κάτι που σε κάνει να το αγαπάς γιατί είναι ατελές, γιατί είναι περίεργο, γιατί δεν έχει φτιαχτεί για όλους. Είναι εκπληκτικά εντυπωσιακό. Είναι ποιοτικότατο.

Σκληρό, ειλικρινές, υπέροχο.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET