Purson

Desire's Magic Theatre

Spinefarm (2016)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 01/07/2016
Χωρίς την έκπληξη του πρώτου δίσκου, τα ηνία παίρνει πλέον η περιπέτεια στη μουσική
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όταν οι Purson έσκασαν το 2013 η έκπληξη ήταν μεγάλη και θα ήταν αρκετή για να διατηρήσει έναν κάποιον μύθο γύρω από το όνομά τους. Βλέπετε, μία βρετανική μπάντα με γυναίκα ηγέτιδα, που να θυμάται και να αναπαράγει με επιτυχία τον riff-άτο hard prog ήχο των '70s, δεν είναι κάτι που συναντά κανείς συχνά. Κι όμως, η επιτυχία ήταν ότι κανείς δεν έμεινε σε αυτό, ήταν τελικά η ποιότητα της μουσικής τους που έκανε τους πάντες να σπεύσουν να μιλήσουν για ένα συγκρότημα με πολύ μέλλον και μία ελπίδα για τον ήχο από την χώρα που λίγο ως πολύ τον εξέθρεψε. Το "Desire’s Magic Theatre" είναι η δεύτερη δουλειά τους και ως συνήθως το ερώτημα που πλανάται είναι αν πρόκειται για συγκρότημα-πυροτέχνημα ή όχι.

Ρισκάροντας να μη διαβαστεί το υπόλοιπο κείμενο, η απάντηση δίνεται νωρίς. Σίγουρα δεν πρόκειται για ένα συγκρότημα που θα χαθεί σύντομα και θα το θυμόμαστε ως κάτι που «θα μπορούσε». Μάλιστα αυτό γίνεται άμεσα κατανοητό με δύο τρόπους. Από τη μία το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι, που τον ξεκινάει κιόλας, όχι μόνο πατάει εξίσου επιτυχημένα στις βάσεις του "The Circle And The Blue Door", αλλά τις αναπτύσσει κιόλας φέρνοντας πολύ πιο έντονα τα prog και jazz στοιχεία μπροστά. Από την άλλη, το "Electric Landlady", την παραπομπή του οποίου όποιος δεν πιάνει έχει πολλή μουσική μπροστά του να ακούσει, επαναλαμβάνει τη σκληράδα και τα riff του ντεμπούτο εκ του ασφαλούς μεν, αλλά εξίσου επιτυχημένα.

Τα υπόλοιπα 35 λεπτά που ολοκληρώνουν το σύνολο ενισχύουν την εντύπωση ενός συγκροτήματος που έχει εξελίξει περισσότερο τις παικτικές του ικανότητες και προσπαθεί να κάνει το ίδιο και με τον ήχο του, ακόμα κι αν τελικά τα πολλά καλά του σημεία δεν είναι ικανά να επαναλάβουν το σοκ της πρώτης γνωριμίας. Τα περισσότερα συμφωνικά μέρη και οι πιο περιπετειώδεις δομές των τραγουδιών μπορεί να στερούν από την επιθετικότητα με την οποία η Rosalie Cunningham μας είχε συστηθεί, αλλά αυξάνουν μία μυστηριώδη διάθεση που έτσι κι αλλιώς είναι διάχυτη στη μουσική των Purson. Σε μεγάλο βαθμό είναι τα χαλαρά, σχεδόν υπεροπτικά αδιάφορα, αλλά και κυριαρχικά φωνητικά της που είναι υπεύθυνα για αυτό.

Αντί να επαναλάβουν τη συνταγή με την οποία έγιναν γνωστοί, οι Purson καταλαβαίνουν νωρίς την παγίδα που ένας, έτσι κι αλλιώς, χαρακτηριστικά ρετρό ήχος κρύβει και δείχνουν ότι μπορούν να κάνουν μικρά βήματα μπροστά. Τώρα το ότι κι εμείς πλέον είμαστε ψιλιασμένοι και απαιτητικοί είναι δικό μας πρόβλημα, έτσι δεν είναι;

  • SHARE
  • TWEET