Pure Reason Revolution
Coming Up To Consciousness
Πολύ μακριά απ' το να είναι το ψυχρό γέννημα καθαρού λόγου, το τρίτο post-hiatus άλμπουμ των Εγγλέζων είναι ένα ζεστό και εγκάρδιο γράμμα αποχαιρετισμού γεμάτο λυρισμό και ευφάνταστες συνθέσεις
Το 2020 μοιάζει πολύ μακρινό ήδη, και μαζί με τα όσα περίεργα και ανατρεπτικά έφερε, ήταν κι η χρονιά που επανεισήγαγε στον δημόσιο μουσικόφιλο διάλογο τους Pure Reason Revolution. Το βρετανικό underdog (μισο-επίτηδες το έγραψα αυτό), ξύπνησε απ’ την χειμερία νάρκη του (αυτό, όμως, επίτηδες) και επέστρεψε δισκογραφικά, δίνοντας μία νέα πνοή στην καριέρα του (κι αυτό), που μέχρι τότε έδειχνε να έχει μόνο πτωτική πορεία. Βέβαια, το μεγάλο μπαμ που έγινε με το εντυπωσιακό - ομολογουμένως - "Eupnea" , δεν επαναλήφθηκε με το "Above Cirrus", μιας και το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε μάλλον εξαφανιστεί. Αυτό που όντως υπήρχε, όμως, ήταν η ικανοποίηση ότι η τριάδα των Courtney, Alper, και Jong ήταν πάλι μαζί, αφού ο τελευταίος επέστρεψε, ολοκληρώνοντας το reunion.
Κι έτσι, σε πολύ τακτικό και σύντομο χρονικό διάστημα, ιδού και το "Coming Up to Consciousness", ένας δίσκος που εμπνέεται απ’ την ευθανασία του σκύλου του Jon Courtney, μία απώλεια που κάθε ζωόφιλο άτομο μπορεί να κατανοήσει. Όπως και στα προηγούμενα άλμπουμ τους, στα οποία εμπνέονται από ευαίσθητα θέματα, η μουσική είναι λυρική και γλυκόπικρη σε στιγμές, χωρίς όμως να αναλώνεται σε συναισθηματισμούς και μελαγχολίες. Αντιθέτως, υπάρχει μία καλογυαλισμένη, κρυστάλλινη και ονειρική ατμόσφαιρα που θυμίζει πολύ ενορχηστρωτικά το "It Leads to This" των Pineapple Thief - όχι τυχαία, ο ταλαντούχος mastermind των τελευταίων, Bruce Soord, βρίσκεται στο τιμόνι της παραγωγής, ενώ έχει αξιοποιηθεί και ο μπασίστας τους, Jon Sykes, σε κάποια κομμάτια.
Ωστόσο, συνθετικά έχει να επιδείξει πολλά περισσότερα στα οκτώ κομμάτια του, με τα έξι ιντερλούδια να υποδύονται πως έχουν λόγο ύπαρξης, όμως στην πραγματικότητα να μην είναι παρά αιθέριες κουτσουλιές, και θα μπορούσαν άνετα να είναι ενταγμένα στην σύνθεση που ακολουθεί, χωρίς να σηκωθεί κανένα φρύδι προβληματισμού.
Πέρα απ’ την προσεγμένη παραγωγή, όμως, το δυνατό χαρτί των Pure Reason Revolution είναι ότι συμπιέζουν τις πλούσιες ιδέες τους σε εύληπτα, σύντομα τραγούδια μικρής διάρκειας, χωρίς να χάνουν σε αίσθηση φρεσκάδας, αφηγηματικότητας, και ευκολομνημόνευτων στιγμών. Ναι, η φωνή μπορεί να θυμίζει σε στιγμές κλώνο του Steven Wilson, και τα slides να θυμίζουν το "Dark Side of the Moon", μα ξεκάθαρα το συγκρότημα εμπνέεται απ’ τη Βρετανική του παράδοση (το ίδιο το συγκρότημα στην περιγραφή του άλμπουμ δίνει κι άλλα ονόματα, μεταξύ άλλων Talk Talk, Elliot Smith, και… Arctic Monkeys!). Μία προσεκτική ματιά στα credits φανερώνει το όνομα του Guy Pratt, του μπασίστα που συνεργάζεται με τον ντράμερ των Pink Floyd, Nick Mason, στο σχήμα Nick Mason’s Saucerful of Secrets, και ο οποίος πρέπει να είναι κι ο υπεύθυνος για την πανέμορφη μπασογραμμή στο "Betrayal", διεκδικώντας τον τίτλο για την καλύτερη μπασογραμμή της χρονιάς.
Όμως αρκετά με το who’s who με τον δίσκο. Στο δια ταύτα, λοιπόν, το "Coming Up to Consciousness" είναι ένα θαυμάσιο άλμπουμ alternative progressive rock, που ναι μεν φέρει τον όρο progressive μάλλον καταχρηστικά, αλλά ακόμη κι έτσι οι γέφυρες με το είδος είναι ξεκάθαρες. Τα δύο μακροσκελέστερα κομμάτια, "Bend the Earth" και "Lifeless Creature" που παίζονται μαζί λίγο πριν το κλείσιμο της αυλαίας με το ανατριχιαστικό "As We Disappear" (μα τι φωνητικές μελωδίες έγραψαν!) αποτελούν τέλειες συμπυκνώσεις του ήχου των Pure Reason Revolution, με τραγούδια σαφούς δομής, αλλά αισθητή την τάση για «φάσεις», πανέμορφο μπλέξιμο τριών διαφορετικών φωνών, αρκετή ηλεκτρονική επένδυση, και στακάτο drumming (από τον Ravi Kesavaram), κυρίως όμως καλογραμμένες συνθέσεις, που μπορούν να σταθούν και αυτόνομες.
Για το σβώλο χρυσού με τον τίτλο "Betrayal" τα είπαμε και νωρίτερα. Το "Useless Animal" με το μεγάλο ρεφραίν του ξεσπάει σε ένα πυρακτωμένο κιθαριστικό break, που θυμίζει τα πιο άμεσα κομμάτια του "Deadwing", ενώ εξίσου δυνατό αναδεικνύεται και το πιο επιθετικό [sic] "Dig Till You Die". Είναι στο εκπληκτικό "Worship", όμως, που μπορείς να διακρίνεις το χάρισμα του συγκροτήματος, αλλά και την υπέροχη φωνητική συμβολή της Annicke Shireen, που εισήχθη στο συγκρότημα το ‘22 για να αντικαταστήσει την Chloe Alper όσο περιοδεύει με τους James, και της οποίας το πρόγραμμα ακόμη δεν της επιτρέπει να επιστρέψει στο σχήμα, μένοντας έξω και από την δημιουργική διαδικασία. Δεν μπορώ να μην αισθανθώ ένα σκίρτημα στο hook που λέει there’s no-one here to worship, but us πριν στραφεί το φως των προβολέων στο σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας, και ενώ τα θέματα του κομματιού επιστρέφουν παραλλαγμένα και διαθλασμένα, με αυξανόμενη ένταση και ορμή, είναι αυτή η διάνθιση με ηλεκτρονικά και rock στοιχεία - φέρνοντας έντονα στο νου τους Muse - που με κάνει να το αντιμετωπίζω ως ένα απ’ τα πιο ολοκληρωμένα τραγούδια του συγκροτήματος γενικά.
Στο "Coming Up to Consciousness" , οι Pure Reason Revolution ακούγονται το ίδιο εμπνευσμένοι και αέρινοι όπως πάντα, όμως ίσως αυτή τη φορά προσέχοντας να διαμορφώσουν τραγούδια χωρίς περιττές φιοριτούρες (δεν υπάρχουν δεκάλεπτα έπη εδώ), ξεκάθαρες ιδέες, και ίσως πιο συμβατές φόρμες, μένοντας πιστοί στην alt prog βρετανίλα τους, απ’ την οποία δεν δείχνουν διάθεση να ξεμακρύνουν, αλλά αντιθέτως την σκάβουν και την επεκτείνουν. Σύντομο αλλά και άμεσο, πολυπρόσωπο, αλλά και ομοιογενές, το νέο άλμπουμ των Εγγλέζων δεν ακούγεται καθόλου ως το ψυχρό γέννημα του καθαρού λόγου, αλλά αντιθέτως πρόκειται για ένα ζεστό και εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο γράμμα προς έναν φίλο, που στο υστερόγραφο κλείνει με αυτό που ξέραμε από μικρά παιδιά: πως όλα τα καλά σκυλάκια πάνε στον παράδεισο.