Pain Of Salvation

In The Passing Light Of Day

Inside Out (2017)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 13/12/2016
Επιστροφή στο μέλλον, με ένα ακόμα σπουδαίο άλμπουμ από τους Pain Of Salvation
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η πορεία των Pain Of Salvation όπως αποτυπώνεται στη μουσική τους εξέλιξη και μέσα από τις αποφάσεις του ιθύνοντα νου τους, του Daniel Gildenlow, είναι την ίδια στιγμή χαοτική κι απόλυτα λογική. Αρκεί κάποιος να έχει τη διάθεση να ακολουθήσει τις πεποιθήσεις και τον ειρμό των καλλιτεχνικών ανησυχιών που τον πρεσβεύουν.

Αλλά, αυτά απασχολούν εμάς τους ορκισμένους οπαδούς της μουσικής των Pain Of Salvation και του Daniel ως προσωπικότητα. Για όλους τους υπόλοιπους αρκεί το ότι κυκλοφορούν ένα ακόμα εξαιρετικό άλμπουμ, το οποίο - όπως σχεδόν κάθε άλμπουμ αυτής της μπάντας - έχει τη δική του ιδιαίτερη ιστορία.

Σχεδόν μια δεκαετία πριν, ο Daniel ένιωσε την ανάγκη να απομακρυνθεί από τον progressive metal ήχο και να στρέψει τη μουσική της μπάντας σε πιο οργανικά και '70s μονοπάτια, τα οποία απέδωσαν καρπούς με τα δυο υπέροχα "Road Salt" άλμπουμ. Παρόλο που η αλλαγή αυτή φαινόταν πιο μόνιμη, οι εντάσεις κι οι αποχωρήσεις μελών οδήγησαν σε μια ακόμα υποχρεωτική επανεκκίνηση, με σχεδόν ολική αλλαγή του line-up, η οποία επηρέασε και μουσικά την μπάντα.

Κάποιοι, ίσως, έχουν την αίσθηση ότι όλες αυτές οι αναταράξεις οφείλονται στο γεγονός πως ο Daniel διοικεί την μπάντα με τη σιδερά γροθιά του, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Απόδειξη τούτου, πως o Ragnar Zolberg, αυτός ο μικρόσωμος και θηλυπρεπής Ισλανδός, έχει ήδη γίνει ο wingman που ο Daniel επιζητούσε από την εποχή του Daniel Magdic και των δυο πρώτων άλμπουμ της μπάντας.

Έτσι, λοιπόν, ο πρώτος παράγοντας που καθορίζει το νέο άλμπουμ είναι πως το line-up σταθεροποιήθηκε, με τον «παλιό» Leo Margarit στα ντραμς, τον Ragnar σε κιθάρες και φωνητικά, τον Daniel Karlsson να μετακομίζει στα πλήκτρα και το μπάσο να αναλαμβάνει ο Gustaf Hielm. Πρόκειται για μια πολύ δυνατή τεχνικά σύνθεση, που παράλληλα δείχνει να έχει επαναφέρει μια ηρεμία και ισορροπία στην μπάντα.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν το φλερτ του Daniel με τον θάνατο. Σχεδόν τρία χρόνια πριν, εισάχθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο για να αντιμετωπίσει μια σπάνια αρρώστια, ένα βακτήριο που του έτρωγε τη σάρκα. Χρειάστηκε να υποβληθεί σε επικίνδυνες επεμβάσεις και να περάσει μήνες στο νοσοκομείο, καθώς το μέλλον του έμοιαζε αβέβαιο. Τελικά, κατάφερε να βγει πιο δυνατός σε όλα τα επίπεδα, αλλά μια τέτοια βιωματική εμπειρία δεν θα μπορούσε παρά να ποτίσει στο μεδούλι τους πάντα κοφτερό και ιδιαιτέρως προσωπικό περιεχόμενο των στίχων του. Στην πραγματικότητα οι στίχοι είναι που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την αξία αυτού του άλμπουμ.

Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με μια προσφορά που δέχτηκαν από το Prog Power φεστιβάλ το 2014, για μια σπέσιαλ εμφάνιση που θα περιλάμβανε ολόκληρο το "Remedy Lane", την οποία κι αποδέχτηκαν. Την ίδια στιγμή προχώρησαν σε επανέκδοση του άλμπουμ με νέα μίξη και master, και τελικά όλη αυτή η αναβίωση του "Remedy Lane" ώθησε το νέο υλικό προς την (κατά τους περισσότερους) «χρυσή» εποχή της μπάντας. Αυτή των αρχών των '00s.Τουλάχιστον, αυτό ισχυρίστηκαν οι δημιουργοί του...

Είναι, λοιπόν, το "In The Passing Light Of Day" μια βουτιά στο παρελθόν; Και ναι και όχι. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του "On A Tuesday" γίνεται αντιληπτό ότι επέστρεψαν οι βαριές κιθάρες και το τεχνικό παίξιμο. Ή για να το θέσω πιο απλά, επέστρεψε το prog metal στη μουσική των Pain Of Salvation. Όμως, όταν κατά τη διάρκεια του 10λεπτου εναρκτήριου τραγουδιού τα πράγματα ηρεμούν, γίνεται αντιληπτό πως το υπόστρωμα της μπάντας συνεχίζει να είναι πιο οργανικό, πιο κοντά στον '70s ήχο των δυο προηγούμενων άλμπουμ. Μοιάζει περισσότερο με συνδυασμό δυο κόσμων, παρά με μονομερή επιστροφή στο παρελθόν, κάτι που τελικά ισχύει σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Στιχουργικά, ο Daniel επαναφέρει το έντονο προσωπικό στοιχείο των παλιότερων δουλειών, επιζητώντας τους λόγους που δίνουν κίνητρο στο ανθρώπινο είδος (αλλά και στον ίδιο) να συνεχίζει να προσπαθεί για κάτι φαινομενικά μάταιο.

Εν συνεχεία, το "Tongue Of God" μοιάζει ακριβώς με τη σύνθεση που ονειρεύτηκαν όσοι ενθουσιάστηκαν από τη θεωρητική επιστροφή στον «κλασσικό» ήχο της μπάντας. Progressive προσέγγιση, κοφτοί ρυθμοί, διπλά φωνητικά με έντονη συνεισφορά από τον Ragnar κι ένας Daniel πιο τσαντισμένος από ποτέ να τα βάζει με Θεούς και δαίμονες. Φανταστικό!

Όσον αφορά στο "Meaningless", αποτελεί ένα τραγούδι που κολλάει στο μυαλό κι ως εκ τούτου θα μπορούσε να πει κάποιος πως έχει τον ρόλο του «κράχτη». Είναι με διαφορά η πιο πιασάρικη στιγμή στο άλμπουμ, και ως σύνθεση του Ragnar έχει τον ίδιο να ερμηνεύει μεγάλο μέρος του. Καλώς αποφάσισαν να δουλέψουν πάνω του και να το συμπεριλάβουν στο άλμπουμ.

Περιέργως, το "Silent Gold" δεν κολλάει με καμία άλλη σύνθεση στο άλμπουμ. Είναι μια '70s οργανική μπαλάντα, που μοιάζει να έχει βγει κατευθείαν από τα "Road Salt" και ουσιαστικά αποτελεί μια ωδή του Daniel στη γυναίκα του. Όμως, είναι πανέμορφο, και δίνει μια ωραία ανάσα στη ροή του συνόλου.

Αντιθέτως, το "Full Throttle Tribe" μας επαναφέρει στις prog metal φόρμες, τις βαριές κιθάρες και το τεχνικό παίξιμο. Προσεγγίζοντας κι αυτό τα δέκα λεπτά, αποτελεί μια από τις πιο δυνατές στιγμές στο άλμπουμ, με πολύ ξεχωριστό ρεφρέν και ιδιαίτερους στίχους, καθώς ο Daniel αποφασίζει να εξηγήσει από τι είναι φτιαγμένος και πως έχει πάρει απόφαση να βλέπει τα πράγματα σε αυτήν τη ζωή.

Το δε "Reasons" είναι, μάλλον, το πιο prog metal κομμάτι του άλμπουμ και σίγουρα το πιο ιδιαίτερο. Με τρομερές εναλλαγές ρυθμού, πολυφωνικές μελωδίες, ερωτοαπαντήσεις στο verse κι ένα νευρικό ξέσπασμα του Daniel όταν απαριθμεί τους λόγους που τσακίζει είναι ήδη μεταξύ των αγαπημένων μου συνθέσεων του άλμπουμ.

Η επόμενη τριάδα τραγουδιών έχει μια ηχητική συνάφεια, που θα την περιέγραφα ως μια μίξη της τραχύτητας του "Scarsick" και του οργανικού παιξίματος των "Road Salt", αλλά με έναν δικό τους χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και στις τρεις συνθέσεις ο Daniel βάζει το μαχαίρι λίγο πιο βαθιά και το στρίβει και λίγο να πονέσει.

Στο "Angels Of Broken Things" μιλάει για όλα αυτά τα πράγματα που ο συνεχής πόνος καταφέρει να φθείρει και μάλλον αναρωτιέται αν όντως αυτό που δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό ή σε αφήνει σπασμένο τελικά. Αντίθετα, στο "Taming Of The Beast" βγάζει το alter ego του στην επιφάνεια, τον Ίκαρο που θέλει να φτάσει στον ήλιο κι ας καεί και το πόσο δύσκολο είναι να δαμάσει το «τέρας» που κρύβεται μέσα του. Στο δε, "If This Is The End" φλερτάρει με την ιδέα πως όλα μπορεί να τελειώσουν πρόωρα και την αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα, αλλά και με θυμό και με ειρωνεία.

Όλα αυτά καταλήγουν στο μεγάλο φινάλε του 15λεπτου ομώνυμου τραγουδιού, παρόμοιο τραγούδι με το οποίο σίγουρα δεν έχουν ξαναγράψει οι Pain Of Salvation. Ξεκινάει και τελειώνει ήρεμα, δυναμώνοντας στο ενδιάμεσο και αποτελεί εν τέλει μια ωδή του Daniel στη ζωή και στον έρωτα, γεμάτη λυρισμό και έντονα συναισθήματα. Χωρίς να γίνεται μελό ή πεζός, στο τέλος αφήνει μια ηλιαχτίδα να εισχωρήσει και να υπενθυμίσει πως στον μακρύ δρόμο της ζωής υπάρχει μια άτυπη ισορροπία. Ο πόνος (pain) παρέχεται απλόχερα και είμαστε εμείς οι ίδιοι που πρέπει να βρούμε μόνοι μας τελικά την λύτρωση (salvation) μέσα από αυτή.

Όταν ξεκίναγε τους Pain Of Salvation, το όραμα του Daniel Gildenlow ήταν να φτιάξει τη μεγαλύτερη μπάντα στον κόσμο. Το παιδί εκείνο μεγάλωσε και το όνειρο πέθανε, αλλά την ίδια στιγμή πέτυχε κάτι εξίσου σπουδαίο: να προσφέρει σε μια ομάδα ανθρώπων μια ξεχωριστή σύνδεση συναισθημάτων με τις μουσικές του. Κι αν το "In The Passing Light Of Day" δεν είναι τελικά ένα νέο "The Perfect Element" ή "Remedy Lane", δεν έχει καμία σημασία. Διότι, προσφέρει κάτι διαφορετικό και πετυχαίνει εκ νέου αυτήν τη σύνδεση, την οποία συγχωρέστε με αν δεν την επεξηγώ αρκετά πειστικά - δεν ξέρω αν γίνεται.

Ίσως απαιτεί χρόνο να εντρυφήσει κάποιος στις μουσικές της μπάντας ή στην ψυχοσύνθεση του Gildenow, ίσως απαιτεί την προσοχή στους στίχους, ίσως και τίποτα απ' όλα αυτά για κάποιους. Ό,τι κι αν απαιτείται, πάντως, αξίζει τον κόπο. Η μουσική των Pain Of Salvation το επιστρέφει και με το παραπάνω. Το "In The Passing Light Of Day" δεν αποτελεί εξαίρεση.

  • SHARE
  • TWEET