Naxatras

III

Self Released (2018)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 02/05/2018
Οι Θεσσαλονικείς Naxatras βλέπουν το όνομά τους να γιγαντώνεται στην εγχώρια σκηνή και να ακούγεται στο εξωτερικό, όμως από ένα "III" περιμέναμε αρκετά περισσότερα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Τρίτος δίσκος για το Σαλονικιώτικο τρίο, το οποίο μέσα σε τέσσερα χρόνια δισκογραφικής ύπαρξης έχει ήδη καταφέρει να μπει στην συνομοταξία της stoner/heavy psych «φάσης» ως εξέχον όνομα πια. Ακόμα και αν διαφέρει μουσικώς αρκετά από τους ομόσταβλούς (;) του. Όπως το ομώνυμο το 2015 και το "II" το 2016, έτσι και το "III" εντυπωσιάζει με την αισθητική του artwork του. Η μασκότ έχει γίνει πια σήμα κατατεθέν της μπάντας, η οποία γιγαντώνεται, κάνει sold-out σε κοτζάμ Gagarin, ενώ επίσης λαμβάνει θετικές κριτικές και από κάποια σημαντικά webzine του παγκόσμιου στερεώματος.

Το εναρκτήριο "You Won’t Be Left Alone" ξεκινάει ταμάμ με κιθαριστική ανατολίτικη ψυχεδέλεια προερχόμενη από τη σχολή Colour Haze, για να μπει έπειτα ένα riff άμεση αναφορά στους Kyuss και τη φωνή, αυτήν, την John Garcia, ξέρετε. Πριν προλάβεις να πεις «όχι άλλη μια τέτοια ελληνική μπάντα» τα πράγματα αλλάζουν άρδην. Δεν είναι αυτό το ζαμανφού southern rock’n’roll η κατεύθυνση των Naxatras. Ευτυχώς. Στηρίζονται κυρίως στην ψυχεδέλεια, ακολουθούν ως επί το πλείστον instrumental οδούς και υπνωτική επαναληψιμότητα.

Το "On The Silver Line" στηρίζεται στην κιθάρα, ωστόσο χάνει στην ουσία και μοιάζει σαν την generic ραχοκοκαλιά ενός πιο ουσιαστικού κομματιού. Σαν ένα απλοϊκό τζαμάρισμα από το οποίο θα προκύψει κάτι μεγάλο ή σαν ένα πέρασμα μιας ονειρικής σύνθεσης. Το ίδιο ατόπημα παρατηρείται και σε άλλα σημεία του δίσκου, όπως στο "Land Of Infinite Time". Πολλά αρπίσματα και γκιλμορικά σολαρίσματα δημιουργούν ένα ιδιαιτέρως ευχάριστο άκουσμα, οπότε η αλήθεια είναι πως είμαστε αυστηροί όταν λέμε το «ναι μεν αλλά λείπει το κάτι παραπάνω». Εντούτοις, αισθάνομαι πως οφείλουμε να τους κρίνουμε με διεθνείς προδιαγραφές. Είναι σαφές πως πρέπει να γίνει έτσι, διότι φαίνεται πως αυτό επιθυμούν και οι ίδιοι. Κάτι μεγαλύτερο από τα στεγανά που θέτει αυτή η χώρα.

Το "Machine" συνεχίζει στο mid tempo που καθορίζει όλο το άλμπουμ. Βαραίνει λίγο τις κιθάρες, δυναμώνει τις blues αναφορές, οι Pink Floyd εξακολουθούν να είναι διάχυτοι παντού... Οι παύσεις εντός και οι αλλαγές κατεύθυνσης μέσα στο ίδιο κομμάτι το καθιστούν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συνθέσεις του άλμπουμ. Στο "Prophet", έπειτα από απουσία μισής ώρας επιστρέφουν τα φωνητικά. Εδώ υπάρχουν οι καλύτερες ιδέες, όμως μια εσκεμμένη προσπάθεια να παραμείνουν σε βασικό παίξιμο δεν το αφήνουν να απογειωθεί. Το σαμπαθικό riff στη μέση είναι ευχάριστη νησίδα εν μέσω της γενικότερα "light" heavy psych ύπνωσής τους.

Το άλμπουμ κρατάει κάποιες όμορφες εκπλήξεις για το τέλος. Πρόκειται για τη νοσταλγία των "White Morning" και "Spring Song". Τα φωνητικά του κιθαρίστα Γιάννη Δελιά και του μπασίστα Γιάννη Βαγενά έχουν εμφανείς αδυναμίες, καθώς δεν είναι η κύρια ενασχόλησή τους. Καταφέρνουν, βέβαια, να μας ταξιδέψουν σε '60s και '70s ηχοτοπία, με δύο πολύ γλυκές μπαλαντοειδείς συνθέσεις που κλείνουν το άλμπουμ σε πολύ ανώτερο επίπεδο απ' ό,τι ξεκίνησε.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET