Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....

Myles Kennedy
The Art Of Letting Go
Ο Myles στην εποχή της ωριμότητας και της αναγνώρισης, προσθέτει μια ακόμα ωραιότατη δουλειά στην σπουδαία δισκογραφία του
Είκοσι χρόνια μετά την εμφάνισή του με τους Alter Bridge, όταν και ξεκίνησε να τραβάει περισσότερους προβολείς πάνω του, έχουν συμβεί τόσα πολλά στην καριέρα του Myles Kennedy που αν τα φανταζόταν κάποιος τότε θα τον έλεγαν τρελό!
Η βασική του μπάντα έφτασε να έχει πουλήσει μερικά εκατομμύρια δίσκων σε δύσκολες εποχές, να κάνει sold out εμφανίσεις στο Wembley Arena και στο O2 και να παίζει συνοδεία ορχήστρας στο Royal Albert Hall. Οι Jimmy Page, John Paul Jones και Jason Bonham τον επέλεξαν ανάμεσα σε θρυλικά ονόματα να τους συνοδεύσει σε μια Led Zeppelin περιοδεία που δεν έγινε ποτέ, ενώ ο Slash ξαναέφτιαξε την καριέρα του, χρίζοντάς τον frontman της μπάντας του, δίνοντάς μάλιστα χώρο για να βάλει το όνομά του στην μαρκίζα, δίπλα στο δικό του. Κι επειδή όλα αυτά δεν είναι αρκετά, ο Myles εδώ και έξι χρόνια έχει ξεκινήσει παράλληλα και μια σόλο καριέρα, στο πλαίσιο της οποίας κυκλοφορεί τον τρίτο του δίσκο, ο οποίος φέρει τον υπέροχο τίτλο "The Art Of Letting Go".
Η πρώτη προσωπική δουλειά του (το "Year Of The Tiger" του 2018) ήταν πολύ ιδιαίτερη, και κατά την προσωπική μου άποψη ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, καθώς με όπλο την ακουστική του κιθάρα και φορώντας το singer/songwriter καπέλο του ο Myles εξιστορεί με έναν μοναδικό τρόπο την ιστορία της ζωής του και τα τραύματα των παιδικών χρόνων που την καθόρισαν. Εν συνεχεία, με το "Ides Of March" μείωσε κάπως τον ακουστικό χαρακτήρα και κινήθηκε σε διάφορες κατευθύνσεις, από το classic rock ως το hard rock και τα blues, με εξαίσια αποτελέσματα και πάλι. Κι αφού περιόδευσε εκτενώς ως σόλο καλλιτέχνης, παρέα με τον παλιόφιλό του από τους The Mayfield, Four Zia Uddin (drums) και τον Tim Tournier (μπάσο, tour manager των Alter Bridge), ο Myles διαμόρφωσε στο μυαλό του την προσωπική του μπάντα ως ένα rock trio, με βάση το οποίο έγραψε τα τραγούδια του τρίτου του άλμπουμ.
Ως αποτέλεσμα της παραπάνω ζύμωσης, το "The Art Of Letting Go" δεν έχει ούτε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του πρώτου άλμπουμ, ούτε τις διαφορετικές απολήξεις του δεύτερου, παρόλα αυτά φέρει ξεκάθαρα την συνθετική και ερμηνευτική σφραγίδα του Myles σε όλη την διάρκειά του, επιδεικνύοντας μια ωριμότητα και ένα coolness που προκύπτει από το γεγονός ότι πλέον δεν έχει μείνει κάτι να αποδείξει. Όπως, θα διαβάσετε και στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο Kennedy δεν ενδιαφέρεται να κάνει επίδειξη δυνατοτήτων, ούτε φωνητικά ούτε κιθαριστικά, προτιμώντας να εστιάζει στην ουσία της σύνθεσης. Και, πράγματι, το τρίτο του άλμπουμ ξεχωρίζει κυρίως για τα τραγούδια του.
Αυτό είναι κάτι που μπορείς να το ακούσεις από τα δυο πρώτα singles κιόλας, το κάπως πιο ανεβαστικό "Say What You Will" και το πιο φορτισμένο "Miss You When You’re Gone", όπου είναι ξεκάθαρα τα songwriting skills του Myles και σε συνδυασμό με την τόσο ξεχωριστή φωνή του, τα καθιστούν αμφότερα ως δυο από τα καλύτερα rock τραγούδια της χρονιάς. Επίσης, ξεχωρίζει το καταπληκτικό refrain του "Nothing More To Gain", καθώς και το πως χρωματίζει με ερμηνευτικό πάθος το "Behind The Veil", αλλά και το αφιερωμένο στον Chris Cornell, "Eternal Lullaby" που αναπόφευκτα φέρει το δικό του βάρος. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν πληθώρα ωραίων riff και κιθαριστικών θεμάτων, από το ομότιτλο ως το "Mr. Downside" και το "Dead To Rights", ενώ όλα ενισχύονται από την πολύ καλή παραγωγή, δια χειρός Elvis Baskette, φυσικά.
Συνολικά, πρόκειται για ένα άλμπουμ από το πάνω ράφι, δίχως αμφιβολία. Ειδικά σε μια χρονιά που προσωπικά τη βρίσκω ιδιαίτερα φτωχή στον classic/hard rock ήχο δεν μπορεί να αγνοηθεί και ξεχωρίζει με ευκολία στο χώρο του. Όσον αφορά στην ευρύτερη δισκογραφία του Myles, το "The Art Of Letting Go"κινείται κοντά στα επίπεδα του "Ides Of March" χωρίς τις κορυφές ή την ηχητικά ποικιλία του, αλλά με περισσότερη ομοιογένεια, αποτελώντας εν τέλει μια ακόμα ωραιότατη προσθήκη στην σπουδαία δισκογραφία του.