Megadeth

The Sick, The Dying... And The Dead!

Universal Music Group (2022)
Από τον Σπύρο Κούκα, 26/08/2022
Ως μια ιδανική δημιουργική αντίδραση σε όσα τους συνέβησαν τα τελευταία χρόνια, το νέο άλμπουμ των Megadeth τιμάει την κληρονομιά τους στο ακέραιο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αρκετό νερό στο αυλάκι κύλησε από την προηγούμενη φορά που είχαμε δισκογραφικά νέα από τους Megadeth, με την ίδια την μπάντα και τον Dave Mustaine να καλούνται να διαχειριστούν διάφορες δύσκολες καταστάσεις κατά τη διάρκεια αυτών των έξι και πλέον χρόνων από το δυνατό "Dystopia" μέχρι σήμερα. Από το μικρό σεξουαλικό σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον Dave Ellefson - που οδήγησε στην αναπόφευκτη απομάκρυνση του - μέχρι το σοβαρό πρόβλημα υγείας που ταλαιπώρησε τον Mega-Dave και, φυσικά, τα πάσης φύσεως προβλήματα που έφερε μαζί της η πανδημία, υπήρχε ένα περίεργο περιρρέον κλίμα γύρω από τους Megadeth, το οποίο οδήγησε και στο μεγαλύτερο δισκογραφικό κενό που έχει πραγματοποιήσει η μπάντα αυτά τα σχεδόν σαράντα χρόνια πορείας.

Από την άλλη, η ιστορία έχει δείξει ότι ακριβώς τέτοιες καταστάσεις είναι που «τρέφουν» τον δημιουργικό εγωισμό του Dave Mustaine, καθώς η έννοια της αντίδρασης μοιάζει συνυφασμένη με την ύπαρξη των Megadeth από τα γεννοφάσκια τους κιόλας. Η session συμφωνία με τον Steve Di Giorgio για τις μπασογραμμές του νέου δίσκου υπήρξε μια κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση, διαθέτοντας τόσο την ουσία, όσο και τον παράγοντα εντυπωσιασμού που θα χρειαζόταν για να στρέψει τα βλέμματα ξανά μόνο στην μπάντα και τη μουσική της, ενώ ο τίτλος του νέου άλμπουμ παίζει με το θυμικό των οπαδών ιδανικά.

Βλέπετε, η ονομασία του 16ου κατά σειρά άλμπουμ των Αμερικάνων και οι μικρές λεπτομέρειες που εκείνη κρύβει (βλέπε δομή τίτλου, αποσιωπητικά, κατάληξη με θαυμαστικό) παραπέμπουν ευθέως στις τρεις πρώτες, ‘80s δουλειές τους, με ό,τι αυτό μπορεί να υπονοεί και για το περιεχόμενο του νέου δίσκου. Έτσι, η προδιάθεση για το "The Sick, The Dying… And The Dead!" υπήρχε θετική, αναμένοντας ένα αποτέλεσμα κατά τα πρότυπα των "Endgame" και "Dystopia" - όπως τελικά και συμβαίνει.

Ξεκινώντας από τα αρνητικά του δίσκου, είναι γεγονός πως η φωνή του Mega-Dave δεν την «πολυπαλεύει» εδώ και χρόνια, κάτι που δεν αλλάζει ούτε στο νέο άλμπουμ. Φυσικά, ο ίδιος ποτέ δεν διακρινόταν για τα φωνητικά του προσόντα, αλλά αυτή η ένρινη, ειρωνική και ενίοτε βιτριολική χροιά του που υπήρξε απόλυτα χαρακτηριστική, εδώ ακούγεται δίχως ένταση, ζορισμένη κι επεξεργασμένη. Βέβαια, τηρουμένων των αναλογιών και αναλογιζόμενοι τα όσα έχει περάσει τελευταία ο Αμερικάνος ερμηνευτής, το αποτέλεσμα είναι επαρκές, χωρίς να αφαιρεί πόντους.

Την ίδια στιγμή, στον 16ο δίσκο ενός καλλιτέχνη δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς για πρωτοτυπία, καθώς η αυτοαναφορικότητα και οι παραπομπές στο πρότερο, κραταιό υλικό του είναι ένας σίγουρος τρόπος για να κρατήσει κοινό και κριτικούς ικανοποιημένους. Δεν προκαλεί εντύπωση, λοιπόν, ότι το άλμπουμ διασχίζει μουσικά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας των Megadeth, με αναφορές που ξεκινούν από το "Peace Sells…" και καταλήγουν μέχρι και τα ‘00s άλμπουμ τους, με επαναλαμβανόμενους στίχους που συνδέουν νοητά τα νέα τραγούδια με συγκεκριμένα παλιότερα, αλλά και με το συνθετικό μοτίβο που έχει κατασταλάξει τα τελευταία χρόνια ο Mustaine ξεκάθαρα πανταχού παρόν.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη φόρμουλα αποδίδει πάντοτε ιδανικούς καρπούς, αφού το στιχουργικό επίπεδο από δίσκο σε δίσκο φαίνεται να φθίνει, με την επιλογή «εύκολων» και «βολικών» στίχων να μην κολακεύει έναν από τους πλέον διακεκριμένους στιχουργούς στο μεταλλικό στερέωμα. Το ίδιο συμβαίνει - σε μικρότερο βαθμό - και με τις συνθετικές δομές, αφού καλές οι thrash εξάρσεις και τα - για άλλη μια φορά εξαιρετικά - άπλετα κιθαριστικά leads, αλλά η μανιέρα που ακολουθείται πλέον μπορεί να δίνει συνθέσεις με επιμέρους εντυπωσιακές στιγμές, αλλά δεν συμβαίνει πάντοτε το ίδιο και σε ό,τι αφορά τον παράγοντα του εύληπτου που οφείλει να έχει ένα τραγούδι.

Πάντως, το "The Sick, The Dying… And The Dead!" αδικείται αν κάποιος εστιάσει μονάχα στα παραπάνω. Έχοντας ένα από τα αρτιότερα studio lineups που έχει δει η μπάντα διαθέσιμο, το πιθανότατα εκτελεστικά πιο άρτιο rhythm section που έχει παρουσιαστεί σε Megadeth δίσκο (βλέπε Dirk Verbeuren και Steve Di Giorgio) και τον βιρτουόζο Kiko Loureiro να μετράει πλέον εφτά χρόνια στην μπάντα και να βρίσκεται με κλειστά μάτια με τον Mustaine, το άλμπουμ είναι ανά στιγμές εντυπωσιακό.

Ελαχιστοποιώντας τα fillers και εκκινώντας με τον "Youthanasia" αέρα του ομότιτλου τραγουδιού, το άλμπουμ συνειδητά πατάει το γκάζι ακολούθως, τόσο με το thrash ξέσπασμα του "Life In Hell" - και τον σχεδόν αυτοαναφορικό στίχο "I'm a disease, and I'm addicted to myself / I'm all I need, I'm gonna live and die in hell" - όσο και με το ταχυδύναμο "Night Stalkers", το οποίο είναι εδώ και καιρό γνωστό, αποτελώντας ένα πολύ εύστοχο single.

Γενικότερα, εξαιρώντας το μάλλον αδιάφορο "Sacrifice" και το - σαν late years Ozzy-on-steroids - "Junkie", ο δίσκος διαθέτει αβίαστη ροή και συνθέσεις που μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Το κυκλοθυμικό "Dogs Of Chernobyl" είναι ένα από αυτά, εκκινώντας με μια ατμοσφαιρική, γλυκόπικρη εισαγωγή και ξεσπώντας σύντομα σε ένα heavy/thrash δυναμίτη, όπως και τα κολλητά "Killing Time" και "Soldier On" που τιμούν τις thrash ρίζες της μπάντας.

Ξεχωριστή αναφορά αξίζουν τα κιθαριστικά leads που για άλλη μια φορά προσφέρει απλόχερα ο Kiko Loureiro, με το Βραζιλιάνο βιρτουόζο της εξάχορδης να αποτελεί ένα πυρηνικό όπλο στη φαρέτρα του Mustaine, ανεβάζοντας με τα solos του κατά πολύ τις συνθέσεις καθεαυτές. Σε μια αλληλουχία σπουδαίων κιθαριστών που ξεκίνησε με τον Chris Poland και έφθανε μέχρι τον Chris Broderick, με εξέχουσα προφανώς την περίοδο του Marty Friedman, o Βραζιλιάνος έχει καταφέρει να έχει περίοπτη θέση, χαρίζοντας μια ανανεωτική πνοή με το παίξιμο και τις ιδέες του. Την ίδια στιγμή, δεν είμαι σίγουρος πως οι δυνατότητες των Verbeuren και Di Giorgio ξεδιπλώθηκαν απόλυτα εδώ, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων, το να υπηρετείς τις ανάγκες της σύνθεσης είναι προτιμότερο από την άκρατη - αλλά άνευ ουσίας - επίδειξη τεχνικών δυνατοτήτων.

Πάντως, σίγουρα μπορώ να καταλάβω τον Dave Mustaine σε αυτήν την «επιμονή» του στις thrash φόρμες που όρισαν τους Megadeth αυτό που είναι, αλλά ομοίως δεν μπορώ να μην εκφράσω την ιδεολογική μου αντίθεση σε αυτήν. Καθώς το thrash metal αποτελεί στην ουσία του μια μουσική γεμάτη νεανική ζωντάνια, παλμό και αντίδραση, ο - αισίως 61 χρόνων -Mustaine διαθέτει σε περίσσεια μονάχα την τελευταία. Το να επιλέγει και ικανοποιήσει το κοινό του παίζοντας όπως κάποτε φυσικά είναι θεμιτό και δικαιολογείται από τα αποτελέσματα, αλλά προσωπικά θα ήθελα να τον ακούσω να ρίχνει τους τόνους σε ό,τι τον εκφράζει σήμερα - έστω και με τον φόβο ενός άλλου "Risk" ή "Super Collider". Άλλωστε, οι Megadeth υπήρξαν πολλά παραπάνω από άλλη μια καλή thrash metal μπάντα, έχοντας εξερευνήσει με απόλυτη επιτυχία και πιο στακάτες heavy metal στιγμές (βλ. "Countdown To Extinction", "Youthanasia", "Cryptic Writings") που - σε αυτό το στάδιο της πορείας τους - ίσως τους πήγαινε περισσότερο.

Παρόλα αυτά, η ετυμηγορία για το νέο τους άλμπουμ φαντάζει σχεδόν πανηγυρική. Το "The Sick, The Dying... And The Dead!" τιμάει και με το παραπάνω την κληρονομιά των Megadeth, αφού διαδέχεται επάξια ένα άλμπουμ σαν το "Dystopia" και βάζει δύσκολα στο "Endgame", τα δύο άλμπουμ - σημεία αναφοράς των δυνατοτήτων των ύστερων Megadeth. Φυσικά, το πόσο θα το απολαύσει ο καθένας κρίνεται και από τις προσδοκίες που έχει για τα όσα μπορεί να προσφέρει η μπάντα εν έτει 2022, αλλά με ρεαλιστική προσέγγιση και δίχως την αναμονή για έναν δίσκο αντίστοιχο των κλασικών της, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως ο Mega-Dave τα κατάφερε περίφημα ξανά.

  • SHARE
  • TWEET