Meer
Wheels Within Wheels
Παράδοξο και υπερβατικό, με πνεύμα ζωηρό και πανέμορφο, το "Wheels Within Wheels" μοιάζει πράγματι επουράνιο
Πάνε ήδη τρία χρόνια από τότε που η Ελένη Λιβεράκου-Errikson μας σύστησε τους Meer, μιλώντας για τα καλύτερα λόγια για το δεύτερο άλμπουμ τους, "Playing House" - είχε προηγηθεί το 2016 το ομώνυμο ντεμπούτο. Έκτοτε, ο ενθουσιασμός της μας μεταδόθηκε και αναπόφευκτα το τρίτο δισκογραφικό τους βήμα το περιμέναμε με αγωνία. Όχι άδικα, απ' ό,τι φαίνεται, αφού και το "Wheels Within Wheels" έρχεται να προσφέρει progressive rock από το πάνω ράφι, κερδίζοντας τις εντυπώσεις σ' έναν μήνα ήδη βαρυφορτωμένο με εξαιρετικές, ως αποστομωτικές progressive κυκλοφορίες. Η μουσική τους, όμως, δεν ούτε τόσο εγκεφαλική μα ούτε και τόσο μακρόπνοη, αλλά μάλλον εμπνέεται απ' τις χρυσές Σκανδιναβικές σελίδες λυρικού prog, επικοινωνώντας παράλληλα με τα '70s και την κληρονομιά των Rennaisance, των Electric Light Orchestra, και των Curved Air!
Η λακωνικότητα εξακολουθεί να είναι άγνωστη λέξη για τους Νορβηγούς, αφού και το τρίτο πόνημά τους αποτελείται από έντεκα συνθέσεις, συνολικής διάρκειας μίας ώρας γεμάτης. Το εντυπωσιακό είναι ότι μέσα στα ερεθίσματα που περικλείει, σπάνια θα πιάσεις τον εαυτό σου να κουράζεται, καθώς τα μεγάλα ρεφραίν, οι έξυπνες μελωδίες, κι η μαεστρική ενορχήστρωση φτιάχνουν ένα συνολικό αποτέλεσμα πανέμορφου συμφωνικού – σχεδόν Disneyκού – prog, και το λέω αυτό με κάθε καλή διάθεση. Οι συνθέσεις ακολουθούν μία σχεδόν κινηματογραφική αφηγηματική ροή, με πολλά ηχητικά ξέφωτα, ώστε ακόμη κι αν πρόκειται για μία κολλεκτίβα οκτώ μουσικών, οι συνθέσεις να προκύπτουν αβίαστα αέρινες και «στεγνές» από λίπος. Το "Mother" που βρίσκεται προς το τέλος είναι ενδεικτικό αυτής της θεατρικότητας, περνώντας από τα κατηφή blues πριν γυρίσει η διάθεση και ζεστάνει το ψύχος που έχτιζε με τη σκοτεινή του εισαγωγή.
«Τροχοί μέσα σε τροχούς», μία εικόνα που μας είναι γνωστή απ' τα γραπτά του Ιεζεκιήλ, ο οποίος έτσι περιέγραφε τα Χερουβείμ και την κινητοποιό τους δύναμη. Ταυτόχρονα, η φράση αφορά στην πολυπλοκότητα του κόσμου, που πεισματικά αρνείται να προσαρμοστεί στα απλοποιητικά σχήματά μας. Το συγκρότημα φαίνεται πως εμπνέεται και από τις δύο αυτές ερμηνείες, καθώς στους στίχους βρίσκουμε αρκετά το θρησκευτικό στοιχείο, τη σχέση του ανθρώπου με δυνάμεις ανώτερες απ' τον ίδιο, με τη σωτηρία, αλλά και την επιστροφή σε μία πρότερη, παραδεισένια κατάσταση. Το ίδιο το πρώτο κομμάτι "Chain Of Changes" μιλά για αυτή την χαμένη, ίσως παιδική, αθωότητα, ενώ το "To What End" κάνει ευθεία αναφορά στον διωγμό απ' τον Κήπο της Εδέμ εξαιτίας της εμμονικής ενασχόλησης των ανθρώπων με την γνώση.
Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να απορρίπτει το μήνυμα των στίχων, ωστόσο να σχολιάσω πως έχει ενδιαφέρον ότι το φως χρησιμοποιείται εδώ ως στοιχείο «τύφλωσης» (ο Γκαίτε που ευχόταν φως, περισσότερο φως με τα τελευταία του λόγια ίσως διαφωνεί), ενώ το σκοτάδι έρχεται ως μία λυτρωτική δύναμη που επιτρέπει μία εσωτερική γαλήνη. Το θέμα της προαιώνιας επιστροφής είναι διαρκώς παρόν, με τα δύο αδέρφια, Knut και Johanne Nesdal, που μοιράζονται σχεδόν ισόποσα τα φωνητικά καθήκοντα, να λησμονούν και να λαχταρούν στην απεύθυνσή τους με το θείο να επιστρέψουν σε μία αμνιακή και επουράνια ασφάλεια, όπου προσφέρει θαλπωρή, αλλά και κυρίως μία αίσθηση αλληλοσύνδεσης και ενότητας.
Όλα αυτά τα πνευματικά και θρησκευτικά μπορεί να ακούγονται μπανάλ, ίσως και βαρετά, ειδικά για το άθεο ή αλλόπιστο κοινό, μα δεν αξίζει να αποθαρρύνουν. Είναι ελάχιστα σημαντικά όταν το μουσικό στοιχείο είναι τόσο ασυναγώνιστα όμορφο. Συνθετικά, πρόκειται για ένα άλμπουμ που απ' την αρχή ως το τέλος έχει να προσφέρει στιγμές απρόσμενου κάλλους, είτε πρόκειται για τις λεπτεπίλεπτες πιανιστικές μελωδίες του Ole Gjøstøl, είτε για την ηλεκτρική κιθάρα του Eivind Strømstad, ο οποίος χαρίζει υπέροχα leads, όπως στο "Today Tonight Tomorrow", έχοντας μία κλασικίζουσα προσέγγιση στο solo ταιριαστή με τη γενικότερη αισθητική του ήχου τους, ενώ με τον μπασίστα Morten Strypet θα χαρίσουν αγνή prog έκσταση στο δεύτερο μισό του "Take Me To The River", που όσο εξελίσσεται, τόσο πιο γιορταστικό και ανατατικό γίνεται.
Δεν θα χρειαστεί πάνω από μερικές ακροάσεις προκειμένου να χαρτογραφήσεις τις συνθέσεις, όμως σύντομα θα διαπιστώσεις ότι πρόκειται για χυμώδη κομμάτια, τα οποία δεν θα χορταίνεις να ρουφάς. Μέχρι το τέλος, θα υπάρχει κάτι νέο να εισαχθεί, καθώς το συγκρότημα φαίνεται βρισκόταν σε οργιαστικό φεγγάρι έμπνευσης. Ομολογώ ότι στο ξεκίνημα του "This Is The End" περίμενα ένα μακροσκελές κομμάτι που θα αναλάμβανε να συμπυκνώσει μεγαλοπρεπώς όλο τον ηχητικό πλούτο που προηγήθηκε, και πιάστηκα εξαπίνης όταν άκουσα το βρωμόμπασο να τραντάζει το οδόστρωμα με μοντερνοprog κοψίματα, στο πιο βαρύ ίσως κομμάτι του άλμπουμ, το οποίο κλείνει και με μία απ' τις πιο καλογραμμένες και ενορχηστρωμένες μελωδίες που θα μπορούσαν να σκαρφιστούν.
Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα ορχηστρικό orchestral progressive rock δίσκο που θα αγγίξει κάθε λάτρη του είδους, ενώ μπορεί να αναζωπυρώσει τη φλόγα παλιών ακροατών, και να την θρέψει κι από μόνο του. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ πώς αυτός ο δίσκος θα μπορούσε να γίνει καλύτερος, όταν κάθε κομμάτι μοιάζει προσεκτικά στημένο και τοποθετημένο, όταν οι φωνές των δύο αδελφών κυριαρχούν με τόση ικανότητα - σαφώς κερδίζει η αδερφή Nesdal στις συγκρίσεις, αν και μπορώ να πω ότι βρήκα μία ζεστή οικειότητα στη φωνή του Knut, που με παρέπεμπε στους Beardfish -, όταν η τεχνική έρχεται στην υπηρεσία της μελωδίας και της μεστότητας. Ναι, δεν είναι τίποτα ρηξικέλευθο, μα τι ασπρόμαυρη λογική θα ήταν να κρίναμε έναν δίσκο αυστηρά βάσει της ικανότητάς του να καινοτομεί; Ο κόσμος είναι πιο σύνθετος απ' όσο θα θέλαμε να ελπίζουμε, κι οφείλει πολλά στην τέχνη γι' αυτή του την περιπλοκότητα. Εν τέλει, ναι, παράδοξο και υπερβατικό, με πνεύμα ζωηρό και πανέμορφο, το "Wheels Within Wheels" μοιάζει πράγματι επουράνιο.