Ως γνήσιο τέκνο των '80s, μεγάλωσε με Sega Master System, κάρτες «Σούπερ Ατού», Μπλεκ και φλιπεράκια. Στις αρχές των '90s μια κασέτα με το "Black Album" έπεσε στα χέρια του και του άλλαξε για πάντα...
Η ώρα της κυκλοφορίας του νέου δίσκου των Manowar έφτασε και νιώθω το κάλεσμα του Odin. Θα είμαι άξιος να καθίσω δίπλα του στη Βαλχάλλα μαζί με τους δοξασμένους πολεμιστές ή θα καταλήξω στο Χέλγκαρντ μαζί με τα υπόλοιπα σαπάκια; Η κριτική του "The Lord Of Steel" θα αποτελέσει το κριτήριο και αδιάψευτη μαρτυρία καθώς και εγώ με την σειρά μου θα κρίνω τους επί γης εκπροσώπους του. Τον Joey, τον Eric, τον Carl και τον Donnie.
Υπάρχει η ανάγκη να αναφερθούν κάποια πράγματα πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του δίσκου. Καταρχάς σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση άποψης παίζει το τι προσδοκά κανείς από μια καινούρια δουλειά των Manowar. Αν περιμένει επιστροφή στον ήχο του "Hail To England" ή του "Sign Of The Hammer" έπαιξε και έχασε. Αν περιμένει κάποια ριζοσπατική αλλαγή στις συνθέσεις και τη στιχουργική θεματολογία είναι σαν να ποντάρει σε κουτσό άλογο. Οπότε...
Ας ξεκινήσω με τα παράξενα του άλμπουμ. Το πρώτο είναι ο ήχος του μπάσου ο οποίος έχει φαζαριστεί αρκετά και ή που θα το αγνοήσεις ή που θα σε χαλάσει. Μέση λύση δεν υπάρχει. Το δεύτερο αφορά στην ερμηνεία του Adams η οποία κρίνεται αρκετά «κρατημένη» χωρίς τις χαρακτηριστικές κραυγές ή τα πολύ ψηλά σημεία, το οποίο μου προκαλλεί εντύπωση, καθώς ενάν χρόνο πριν στα live της Θεσσαλονίκης ήταν πραγματικά αψεγάδιαστος και με φοβερή απόδοση. Επίσης, ίσως για πρώτη φορά, τα εφέ που της έχουν βάλει είναι κάτι περισσότερο από εμφανή.
Κατά τα λοιπά, ο δίσκος ευτυχώς δεν συνεχίζει στα χνάρια του "Gods Of War" με τα πρελούδια και τα ιντερλούδια και γενικότερα τα πολλά ορχηστρικά μέρη που καταντούσαν κουραστική την ακρόασή του. Το αποτέλεσμα δηλαδή έχει προφανέστατα μεγαλύτερη συνοχή από τον προκάτοχό του, αφού δεν θα ακούσουμε παρα μόνο το τίμιο heavy metal που ξέρουν να παίζουν με μια σαφέστατη στροφή προς την απλότητα του "Louder Than Hell".
Ο δίσκος ξεκινάει με το «παιχνιδιάρικο» και φοβερό riff του ομώνυμου τραγουδιού, το οποίο θα είναι και το μοναδικό που θα ακούσουμε σε ρυθμό «κόντρα δίκασο». Ακολουθεί το "Manowarriors", η μοναδική αδυναμία του οποίου είναι το refrain και το οποίο φυσικά μιλάει για τους οπαδούς της μπάντας. Συνέχεια με το "Born On A Grave" που χαλαρά συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα του δίσκου με πρωταγωνιστές το rhythm section, τη χροιά της φωνής του Adams που φέρνει ανατριχίλα και το ωραίο solo του Logan. Το "Righteous Glory" αποτελεί τη μοναδική μπαλάντα, ενώ το "Touch The Sky" πρέπει να είναι από τα πλέον μινιμαλιστικά τραγούδια που έχουν συνθέσει ποτέ, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την αγνή hard rock-ίλα που βγάζει.
Το αργόσυρτο "Black List", παρόλο που με παραξένεψε αρχικά, όσο περισσότερο το άκουγα τόσο περισσότερο μου άρεσε, χωρίς όμως να μπορώ να δικαιολογήσω τη μεγάλη του διάρκεια. Τα όσα αρνητικά έχω ακούσει για το "Expendable" δεν ίδρωσαν το αυτί μου και το θεωρώ μια τέρμα πωρωτική σύνθεση με κοφτό riff και ωραίο παίξιμο από τον Hamzik, ενώ το "El Gringo" αποτελεί την -ίσως- αγαπημένη μου σύνθεση με τα χαρακτηριστικά «χα,χου», σήμα κατατεθέν της μπάντας, να κάνουν δυναμικά την επανεμφάνισή τους και τις καμπάνες να αποτελούν το κάλεσμα για headbanging. Ο δίσκος κλείνει με το "Annihilation" (ωραίο solo από τον Logan) και το "Hail, Kill And Die", τα οποία αν και δεν διεκδικούν δάφνες ποιότητας και έπνευσης, γενικά στέκουν αξιοπρεπώς.
Οι Manowar δεν γίνανε ξαφνικά γραφικοί. Μην ξεχνάμε πως το 1983 κυκλοφόρησαν δίσκο που στο εξώφυλλο κραδαίνουν σπαθιά με τον De Maio να φορά γούνινο βρακί. Πάντα σημείο αναφοράς για αυτούς -πέραν της γνωστής υπερβολής- ήταν και θα είναι οι οπαδοί τους, οι οποίοι για άλλη μια φορά θα αγκαλιάσουν με αγάπη την καινούρια κυκλοφορία χωρίς πολλά-πολλά. Αν και θα γνωρίζουν πως δεν πρόκειται για κάποια δουλειά ορόσημο που θα μνημονεύεται στους αιώνες, θα την ακούσουν τόσες φορές που τελικά θα αποτυπωθεί στις συνειδήσεις τους ως τέτοια. Οι υπόλοιποι, είτε έχοντας χάσει την επαφή τους, είτε ανήκοντας σε αυτούς που ποτέ δεν γούσταραν τη φάση, θα εξακολουθήσουν να τους αγνοούν, έχοντας κάθε δικαίωμα να το κάνουν και μπορώ να καταλάβω το γιατί. Σίγουρα, όμως, ο Joey θα έχει διαφορετική άποψη για αυτούς και τον φαντάζομαι, όταν ξαναέρθει στην Ελλάδα, να κάνει την εξής δήλωση στα σπαστά Ελληνικά που (δεν) μιλάει: «Κάποιοι γκράψανε στα φέισπουκ πως το καινούργκιο άλμπουμ των Manowar είναι μαλακία. Να πάνε να γκαμηθούνε»!
Υπάρχει η ανάγκη να αναφερθούν κάποια πράγματα πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του δίσκου. Καταρχάς σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση άποψης παίζει το τι προσδοκά κανείς από μια καινούρια δουλειά των Manowar. Αν περιμένει επιστροφή στον ήχο του "Hail To England" ή του "Sign Of The Hammer" έπαιξε και έχασε. Αν περιμένει κάποια ριζοσπατική αλλαγή στις συνθέσεις και τη στιχουργική θεματολογία είναι σαν να ποντάρει σε κουτσό άλογο. Οπότε...
Ας ξεκινήσω με τα παράξενα του άλμπουμ. Το πρώτο είναι ο ήχος του μπάσου ο οποίος έχει φαζαριστεί αρκετά και ή που θα το αγνοήσεις ή που θα σε χαλάσει. Μέση λύση δεν υπάρχει. Το δεύτερο αφορά στην ερμηνεία του Adams η οποία κρίνεται αρκετά «κρατημένη» χωρίς τις χαρακτηριστικές κραυγές ή τα πολύ ψηλά σημεία, το οποίο μου προκαλλεί εντύπωση, καθώς ενάν χρόνο πριν στα live της Θεσσαλονίκης ήταν πραγματικά αψεγάδιαστος και με φοβερή απόδοση. Επίσης, ίσως για πρώτη φορά, τα εφέ που της έχουν βάλει είναι κάτι περισσότερο από εμφανή.
Κατά τα λοιπά, ο δίσκος ευτυχώς δεν συνεχίζει στα χνάρια του "Gods Of War" με τα πρελούδια και τα ιντερλούδια και γενικότερα τα πολλά ορχηστρικά μέρη που καταντούσαν κουραστική την ακρόασή του. Το αποτέλεσμα δηλαδή έχει προφανέστατα μεγαλύτερη συνοχή από τον προκάτοχό του, αφού δεν θα ακούσουμε παρα μόνο το τίμιο heavy metal που ξέρουν να παίζουν με μια σαφέστατη στροφή προς την απλότητα του "Louder Than Hell".
Ο δίσκος ξεκινάει με το «παιχνιδιάρικο» και φοβερό riff του ομώνυμου τραγουδιού, το οποίο θα είναι και το μοναδικό που θα ακούσουμε σε ρυθμό «κόντρα δίκασο». Ακολουθεί το "Manowarriors", η μοναδική αδυναμία του οποίου είναι το refrain και το οποίο φυσικά μιλάει για τους οπαδούς της μπάντας. Συνέχεια με το "Born On A Grave" που χαλαρά συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα του δίσκου με πρωταγωνιστές το rhythm section, τη χροιά της φωνής του Adams που φέρνει ανατριχίλα και το ωραίο solo του Logan. Το "Righteous Glory" αποτελεί τη μοναδική μπαλάντα, ενώ το "Touch The Sky" πρέπει να είναι από τα πλέον μινιμαλιστικά τραγούδια που έχουν συνθέσει ποτέ, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την αγνή hard rock-ίλα που βγάζει.
Το αργόσυρτο "Black List", παρόλο που με παραξένεψε αρχικά, όσο περισσότερο το άκουγα τόσο περισσότερο μου άρεσε, χωρίς όμως να μπορώ να δικαιολογήσω τη μεγάλη του διάρκεια. Τα όσα αρνητικά έχω ακούσει για το "Expendable" δεν ίδρωσαν το αυτί μου και το θεωρώ μια τέρμα πωρωτική σύνθεση με κοφτό riff και ωραίο παίξιμο από τον Hamzik, ενώ το "El Gringo" αποτελεί την -ίσως- αγαπημένη μου σύνθεση με τα χαρακτηριστικά «χα,χου», σήμα κατατεθέν της μπάντας, να κάνουν δυναμικά την επανεμφάνισή τους και τις καμπάνες να αποτελούν το κάλεσμα για headbanging. Ο δίσκος κλείνει με το "Annihilation" (ωραίο solo από τον Logan) και το "Hail, Kill And Die", τα οποία αν και δεν διεκδικούν δάφνες ποιότητας και έπνευσης, γενικά στέκουν αξιοπρεπώς.
Οι Manowar δεν γίνανε ξαφνικά γραφικοί. Μην ξεχνάμε πως το 1983 κυκλοφόρησαν δίσκο που στο εξώφυλλο κραδαίνουν σπαθιά με τον De Maio να φορά γούνινο βρακί. Πάντα σημείο αναφοράς για αυτούς -πέραν της γνωστής υπερβολής- ήταν και θα είναι οι οπαδοί τους, οι οποίοι για άλλη μια φορά θα αγκαλιάσουν με αγάπη την καινούρια κυκλοφορία χωρίς πολλά-πολλά. Αν και θα γνωρίζουν πως δεν πρόκειται για κάποια δουλειά ορόσημο που θα μνημονεύεται στους αιώνες, θα την ακούσουν τόσες φορές που τελικά θα αποτυπωθεί στις συνειδήσεις τους ως τέτοια. Οι υπόλοιποι, είτε έχοντας χάσει την επαφή τους, είτε ανήκοντας σε αυτούς που ποτέ δεν γούσταραν τη φάση, θα εξακολουθήσουν να τους αγνοούν, έχοντας κάθε δικαίωμα να το κάνουν και μπορώ να καταλάβω το γιατί. Σίγουρα, όμως, ο Joey θα έχει διαφορετική άποψη για αυτούς και τον φαντάζομαι, όταν ξαναέρθει στην Ελλάδα, να κάνει την εξής δήλωση στα σπαστά Ελληνικά που (δεν) μιλάει: «Κάποιοι γκράψανε στα φέισπουκ πως το καινούργκιο άλμπουμ των Manowar είναι μαλακία. Να πάνε να γκαμηθούνε»!