Manic Street Preachers
Postcards From A Young Man
Columbia (2010)
Από τον Χρυσόστομο Μπάρμπα, 06/10/2010
Οι Manic Street Preachers έχουν αποδείξει ανά τα χρόνια πως αποτελούν μια αρκετά αξιοπρόσεκτη μπάντα. Το επίθετο «αξιοπρόσεκτη» θα μπορούσατε βέβαια άνετα να το αντικαταστήσετε με το «ιδιαίτερη» και ακόμα να μιλάμε για τους ίδιους. Οι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτοι ή αξιοπρόσεκτα ιδιαίτεροι Ουαλοί, λοιπόν, μέσα σε μόλις ένα χρόνο και κάτι από την κυκλοφορία του εσωστρεφούς "Journal For Plague Lovers" πρόλαβαν να συνθέσουν, να ηχογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν το διάδοχο του.
Ή μάλλον γράψτε λάθος. Όπως είπε ο ίδιος ο frontman του συγκροτήματος, James Dean Bradfield, πριν την κυκλοφορία του "Postcards From A Young Man", «ο συγκεκριμένος δίσκος δεν αποτελεί επουδενί το διάδοχο του "Journal For Plague Lovers"». Στο ίδιο πνεύμα, ο μπασίστας Nick Wire παραδέχτηκε πως πάντα ήθελαν να «τρυπώσουν» στα mainstream σαλόνια, αλλά ενίοτε έβρισκαν κλειστή την πόρτα ή την έκλειναν -ασυνείδητα ίσως- οι ίδιοι. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις κατάφερναν, μετά από προσπάθεια, να βρουν μια χαραμάδα από κάποιο παράθυρο (βλ. "Send Away The Tigers"). Έτσι, με το "Postcards From A Young Man", όπως δήλωσαν και οι ίδιοι οι Preachers, σκοπός τους είναι μια τελευταία προσπάθεια να «εισβάλλουν» στα ραδιόφωνα, στα charts και στη συχνότητα του MTV, από την πόρτα, από το παράθυρο ή ακόμα και γκρεμίζοντας κάνα τοίχο βρε αδερφέ.
Σύμφωνα με τον Wire, λοιπόν, αν το "Send Away The Tigers" του 2007 ήταν το "Permanent Vacation" των Preachers από άποψη εμπορικότητας, το νέο album θα είναι το "Pump" τους. Μεγαλεπήβολες δηλώσεις σίγουρα. Η πρώτη επαφή με το δίσκο δεν είναι άλλη από την απαθανάτιση του επίδοξου ακροατή, με μια παλιά φωτογραφική κάμερα, από τον γνωστό και μη εξαιρετέο Tim Roth (γνωστό από τις ερμηνείες του, μεταξύ άλλων, στις ταινίες-ορόσημα Reservoir Dogs και Pulp Fiction). Μιλάμε φυσικά για το εξώφυλλο του "Postcards From A Young Man". Ωραία, τώρα που έχουμε τη φάτσα μας σε φωτογραφία πριν την ακρόαση του δίσκου, για να δούμε πως θα είναι μετά.
Ξεκινάμε με το -δικαιολογημένα- πρώτο single, "(It's Not War) Just The End Of Love", το οποίο δίνει απόλυτα το στίγμα του album και με την αρκετά ευχάριστη μελωδία του, υποβασταζόμενη από πλήθος βιολιών, και το sing-along refrain του μας προϊδεάζει για μια ανάλογη συνέχεια. Τα mid-tempo κομμάτια που ακολουθούν ("Postcards From A Young Man", "Some Kind Of Nothingness" και "The Descent (Pages 1 & 2)") παραδόξως δε μειώνουν την όποια δυναμική έχει δημιουργηθεί, αντίθετα, φανερώνουν στον ακροατή την αψεγάδιαστη δουλειά που έχει γίνει στην παραγωγή (η «εισβολή» στη mainstream που λέγαμε). Στη συνέχεια, το "Hazelton Avenue" προσπαθεί να μας πείσει (χωρίς να χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια είναι η αλήθεια), μέσα από το απλό αλλά αρκετά όμορφο refrain του, για την αίσθηση ολοκλήρωσης και χαράς που μπορεί να προέλθει σε κάποιον από την απλή πράξη της επίσκεψης σε ένα «δισκάδικο». Το ακόλουθο τραγούδι, "Auto-Intoxication" (με τον John Cale -ιδρυτικό μέλος των Velvet Underground- στα πλήκτρα), μας φανερώνει, κάπως διστακτικά ίσως, τις πιο punk επιρροές της μπάντας, αναδεικνύοντας ανά σημεία τον πολύ όμορφο ήχο της κιθάρας του Bradfield. Ακόμα, παρά τις προθέσεις για πιο mainstream θέματα και ήχο, δε λείπει ως ένα σημείο ο κοινωνικός προβληματισμός από τους στίχους. Παράδειγμα, το προαναφερθέν κομμάτι, αλλά και το νοσταλγικό "Golden Platitudes" («where did the feeling go?»), το καταγγελτικό για τις επιδράσεις του internet "A Billion Balconies Facing The Sun" (με τη συμμετοχή του Duff McKagan στο μπάσο) και το "Don't Be Evil". Τέλος, έχουμε τα άκρως ευχάριστα και διασκεδαστικά "I Think I Found It", "All We Make Is Entertainment" και "The Future Has Been Here 4 Ever", στο οποίο μάλιστα ακούμε τη φωνή του Wire σε πρώτο πλάνο.
Έτσι λοιπόν, οι Manic Street Preachers κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα τελείως διαφορετικό album, σε σχέση με το προηγούμενο τους, διατηρώντας πάντα το χαρακτηριστικό τους ήχο. Αυτό σίγουρα αποτελεί κάτι αξιόλογο, μιας και το "Postcards From A Young Man", αν και δεν ξέρω κατά πόσο περιέχει τα hitάκια που θα ήθελε η μπάντα (και χρειάζεται η εταιρεία της), είναι ένας δίσκος που είναι γραμμένος στην εποχή του για την εποχή του, με αψεγάδιαστη παραγωγή και «γεμάτο» ήχο, στον οποίο συμβάλλει αποφασιστικά η ορχήστρα εγχόρδων που κλήθηκε να βοηθήσει. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως έχουμε να κάνουμε με ένα album που ακούγεται σίγουρα ευχάριστα, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου για το κατά πόσο είναι αυτό αρκετό να ικανοποιήσει τα εμπορικά standards που έχει θέσει η ίδια η μπάντα.
Ή μάλλον γράψτε λάθος. Όπως είπε ο ίδιος ο frontman του συγκροτήματος, James Dean Bradfield, πριν την κυκλοφορία του "Postcards From A Young Man", «ο συγκεκριμένος δίσκος δεν αποτελεί επουδενί το διάδοχο του "Journal For Plague Lovers"». Στο ίδιο πνεύμα, ο μπασίστας Nick Wire παραδέχτηκε πως πάντα ήθελαν να «τρυπώσουν» στα mainstream σαλόνια, αλλά ενίοτε έβρισκαν κλειστή την πόρτα ή την έκλειναν -ασυνείδητα ίσως- οι ίδιοι. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις κατάφερναν, μετά από προσπάθεια, να βρουν μια χαραμάδα από κάποιο παράθυρο (βλ. "Send Away The Tigers"). Έτσι, με το "Postcards From A Young Man", όπως δήλωσαν και οι ίδιοι οι Preachers, σκοπός τους είναι μια τελευταία προσπάθεια να «εισβάλλουν» στα ραδιόφωνα, στα charts και στη συχνότητα του MTV, από την πόρτα, από το παράθυρο ή ακόμα και γκρεμίζοντας κάνα τοίχο βρε αδερφέ.
Σύμφωνα με τον Wire, λοιπόν, αν το "Send Away The Tigers" του 2007 ήταν το "Permanent Vacation" των Preachers από άποψη εμπορικότητας, το νέο album θα είναι το "Pump" τους. Μεγαλεπήβολες δηλώσεις σίγουρα. Η πρώτη επαφή με το δίσκο δεν είναι άλλη από την απαθανάτιση του επίδοξου ακροατή, με μια παλιά φωτογραφική κάμερα, από τον γνωστό και μη εξαιρετέο Tim Roth (γνωστό από τις ερμηνείες του, μεταξύ άλλων, στις ταινίες-ορόσημα Reservoir Dogs και Pulp Fiction). Μιλάμε φυσικά για το εξώφυλλο του "Postcards From A Young Man". Ωραία, τώρα που έχουμε τη φάτσα μας σε φωτογραφία πριν την ακρόαση του δίσκου, για να δούμε πως θα είναι μετά.
Ξεκινάμε με το -δικαιολογημένα- πρώτο single, "(It's Not War) Just The End Of Love", το οποίο δίνει απόλυτα το στίγμα του album και με την αρκετά ευχάριστη μελωδία του, υποβασταζόμενη από πλήθος βιολιών, και το sing-along refrain του μας προϊδεάζει για μια ανάλογη συνέχεια. Τα mid-tempo κομμάτια που ακολουθούν ("Postcards From A Young Man", "Some Kind Of Nothingness" και "The Descent (Pages 1 & 2)") παραδόξως δε μειώνουν την όποια δυναμική έχει δημιουργηθεί, αντίθετα, φανερώνουν στον ακροατή την αψεγάδιαστη δουλειά που έχει γίνει στην παραγωγή (η «εισβολή» στη mainstream που λέγαμε). Στη συνέχεια, το "Hazelton Avenue" προσπαθεί να μας πείσει (χωρίς να χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια είναι η αλήθεια), μέσα από το απλό αλλά αρκετά όμορφο refrain του, για την αίσθηση ολοκλήρωσης και χαράς που μπορεί να προέλθει σε κάποιον από την απλή πράξη της επίσκεψης σε ένα «δισκάδικο». Το ακόλουθο τραγούδι, "Auto-Intoxication" (με τον John Cale -ιδρυτικό μέλος των Velvet Underground- στα πλήκτρα), μας φανερώνει, κάπως διστακτικά ίσως, τις πιο punk επιρροές της μπάντας, αναδεικνύοντας ανά σημεία τον πολύ όμορφο ήχο της κιθάρας του Bradfield. Ακόμα, παρά τις προθέσεις για πιο mainstream θέματα και ήχο, δε λείπει ως ένα σημείο ο κοινωνικός προβληματισμός από τους στίχους. Παράδειγμα, το προαναφερθέν κομμάτι, αλλά και το νοσταλγικό "Golden Platitudes" («where did the feeling go?»), το καταγγελτικό για τις επιδράσεις του internet "A Billion Balconies Facing The Sun" (με τη συμμετοχή του Duff McKagan στο μπάσο) και το "Don't Be Evil". Τέλος, έχουμε τα άκρως ευχάριστα και διασκεδαστικά "I Think I Found It", "All We Make Is Entertainment" και "The Future Has Been Here 4 Ever", στο οποίο μάλιστα ακούμε τη φωνή του Wire σε πρώτο πλάνο.
Έτσι λοιπόν, οι Manic Street Preachers κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα τελείως διαφορετικό album, σε σχέση με το προηγούμενο τους, διατηρώντας πάντα το χαρακτηριστικό τους ήχο. Αυτό σίγουρα αποτελεί κάτι αξιόλογο, μιας και το "Postcards From A Young Man", αν και δεν ξέρω κατά πόσο περιέχει τα hitάκια που θα ήθελε η μπάντα (και χρειάζεται η εταιρεία της), είναι ένας δίσκος που είναι γραμμένος στην εποχή του για την εποχή του, με αψεγάδιαστη παραγωγή και «γεμάτο» ήχο, στον οποίο συμβάλλει αποφασιστικά η ορχήστρα εγχόρδων που κλήθηκε να βοηθήσει. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως έχουμε να κάνουμε με ένα album που ακούγεται σίγουρα ευχάριστα, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου για το κατά πόσο είναι αυτό αρκετό να ικανοποιήσει τα εμπορικά standards που έχει θέσει η ίδια η μπάντα.