Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Lambrini Girls
Who Let The Dogs Out
Φεμινιστική διαμαρτυρία μετά punk μουσικής. Oύτε λιγότερο, ούτε περισσότερο
Πριν όχι πολύ καιρό, γράφοντας για τα πιο ενδιαφέροντα acts στο Plissken Festival της περασμένης χρονιάς, αναφέραμε τις Lambrini Girls ως ένα ζόρικο ντουέτο που τραβάει τα βλέμματα, και είναι πιθανό να μας απασχολήσει πολύ σύντομα. Πράγματι, το ντεμπούτο τους αποτελεί μία απ’ τις σημαίνουσες punk κυκλοφορίες του Ιανουαρίου, και ήδη παρατηρείται ένα κύμα αποθέωσης ή έστω αναγνώρισης του τσαμπουκά τους και της no-shit αμεσότητάς τους. Ομολογουμένως, τα πρώτα δείγματα γραφής που μας παρουσίασαν η Phoebe Lunny (κιθάρα, φωνή) κι η Lilly Macieira (μπάσο) ήταν αρκετά για να μας αγκιστρώσουν, καθώς ξεχείλιζαν από μία αποστομωτική αγριάδα, είχαν τραγούδια με άμεσα πολιτικοποιημένο στίχο, και είχαν αρκετά πιασάρικες μελωδίες ώστε να κρατούν και το σώμα απασχολημένο, όχι μόνο το μυαλό. Ένα το κρατούμενο, λοιπόν, ότι οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές εξ αρχής, δεύτερο κρατούμενο ότι οι ζωντανές εμφανίσεις τους έμοιαζαν με ιδεοτυπικό ξεσάλωμα, φανερώνοντας ότι πρόκειται για τουλάχιστον ταλαντούχες performer.
Στο "Who Let the Dogs Out" θα βρούμε το ντουέτο εν μέρει να εκπληρώνει αρκετές απ’ τις προφητείες, τηρώντας την άδηλη συμφωνία που είχαν συνάψει με το κοινό τους. Σύντομα χιτάκια, που ό,τι τους λείπει σε διάρκεια το αναπληρώνουν με φασαριόζικο νεύρο, και τικαρισμένα κουτάκια θεματολογίας που περνάνε απ’ την καταγγελία παρενοχλητικών συμπεριφορών, τις διατροφικές διαταραχές, την αστυνομική βία, τον εξευγενισμό των φτωχών γειτονιών, το queerness, και ούτω καθεξής. Μπορεί να πρόκειται για σκοτεινά, αμήχανα, ή και εξοργιστικά κόνσεπτ, όμως οι Lambrini Girls διυλίζουν τον θυμό, κρατάνε το βιτριόλι, και το σερβίρουν με κυνικό χιούμορ.
Μουσικά, η συγγένειά τους με τους IDLES είναι πρόδηλη ("Company Culture"), ενώ θα βρεις μέσα και πιο πρώιμες garage rock ήχους ("Nothing Tastes As Good As It Feels") , ποπ πανκ riffs που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί απ’ τους Green Day ("No Homo"), noise βαβούρα – πλεονασμός; – και λάσπη ("Filthy Rich Nepo Baby"), με ελάχιστες τονικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες ακόμη κι όταν εμφανίζονται με την μορφή μίας ρυθμικής αποκλιμάκωσης ("Different, Special"), κάθονται ελάχιστα. Απ’ τη στιγμή που θα ξεκινήσει το "Bad Apple", μέχρι που θα ακουστεί για τελευταία φορά το mantra του "Cuntology 101", ο δίσκος δεν πρόκειται να σηκώσει το πόδι του απ’ το γκάζι.
Όση ταχύτητα κι αν έχει, όμως, δεν κρύβεται η αίσθηση ότι καταλήγει πολύ νωρίς στον επιθυμητό προορισμό, και περνάει την υπόλοιπη ώρα κάνοντας οκτάρια στην άσφαλτο. Διασκεδαστικό όπως και να το κάνουμε, αλλά παραμένει επιφανειακό και εξαντλεί γρήγορα όσα έχει να προσφέρει ως θέαμα. Δεν μπορώ να αποδιώξω απ’ το μυαλό μου ότι όσο απολαυστική μπορεί να είναι αυτή η καταγγελτική και ειρωνική διάθεση σ’ ένα ζωντανό πλαίσιο, άλλο τόσο φλατ αποδεικνύεται ως μουσική εμπειρία. Η εγκυρότητα των μηνυμάτων που έχουν τα τραγούδια κι η οργίλη εκφορά των στίχων δεν αρκεί για να κάνει ένα δίσκο πολιτικά βαρυσήμαντο, ειδικά όταν το νόημα δεν πάει πέρα απ’ το τι δηλώνουν τοις μετρητοίς οι στίχοι. Υπάρχουν δε ορισμένα ατοπήματα και από φεμινιστικής σκοπιάς, διότι αγαπητό "Big Dick Energy" δεν απονομιμοποιείς την μάτσο συμπεριφορά στη βάση ότι κάποιος δεν την έχει δα και τόσο μεγάλη, μάλλον παίζεις το ίδιο παιχνίδι, κι η κοροϊδία σου γυρίζει μπούμερανγκ.
Με συγκρατημένη διάθεση, νομίζω το "Who Let the Dogs Out" δεν φαίνεται να εκπληρώνει όλες τις αποθεωτικές προβλέψεις, χωρίς αυτό να του στερεί όλα τα θετικά που έχει να δώσει. Αφήνω ένα περιθώριο πως ως ντεμπούτο στοχεύει να λειτουργήσει πιο πολύ ως ένα statement γνωριμίας με το κοινό, και γι’ αυτό δοκιμάζει το ρόλο μίας μουσικής τοποθέτησης για το «πού στεκόμαστε», διατρανώνοντας μηνύματα που, σύμφωνοι, καλό είναι να ακούγονται δυνατά. Απλές φόρμες, οργή, και πολιτική διακήρυξη θα μπορούσε να είναι εξάλλου και τα τρία βασικά συστατικά για έναν επαρκή punk δίσκο. Τα φώτα της δημοσιότητας έχουν στραφεί πάνω στα «Κορίτσια του Φτηνόκρασου», λοιπόν, όμως το αν θα παραμείνουν εκεί θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από μία ανακεφαλαίωση φεμινιστικής διαμαρτυρίας.