Gridlink

Longhena

Handshake Inc. (2014)
Από τον Μανώλη Κληρονόμο, 19/03/2014
Το κύκνειο άσμα των Gridlink είναι ένα μοναδικό μνημείο που θα μας θυμίζει για πάντα ότι το grindcore είναι κάτι παραπάνω από μια απλή έξαρση ηχητικής βίας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο τέλος. Άλλωστε, όλα τα ωραία κάποια στιγμή τελειώνουν. Η στιγμή αυτή για τους Gridlink έρχεται πάνω στη συμπλήρωση δέκα ετών από τότε που δημιουργήθηκαν και σε αυτό το διάστημα μας έδωσαν τρεις αξιομνημόνευτους δίσκους ακραίας αισθητικής που όμοιούς τους δεν είχαμε ξανασυναντήσει και δύσκολα θα επαναληφθούν.

Αν και μοιάζει να δημιουργήθηκαν από τις στάχτες του πιο πρωτοπόρου grind συγκροτήματος που εμφανίστηκε ποτέ στον πλανήτή μας, τους θεούς Discordance Axis, η αλήθεια είναι ότι οι Gridlink ήταν πάντοτε το «παιδί» του Γιαπωνέζου κιθαρίστα Takafumi Matsubara. Αυτός ήταν που σχημάτισε τους Gridlink το 2004 (μαζί με τους Keisuke Okada και Takiya Terada), αυτός ήταν που πρότεινε στον πρώην τραγουδιστή των Discordance Axis, Jon Chang, να μπει στη μπάντα, αυτός ήταν που είχε την πλήρη επιμέλεια από την πρώτη μέχρι και την τελευταία νότα του κάθε δίσκου, αυτός ήταν που οραματίστηκε το grind του μέλλοντος και το έκανε πραγματικότητα. Η συμβολή βέβαια του Chang, υπήρξε καθοριστική. Έφερε τον μεγαλοπρεπή αέρα των Discordance Axis και συνδυάζοντας την αγάπη του για τα hentai και τα video games (κατεξοχήν γιαπωνέζικα προϊόντα) με την τσιριχτή, υψηλών συχνοτήτων φωνή του, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του οράματος του Matsubara.

Οι Terada και Okada την έκαναν από νωρίς, ο τεράστιος ντράμερ Bryan Fajardo (Kill The Client, P.L.F., Noisear και Phobia μεταξύ άλλων) μπήκε στη μπάντα και σαν ά-μπαση τριπλέτα, οι Gridlink εξαπολύουν το τιτάνιο "Amber Gray" το οποίο παρά τη δεκάλεπτη διάρκειά του, ήταν τόσο γρήγορο, τραχύ, τεχνικό και έντονο που ακόμα και ο πιο υποψιασμένος οπαδός του grind, έπαθε ταράκουλο. Αργότερα, προστέθηκε στη μπάντα ο επίσης τεράστιος Steve Procopio για να πλαισιώσει τον Matsubara στη δεύτερη κιθάρα (κολλητός τους Chang και πρώην μέλος των Discordance Axis) και ο Teddy Patterson (ex-Burnt By The Sun) στο μπάσο και το "Orphan" έρχεται να σκορπίσει νέο πανικό. Το light-speed grind τους, όπως χαρακτηρίστηκε, (ή bullet-hell grind, γενικά βρείτε κάτι που να παραπέμπει σε κάτι αφηνιασμένα γρήγορο και είστε μέσα), έφερε έναν αέρα αλλαγής στο ιδίωμα και παρά τις μικρές τους διάρκειες, υπάρχει τόση ενέργεια συσσωρευμένη εδώ που τα δέκα λεπτά μοιάζουν πολλά. Κάπου εδώ να πούμε ότι και οι δύο δίσκοι κυκλοφόρησαν από τη Hydra Head (r.i.p.), ενώ μόλις έναν χρόνο αργότερα βάρεσε διάλυση, με τους Gridlink να υπογράφουν στη νεοσύστατη, καναδική Handshake Inc. (η οποία να θυμίσουμε ανέλαβε και τη διανομή στη Βόρεια Αμερική του πρόσφατου έπους "Ravenous Solemnity" των δικών μας, Dephosphorus). Ο Procopio αποχωρεί, λίγο αργότερα οι Gridlink διά στόματος Chang αναφέρουν ότι δουλεύουν πάνω σε νέο δίσκο και λίγο αργότερα μας ρίχνουν μια τεράστια κεραμίδα στο κέφαλι, ανακοινώνοντας ότι θα προκείται για τον τελευταίο τους. Το "Longhena" είναι γεγονός και το grind δεν θα είναι ποτέ πια ίδιο.

Οι Gridlink για πρώτη φορά ξεφεύγουν από τις δεκάλεπτες διάρκειες, παρουσιάζοντας μας ένα ακραίο και πραγματικά προοδευτικό έργο τέχνης. Αν και δεν έχει την τραχύτητα και την αδιάκοπη ένταση των προκατόχων του, το "Longhena" σε πάνω από είκοσι λεπτά (για πρώτη φορά βλέπουμε δύο και τριών λεπτών κομμάτια σε δίσκο τους), σπρώχνουν τη μουσική τους στα όρια της και ακουμπάνε το σπουδαιότερο grind επίτευγμα όλων των εποχών, το τεράστιο "The Inalianable Dreamless" των Discordance Axis. Πιο απλωμένοι, με τις κιθάρες του Matsubara να κεντάνε, εισαγάγουν ακόμα πιο έντονα μελωδικές γραμμές που αν και δεν ξεφεύγουν στιγμή από το πολύ συγκεκριμένο ύφος τους, τελικά καταφέρνουν και μαγεύουν χάρη στην ευδιάκριτη τεχνική τους και την -τρόπον τινά- «όμορφη» προσέγγισή τους. Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά όμορφο στη μουσική τους, αφού το συγκρότητα παραθέτει ακόμα μια άσκηση βίαια επιθετικού ύφους που αναγάγει σε υπέρτατη τέχνη την ακρότητα και τη μανία που οφείλει να πρεσβεύει το grind σαν είδος. Όπως και να το κάνουμε όμως, η έναρξη του "Constant Autumn", οι απλωμένες κιθάρες στο φινάλε του "Island Sun" και οι τρελαμένες μελωδίες του "Ketsui" προσδίδουν μια πρωτόγνωρη ζεστασιά που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί από τη μπάντα. Τα υπερτεχνικά, σε βαθμό επιληψίας, περάσματα όπως και η αφηνιασμένη ταχύτητα που συμβαδίζει με την ταχύτητα του φωτός και τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Chang, για ακόμη μια φορά αποτελούν το σήμα-κατατεθέν της μπάντας, μόνο που αυτή τη φορά είναι πιο μεγαλοπρεπή και πιο ανατριχιαστικά από ποτέ. Το τέλος του "The Dodonpachi" σηκώνει την τρίχα με το φρενιασμένο μελωδικό ξέσπασμά του, ενώ το φινάλε με το μαγικό "Look To Winward" (το οποίο πρέπει να είναι ό,τι καλύτερο έχουν γράψει ποτέ τους), δίνει μια φανταστική αίσθηση κλεισίματος και προκαλεί έντονα συναισθήματα την ώρα ακριβώς που πέφτουν οι κουρτίνες και αποχαιρετάνε. Το "Thirst Watcher" είναι ίσως το πιο μη-Gridlink κομμάτι που έχουν γράψει, ένα όμορφο, instrumental δίλεπτο κομμάτι, όπου ακούμε ακουστικές κιθάρες και βιολιά (από τον Molinaro, φίλο της μπάντας), το οποίο αν και δεν είναι κακό, ίσως θα μπορούσε τελικά να λείπει ή τουλάχιστον να το τοποθετούσαν ακριβώς στη μέση του δίσκου, σαν ιντερλούδιο που χωρίζει τον δίσκο στη μέση και μια όαση μέσα στον απόλυτο πανικό και όχι στην αρχή του. Τέλος να πούμε ότι έχουμε και guest εμφάνιση από τον θεό Paul Pavlovich (πρώην τραγουδιστή των πρωτοπόρων του είδους, Assuck), στο "Chalk Maple", ο οποίος με τη συμμετοχή του τιμάει με το δικό του τρόπο τους Gridlink, καταφέρνοντας με τα growls του να σπάει λίγο την εκκωφαντικότητα των ουρλιαχτών του Chang.

To grind διήνυσε πολλά χιλιόμετρα για να φτάσει σε αυτό εδώ το μνημείο. Τίποτα μετά από αυτό δεν θα είναι ίδιο και το κενό που αφήνουν οι Gridlink είναι μεγάλο. Με το "Longhena" αποδεικνύουν περίτρανα ότι το grind είναι κάτι παραπάνω από μια απλή ηχητική έξαρση βίας. Είναι τέχνη στην πιο ακραία της μορφή. Αντίο.
  • SHARE
  • TWEET