Grace Cummings

Ramona

ATO Records (2024)
Η φωνή της Grace Cummings είναι ο μεγαλύτερος άσος της, κι από μόνη της αρκεί για να της αφιερώσεις χρόνο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Φωνές σαν της Αυστραλέζας Grace Cummings δεν είναι να τις αφήνεις να περνούν απαρατήρητες. Είναι μπάσα, και τραχιά με τον ίδιο τρόπο που είναι τραχιά μία φρεσκοβαλμένη και ακόμη δροσερή μαξιλαροθήκη. Πολύ περισσότερο απ’ την χροιά, η Grace Cummings έχει προιοκιστεί με αυτό που λέμε μέταλλο, που πάλλεται με φωνητικές μελωδίες που κινούνται αργά και επιβλητικά - και υποβλητικά. Στο ντεμπούτο "Refuge Cove" (2019), η ηχογράφηση ήταν σχεδόν ρετρό, με μία κιθάρα, ίσως μία φυσαρμόνικα (οι συνειρμοί με τον Bob Dylan είναι εμφανείς και στον τίτλο του παρόντος δίσκου), και τη φωνή της σε πρώτο πλάνο. Η λέξεις κλειδιά εδώ, φαντάζομαι, είναι η οργανικότητα, το γήινο, το αναλογικό. Το ίδιο συνέχισε και στον δεύτερο δίσκο της, το "Storm Queen" (2022), που διατηρούσε τη μίνιμαλ αισθητική, αν και με, προσωπικά μιλώντας, καλύτερες ιδέες και συνθέσεις. Ναι, υπήρχαν εμφανείς εμπλουτίσεις στην ενορχήστρωση, όμως εν τέλει δεν ήταν εκείνες που έδιναν όγκο και νόημα στα τραγούδια, αλλά το γεγονός ότι η Grace Cummings είχε μία εκφραστικότητα που δεν περνούσε ούτε τόσο από την θλίψη, ούτε και τον θυμό. Μακριά από τον μελίρρυτο συναισθηματισμό, η Cummings τραγουδάει με μία μεγαλοπρέπεια και ένα τσαγανό μάλλον αφηγηματικό, νηφάλιο, θυμίζει την Joan Baez στην καθαρότητα και την μετρημένη απόσταση που παίρνει, με την (πιο) ανδρόγυνη υφή όμως μίας Nina Simone.

Από συνθετική άποψη, μπορεί να μην έφερνε κάτι το ρηξικέλευθο, ωστόσο είναι μάλλον δύσκολο να μην συγκινηθείς με τραγούδια όπως το δίδυμο "Storm Queen" / "Fly A Kite" από τον προηγούμενο δίσκο της, που έβρισκαν τη χρυσή τομή σε ένα Venn Diagram μεταξύ καλογραμμένων φωνητικών μελωδιών, εξαιρετικής σύνθεσης, και ανατριχιαστικής ενορχήστρωσης.

Όλα αυτά βάζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Cummings γινόταν αντιληπτή πριν κυκλοφορήσει τον τρίτο δίσκο της. Στο "Ramona", εκτός την διατήρηση της εντυπωσιακής φωνής της, τα υπόλοιπα ίσως να διαφοροποιούνται, καθώς παρατηρείται μία στροφή σε ενορχηστρωτικό και συνθετικό επίπεδο που δίνουν έναν πιο indie rock, bluesy, και λίγο country χαρακτήρα, αφήνοντας τον folk χαρακτήρα της για λίγο στην άκρη; Είναι κακό αυτό; Εξαρτάται, αλλά ας πάρουμε κάποια πράγματα από την αρχή.

Την παραγωγή του δίσκου έχει αναλάβει ο Jonathan Wilson, ο οποίος μας έχει απασχολήσει προσφάτως εξαιτίας τριών δίσκων, του "Big Time" της Angel Olsen (αρκετά τα κοινά σημεία ηχητικά με το "Ramona"), του "Chloë And The Next 20th Century" του Father John Misty, και του "Strays" της Margo Price, που έπαιζαν με το δικό τους τρόπο το καθένα με τον παλιακό χαρακτήρα, και αναδεικνύονταν ως ευφυώς παλιομοδίτικα. Τώρα, αν εκείνος ευθύνεται για το ότι τα περισσότερα κομμάτια έχουν πιάνα, ντραμς, ηλεκτρικά μπάσα, έγχορδα και πνευστά, αυτό δεν το ξέρω, αλλά υποψιάζομαι πως δεν θα είναι κι εντελώς άμοιρος ευθυνών (ειλικρινά, μου θύμισε την στυλιστική μεταστροφή της Aldous Harding από το "Party" στο "Designer", συνειρμός που εντείνεται με τις δηλώσεις ότι η Cummings έχτισε και υποδύεται την περσόνα της Ramona - όπως κάνει κι η Harding με τα τραγούδια της).

Ο δίσκος επικοινωνεί με πολλές διαφορετικές μουσικές ιστορίες: από τους U2 στο ρυθμικό "On And On", στη Nina Simone με το "Work Today (and Tomorrow)", κι έπειτα στην Etta James ("Everybody’s Somebody" - πανάθεμάμε αν δεν το ακούω στο repeat), τον Chris Isaac και το "Wicked Game" του μπασταρδεμένο με λίγο από Orville Peck ("Common Man"). Η πληθώρα διαφορετικών ειδών, ωστόσο, δεν κάνει τον δίσκο να ακούγεται σαν ποτ πουρί μιμήσεων, παρά σαν μία ζεστή αναμόχλευση ειδών για να σερβιριστεί συνοδευτικά η φωνή της Cummings, η οποία εν τέλει και κερδίζει για μία ακόμη φορά τα πρωτεία, έστω και με την πιο φασαριόζικη μουσική που την περιβάλλει. Σπάνια θα αισθανθείς ότι τα όργανα έχουν κάτι δικό τους να πουν, ίσως λίγα ορχηστρικά μέρη εδώ, λίγο jamming εκεί (καλοδεχούμενο στο "I’m Getting Married to the War"), κάμποσο άταστο μπάσο ή τρομπέτα ως γλύκισμα, όμως το καθετί κοιτάζει πάντα στην ίδια κατεύθυνση, την υπογράμμιση της φωνής της. Με την εγγύτητα που αθέλητα προκαλεί η ξεγυμνωμένη ηχογράφηση να έχει φύγει, η Grace Cummings ακούγεται πιο συναφής (κι όχι ταυτόσημη, δεν θα υπερβάλλω) πλέον με μία adult contemporary μουσική, παρά με την folk παράδοση με την οποία μας συστήθηκε (ειδικά σε κομμάτια όπως το εντυπωσιακό "A Precious Thing" ή το ομώνυμο, στα οποία αξιοποιεί και κάμποσο από το γρέζι της).

Το μόνο σίγουρο είναι, και αυτό φαίνεται και από την αισθητική των ίδιων των εξωφύλλων της, ότι η Cummings δεν παύει να πειραματίζεται, να δοκιμάζει διάφορους τρόπους για να αναδείξει την φωνή της, και τη μουσική της ικανότητα. Θέλω να ποντάρω στο ταλέντο και την ανησυχία της, και φυσικά στην απίστευτη φωνή της (χωρίς καμία έκπληξη αποτελεί και το μαγνητικό βάρος και τούτης της κριτικής, πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;), και να πω ότι χαράζει ως τώρα μία εξαιρετική πορεία που χαίρεσαι να την εξερευνείς και να την απολαμβάνεις. Το "Ramona" κερδίζει ήδη απ’ τη στιγμή που δείχνει πως από τον τελευταίο δίσκο, η Cummings δεν έγραψε κάτι καλύτερο ή κάτι χειρότερο, απλώς εξελίχθηκε και διαφοροποιήθηκε, κάλυψε κι άλλο έδαφος. Αν δεν ακολουθήσετε σ’ αυτή τη διαδρομή, δικό σας το κρίμα. Για να δανειστώ, και τους δικούς της στίχους από το "Everybody’s Somebody":

You just don’t know what you’re missing

Bandcamp
Spotify

  • SHARE
  • TWEET