Gargoyl

Gargoyl

Season Of Mist (2020)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 13/10/2020
Ένα αξιοσημείωτο ηχητικό πείραμα με ενδιαφέρουσες μελλοντικές δυνατότητες
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το ομώνυμο ντεμπούτο των Gargoyl που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες, αναμένεται να απασχολήσει διαφορετικό ακροατήριο από αυτό όπου απευθύνεται ο ήχος του. Η μπάντα - δημιούργημα των Dave Davidson (Revocation, κιθάρες) και Luke Roberts (Ayahuasca, φωνητικά-κιθάρες), κινείται ηχητικά σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή της προϋπηρεσίας των μελών της. Με τη συμμετοχή των Brett Leier (μπάσο) και James Knoerl (τύμπανα), οι Davidson και Roberts αποφάσισαν να εξερευνήσουν μια ιδιαίτερη ηχητική σύζευξη, με την πρώτη τους επίσημη κυκλοφορία να αποτελεί ένα άκρως ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

Οι Gargoyl, κινούνται ηχητικά στον ευρύτερο χώρο του progressive rock/metal. Σε πολύ βασικές γραμμές, οι επιρροές τους από αυτόν τον χώρο είναι ίδιες με αυτές των τελευταίων δίσκων των Opeth. Σε αυτό το σημείο όμως, αποκαλύπτεται η ιδιαιτερότητα της μπάντας. Τα φωνητικά του Roberts, είναι ευθεία αναφορά, σε σημείο φόρου τιμής, στον Layne Staley μεταδίδοντας μια ιδιαίτερη grunge αύρα, εμμένοντας όμως, όπως και σε διάφορα κιθαριστικά σημεία, στην κληρονομιά των Alice In Chains. Παράλληλα, οι δομές των κομματιών καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των riff, λοξοκοιτούν προς πιο τεχνικά μονοπάτια, ελέω και Revocation, με τις δυσαρμονίες και τα δάνεια από το avant-garde να δημιουργούν ένα ιδιότροπο αποτέλεσμα.

Οι έντεκα συνθέσεις του δίσκου, ξεδιπλώνουν, αυτή την ιδιαίτερη αισθητική, με, ομολογουμένως, αξιοσημείωτη αφοσίωση. Ανά σημεία, υφίστανται κρίσιμες προσθήκες που συνεισφέρουν στην, όχι ιδιαίτερα προφανή, ποικιλομορφία. Έτσι, η συμπαγής κιθαριστική δουλειά, άλλοτε θα θυμίζει εντονότερα τους Virus ("Waltz Dystopia"), άλλοτε τους Voivod ("Ambivalent I"), ενώ υφίστανται μέχρι και πιο παλαιομοδίτικα κιθαριστικά σόλο, που, όπως στην περίπτωση του "Ophidian", συνυπάρχουν με αιθέρια γυναικεία φωνητικά, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα. Ο ήχος των Gargoyl, φλερτάρει συναισθηματικά με την grunge μελαγχολία, η οποία, σε συνδυασμό με τους κριτικούς αλλά και αινιγματικούς στίχους, μεταδίδει με ιδιαίτερα διακριτικό τρόπο την avant-garde παράνοια, που, υπό συνθήκες καλλιτεχνικού πυρετού, δημιουργεί εσωστρέφεια. Το ψυχοφθόρο "Nightmare Conspiracy" είναι ένα ταξίδι σε εδάφη μακρινά, τόσο μακρινά που χαϊδεύουν το χλωμό.

Ο ήχος των Gargoyl είναι ένας ήχος αντιφάσεων, ο οποίος, σε αυτές ακριβώς τις αντιθέσεις που δημιουργεί, αναδεικνύει τόσο τις προοπτικές όσο και τις αδυναμίες του. Η grunge αμεσότητα, πάντα μιλώντας στο σχετικό ηχητικό πλαίσιο του δίσκου, επιτρέπει σε κομμάτια όπως το "Cursed Generation" να ξεχωρίζει με χαρακτηριστική άνεση, το εναρκτήριο "Plastic Nothing" να προσανατολίζει τον ακροατή πριν τον βυθίσει στους δαιδαλώδεις ρυθμούς, το "Electrical Sickness" να φτάνει μέχρι πιο post-grunge σημεία, όπως αυτά που διέπρεψαν οι τεράστιοι Audrey Horne πριν αγαπήσουν περισσότερο τις πιο old school επιρροές τους. Αντιθέτως, τα διάσπαρτα jazz σημεία, τα διακριτικά χάλκινα πνευστά, η πυκνή πληροφορία των ρυθμικών εναλλαγών, που όμως συχνά δίνει μια αίσθηση επανάληψης, και κυρίως οι δύσβατες δυσαρμονικές μελωδίες, μετατρέπουν το "Gargoyl" σε ιδιαίτερα απαιτητικό άκουσμα ακόμη και στις πιο ήπιες στιγμές του όπως το "Wraith".

Δεν είναι η πρώτη φορά που (extreme) metal μουσικοί δημιούργησαν ένα side project επιθυμώντας να απελευθερώσουν την αγάπη τους για ακούσματα από ήχους ξένους αυτών των κυρίως συγκροτημάτων τους. Αν υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά που καθιστά το "Gargoyl" άξιο προσοχής, είναι πως παρουσιάζουν μια αφοσίωση και ένα όραμα, που κάποια πιο επίμονη και εξίσου «πειραγμένη» μπάντα θα μπορούσε να χτίσει καριέρα πάνω του. Οι Gargoyl επιχειρούν ένα, φαινομενικά ανίερο, στην πραγματικότητα φιλοσοφημένο ηχητικό συγκερασμό, και ακόμη και αν η ιδέα φαντάζει πιο ενδιαφέρουσα από το τελικό αποτέλεσμα, αυτό ισχύει εν μέρει εξαιτίας των προσδοκιών. Αν οι Gargoyl επιχειρήσουν μα επιμείνουν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, δύνανται να κυκλοφορήσουν κάτι πραγματικά σπουδαίο. Έως τότε, το ομώνυμο ντεμπούτο τους είναι μια ευχάριστη και ανανεωτική διασταύρωση σχετικά παρωχημένων ηχητικών μονοπατιών.

Youtube

  • SHARE
  • TWEET