Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Opeth
The Last Will And Testament
Συνεχίζοντας να καθοδηγείται μονάχα από το καλλιτεχνικό του όραμα, ο Mikael Akerfeldt μέσω μιας εν μέρει ηχητικής επιστροφής, καταλήγει σε μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ θριάμβου και υπερβολής
Λίγες μπάντες στον metal χώρο έχουν συζητηθεί όσο οι Opeth την τρέχουσα χιλιετία. Κατάφερναν να εγείρουν πάθη και αντιγνωμίες όσο ακόμα εξελίσσονταν από μια death metal μπάντα σε μια progressive metal μπάντα, αλλά φυσικά ο μεγάλος χαμός επήλθε όταν αποφάσισαν να μετατραπούν σε μια καθαρά progressive rock μπάντα, με αρκετά ρετρό χαρακτήρα. Φαντάζομαι πως όσοι ασχολούνται, έστω κι επιδερμικά, με το συγκρότημα έχουν ακούσει όλων των ειδών τις απόψεις: αυτές που θεωρούν ότι αυτοχαντακώθηκαν με την εν λόγω επιλογή, αυτές που θεωρούν ότι ωρίμασαν κι έγιναν ακόμα καλύτεροι, κι αυτές που τοποθετούνται κάπου σε ένα ενδιάμεσο «ναι μεν, αλλά». Αν δεν έμοιαζε τόσο όμορφα ξεροκέφαλος ο Mikael Akerfeldt μπορεί και να τον λυπόμουν με όλα αυτά που έχει ακούσει, αλλά μέχρι που έχω την υποψία ότι το διασκεδάζει κιόλας, μια υποψία που έρχεται να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο…
Όπως και να έχει, δεκατρία χρόνια και τέσσερεις δισκογραφικές δουλειές μετά, ο progressive rock κύκλος μοιάζει να κλείνει για τους Opeth και η από το πουθενά ανακοίνωση του 14ου στούντιο άλμπουμ τους σήκωσε πολλή σκόνη, καθώς αποκάλυψε όχι μόνο την επιστροφή σε κάπως πιο σκοτεινές οδούς, αλλά κυρίως την επιστροφή των growls στο φωνητικό ρεπερτόριο του Akerfeldt. Αυτό από μόνο του αποτέλεσε χαράς ευαγγέλια για πολλούς, και ξενέρωμα για λίγους, αλλά αν το δει κάποιος ψύχραιμα δεν θα μπορούσε να πει τίποτα από μόνο του για την ποιότητα του "The Last Will And Testament". Στην πραγματικότητα, αποτελεί ένα εργαλείο που πολύ ήταν απαραίτητο για την απόδοση του συνολικού καλλιτεχνικού οράματος που είχε ο Akerfeldt για το νέο του δημιούργημα.
Αυτό το καλλιτεχνικό όραμα που είχε ο Akerfeldt πιθανότατα θα αποτελέσει ταυτόχρονα την ευχή και την κατάρα του, καθώς είναι μια δουλειά χτισμένη και δομημένη γύρω από μια συγκεκριμένη ιστορία και δύσκολα θα μπορεί να κριθεί ή να εκτιμηθεί εκτός του συγκεκριμένου πλαισίου. Βέβαια, τον Akerfeldt όχι μόνο δεν τον απασχόλησε το κόστος που μπορεί να έχει αυτό, αλλά δεν νοιάστηκε καν για το γεγονός να δώσει τίτλους στα τραγούδια, παρά μόνο αριθμούς παραγράφων. Και μόνο η εικόνα των ανθρώπων στη δισκογραφική εταιρεία όταν θα τους παρουσίασε την απόφασή τους αυτή με κάνει να γελάω…
Η εν λόγω ιστορία θα μπορούσε να οπτικοποιηθεί ως ένα ασπρόμαυρο θρίλερ εποχής, που λαμβάνει χώρα κάπου στη δεκαετία του 1920 και έχει στο επίκεντρο έναν μοχθηρό, ζάμπλουτο πατριάρχη μιας κλειστής και συντηρητικής οικογένειας. Πεθαίνοντας, ο εν λόγω τύπος, αφήνει την εντολή να ανοιχτεί η διαθήκη του και μαζί με αυτή να αποκαλυφθούν μια σειρά από σκοτεινά μυστικά και εκπλήξεις που αφορούν τους δικαιούχους της κληρονομιάς του. Όλος ο δίσκος ζέχνει θάνατο, αγωνία, ματαιοδοξία, πνευματική αρρώστια, μοχθηρία και άλλα τέτοια όμορφα πράγματα. Πώς θα μπορούσε να μην επιστρατεύσει τα growls ο αγαπητός Μιχάλης στην ερμηνευτική φαρέτρα του; Ήταν αναπόφευκτο.
Όσοι, με βάση το παραπάνω, προεξοφλούν και μια ανάλογη επιστροφή σε παλιές metal μουσικές φόρμες, θα πρέπει να αναθεωρήσουν γρήγορα. Ναι, υπάρχουν κάποια πιο metal στοιχεία – ηχητικά και παικτικά – αλλά στην ουσία του το "The Last Will And Testament" αποτελεί μια ηχητική συνέχιση της progressive rock περιόδου, με μικρές διαφοροποιήσεις που περισσότερο μοιάζουν να ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο για τους Opeth. Σίγουρα, πάντως, δεν προκύπτει κάποιου είδους επιστροφή.
Εκεί που έγκειται το περισσότερο ενδιαφέρον είναι στο συνθετικό κομμάτι, καθώς υπάρχει μια σημαντική μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο έγραψε τα τραγούδια ο Akerfeldt σε σχέση με το παρελθόν. Εδώ, η διάρκεια κάθε τραγουδιού είναι συγκεκριμένη, μεταξύ περίπου 5 και 7 λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ρυθμός δράσης μοιάζει πιο γρήγορος από ότι συνήθως, οι εναλλαγές θεμάτων είναι συνεχείς κι όχι επαναλαμβανόμενες, η πληροφορία είναι πυκνή, ενώ δεν υπάρχουν συνήθεις σταθερές αναφοράς, όπως πχ ένα ρεφραίν. Πχ μετά από μήνες ακροάσεων, αν με ρωτήσει κάποιος πως πάει το ρεφραίν στο "Paragraph 5" δεν μπορώ να του απαντήσω…
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως το άλμπουμ έχει συνολικά μια τρομερή ατμόσφαιρα που βάζει τον ακροατή στον κόσμο της ιστορίας καθ’ όλη τη διάρκειά του, ενώ παράλληλα έχει αναμενόμενα καταπληκτική δουλειά σε όλες τις επιμέρους τεχνικές παραμέτρους και τις λεπτομέρειές του. Τα παιξίματα είναι εντυπωσιακά, προεξέχοντος του νεοφερμένου Waltteri Väyrynen στα druma, αλλά και του Fredrik Akesson ο οποίος σε κάθε τραγούδι προσφέρει κι ένα εντυπωσιακά μεστό κιθαριστικό σόλο. Η δουλειά που έχει ρίξει ο Akerfeldt στους στίχους είναι εμφανής και παίζει σημαντικότατο ρόλο, ενώ η παρουσία ενός θρύλου όπως ο Ian Anderson, ενισχύει πολύ τις εντυπώσεις με τις επιβλητικές αφηγήσεις του, καθώς και με τα δυο πολύ όμορφα τοποθετημένα σόλο που προσφέρει με το φλάουτό του. Από την άλλη, η μικρή συνεισφορά του Joey Tempest των Europe περνάει μάλλον αδιάφορη.
Πάντως, αν εξαιρέσουμε, το κλείσιμο του μπαλαντοειδούς "A Story Never Told" – που αποτελεί το τελικό twist στην ιστορία και διαφοροποιείται και μουσικά κάπως – τα υπόλοιπα τραγούδια λειτουργούν καλύτερα σε μια ενιαία ροή, κι αυτό αναμένεται να δυσκολέψει πολλούς ακροατές, ειδικά αυτούς που στην ψηφιακή εποχή έχουν ξεσυνηθίσει να ακούνε ολόκληρα άλμπουμ. Κάθε τραγούδι έχει στοιχεία που μπορούν να απομονωθούν και να ξεχωρίσουν μέσα από αυτό, αλλά δεν είναι προφανή στοιχεία, όπως ένα riff ή ένα ρεφραίν ή έστω κάποιο επαναλαμβανόμενο μέρος, από εκείνα τα σπουδαία που έχουν γράψει στο παρελθόν οι Opeth. Αντ’ αυτών μπορεί να είναι το φλάουτο που ακολουθείται από το κιθαριστικό σόλο στο "Paragraph 4", οι ανατολίτικες ενορχηστρώσεις στο "Paragraph 5", τα διάφορα φωνητικά brutal ξεσπάσματα που ενισχύουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του άλμπουμ, το proggy σόλο στα πλήκτρα στο "Paragraph 6", η μεγάλη, σχεδόν πένθιμη μελωδία που κλείνει το "Paragraph 7" ή το εν γένει εντυπωσιακό drumming σε διάφορα σημεία.
Όσο περισσότερο ακούω το "The Last Will And Testament", τόσο ενισχύεται η πεποίθηση που μου δημιουργεί πως θα αποτελέσει μια διχαστική δουλειά ανάμεσα στους οπαδούς της μπάντας, κάτι που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο Akerfeldt ξέρει να κάνει καλά, είτε το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Η αλήθεια είναι πως μοιάζει χτισμένο σε μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ θριάμβου και υπερβολής, όπου προσωπικά κλίνω προς το πρώτο, βρίσκοντας συναρπαστικές, τόσο την άγνοια κινδύνου (ή ξεροκεφαλιά αν θέλετε) που επιδεικνύει, όσο και τις προκλήσεις που θέτει στον ακροατή.