Duels

The Barbarians Move In

DIY (2008)
30/07/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ξεφυλλίζοντας τις προάλλες ένα γνωστό ξένο μουσικό περιοδικό, έπεσα πάνω σε μια μικρή και άκρως εγκωμιαστική παράγραφο για τη τελευταία κυκλοφορία των Duels, υπό τον τίτλο "The Barbarians Move In". Δε χρειάστηκα κάποιο επιπλέον κίνητρο για να πάρω την απόφαση να κρίνω με τα αυτάκια μου την ορθότητα των λόγων του Βρετανού συντάκτη και έτσι σύντομα βρέθηκα με το δίσκο να ακούγεται από το ηχοσύστημα του δωματίου μου. Τους Duels τους θυμόμουν από το ντεμπούτο τους το 2006, με το "The Bright Lights And What I Should Have Learned", το οποίο είχε αναγκάσει τους τότε δισκοκριτικούς να τους αναγορεύσουν σε νέους Kaizer Chiefs και την EA Sports να τους χρησιμοποιεί για το soundtrack παιχνιδιών της, προσθέτοντας τους Duels στη μακρά λίστα των indie rock συγκροτημάτων που λειτούργησαν ως μουσικό χαλί για τα ηλεκτρονικά της παιχνίδια (π.χ. Killers, Franz Ferdinand, Kaizer Chiefs, κ.λ.π.). Ήξερα τι να περιμένω, ανεβαστικό και χαρούμενο brit-pop, που θα συνέχιζε στα μονοπάτια που χάραξαν οι Kaizer. Κι όμως όχι. Οι Duels, βάζοντας μου τα γυαλιά, απέδειξαν πως το καλό το παλικάρι όντως ξέρει κι άλλο μονοπάτι και κινούμενοι σε αντιδιαμετρικές τελείως κατευθύνσεις από τους Kaizer, μεγαλούργησαν με ένα δίσκο που δύσκολα δε θα συμπεριληφθεί στο προσωπικό μου top 10 για το 2008.

Κατάφεραν αναμφισβήτητα να ενταχθούν στον ορισμό της καλής μουσικής όπως εύστοχα τον έθεσε κάποτε ο Έλληνας μουσικοσυνθέτης Δημήτρη Παπαδημητρίου, αφού δημιούργησαν ήχους "απρόσμενα οικείους". Στηριζόμενοι στις πλάτες άλλων μεγαλοθηρίων της σύγχρονης και όχι μόνο ροκ σκηνής, κατάφεραν να κάνουν ένα βήμα παραπέρα, από ό,τι έκαναν οι επιρροές τους, και να συνθέσουν ένα σκοτεινό και συνταρακτικό ήχο που ανέσυρε από το ασυνείδητο μου ξεχασμένα συναισθήματα και βοήθησε στον ελάχιστα πιο ξεκάθαρο σχηματισμό του περιγράματος των πιο θολών μου φόβων.

Το ταξίδι ξεκινά ήδη από το πρώτο κομμάτι, όπου το "The Furies" σε χρόνο dt σε βάζει στο παράλληλο σύμπαν που δημιουργεί η μουσική τους. Απαγάγοντας σε από όπου κι αν βρίσκεσαι, σε μεταφέρει με το σκοτεινό, πομπώδες και απειλητικό του ύφος σε ένα ξέφωτο, όπου αποκομμένος πλέον από πάσης λογής βοήθεια περιμένεις την επίθεση ενός αγνώστου και άκρως επικίνδυνου αόρατου εχθρού. Του μεγαλύτερου σου φόβου. Η συνέχεια δίνεται με το "Sleeping Giants", το κομμάτι που, ως προς το μουσικό του σκέλος, ερωτεύτηκα περισσότερο από όλα και κάθε φορά με ανάγκαζε να πατάω το repeat. Ένα κομμάτι τόσο γεμάτο με ήχους και συναίσθημα, που με το ηχητικό του πανδαιμόνιο στο τέλος, σε κάνει να θες να ποντάρεις όλα σου τα λεφτά στο πως έχει τη διπλάσια διάρκεια από ότι λέει το ηχοσύστημα σου (μην το κάνεις, θα χάσεις...).

Με το "Regeneration" που ακολουθεί καταφέρνουν, με εμφανή Muse στοιχεία, να προκαλούν στον ακροατή ταχυπαλμία και κατακόρυφη αύξηση της αδρεναλίνης του, δημιουργώντας το δικό τους σύνθημα για τη μακάβρια πνευματική αναγέννηση που προμηνύουν. Με το "Perimeter Fence" υπενθυμίζουν πως η μουσική δε χρειάζεται να είναι περίπλοκη για να είναι υψηλού επιπέδου, καθώς γύρω από ένα συνεχή ρυθμό της κιθαράς ενορχηστρώνουν ένα κομμάτι που καταφέρνει να συνδυάσει το μελαγχολικό ύφος των projects του Steven Wilson με το στυλ της Bjork, ενώ με το "The Healing" που ακολουθεί συμπυκνώνουν όλη την ψυχολογική πορεία του ατόμου όταν έρχεται αντιμέτωπο με την πάσης φύσεως απώλεια. Όλη αυτή η πορεία, από το αρχικό σοκ μέχρι και την εύρεση της διάθεσης για να σηκωθείς ξανά στα πόδια σου και να επουλώσεις τις πληγές σου, έχει πλέον το δικό της soundtrack.

Οι κραυγές στο "Wolvesland" και η ψυχρότητα του ήχου, σε συνδυασμό με τις συνεχώς εναλλασσόμενες μελωδίες από το βιολί και το πιάνο, απελευθερώνουν από μέσα σου τα πιο καταπιεσμένα συναισθήματα. Το μίσος, η οργή, η μοναξιά και η παράνοια, που ο συνδυασμός όλων αυτών είναι ικανός να σου προκαλέσει, καθοδηγούμενα από τη μουσική των Duels βρίσκουν το δρόμο τους και εμφανίζονται μπροστά σου, ως απειλητικές φιγούρες που σε προκαλούν να τις αντιμετωπίσεις. Η ένταση πέφτει με το "The Wild Hunt", που αν δεν είχε τις μακάβριες στιγμές του, θα ήταν το ιδανικό νανούρισμα για τα παιδιά μου και ο δικός μου καημός που δε μεγάλωσα με κάτι τέτοιο. Η ηχητική πανδαισία (και ο τρόμος) επανέρχεται άμεσα με το "This Year's Man", ενώ το "Forgotten Babies" και το "The First Time/The Last Time" μπορώ άνετα να τα θεωρήσω δύο τεράστιους ύμνους, αφιερωμένους στα ανεκπλήρωτα όνειρα και στη συνειδητοποίηση της λοξοδρόμησης μας, από όσα κάποτε ελπίζαμε να γίνουμε και να βιώσουμε. Το άλμπουμ κλείνει με το ομώνυμο κομμάτι, όπου συνοψίζεται όλο το ταξίδι που κάναμε με τους Duels και μας επιστρέφουν ξανά πίσω στον κόσμο μας, αποχαιρετώντας μας, μακριά από τους φόβους μας πλέον, αλλά ελάχιστα πιο συνειδητοποιημένοι του ποιοι είναι στην πραγματικότητα αυτοί οι φόβοι μας.

Δυσκολεύομαι να σκεφτώ πολλές μπάντες που ενώ είχαν αρχίσει να σχηματίζουν το δικό τους κοινό, έκαναν τόσο μεγάλη στροφή στη μουσική τους πορεία. Εγκαταλείποντας το χαρούμενο και νεανικό brit-pop ύφος τους, έβαλαν στο συνθετικό τους μπλέντερ ιδέες και στοιχεία από μια πλειάδα καινοτόμων μουσικών προσωπικοτήτων του ευρύτερου εναλλακτικού και μη χώρου (ενδεικτικά αναφέρω: Bjork, Nick Cave and The Bad Seeds, Johny Cash, και πολλοί ακόμα), επαναπροσδιορίζοντας έτσι το ύφος και το μουσικό στυλ των Duels. Industrial και gospel στοιχεία κάνουν την εμφάνιση τους, ενώ η σχεδόν αψεγάδιαστη παραγωγή, που συνδυάζει με τον ιδανικό τρόπο τις μελωδίες του πιάνου και του βιολιού, δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον για να αναπτύξουν οι Duels τα συναρπαστικά μουσικά κρεσέντο τους. Το "The Barbarians Move In" ίσως θα έπρεπε να ανακηρυχθεί από την παγκόσμια μουσική βιομηχανία ως το δεύτερο δισκογραφικό ντεμπούτο τους.

Δυστυχώς όμως για αυτούς, τη δημοσιότητα που κέρδισε το πραγματικό τους ντεμπούτο δύσκολα θα τη δουν ξανά. Μέχρι στιγμής, η δημοσιότητα που έχουν κερδίσει περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις εγκωμιαστικές κριτικές που έχουν λάβει από διάφορα μουσικά περιοδικά. Αιτία για αυτό ίσως να είναι και η απόφαση του συγκροτήματος να διανείμει το δίσκο του πρώτα σε ηλεκτρονική μορφή, στις αρχές του 2008, και να τον κυκλοφορήσει σε hard copies, με περιορισμένη διάθεση, μόλις πριν από 2 μήνες. Όπως και να έχει, το δίσκο το συστήνω δίχως ενδοιασμούς σε όποιον λατρεύει τους καλλιτέχνες που ανέφερα ή αντέχει πιο alternative ρυθμούς και δε θέλει να χάσει την έπαφη με ένα ανερχόμενο συγκρότημα που έχει τα φόντα να σταθεί μελλοντικά δίπλα στα σύγχρονα μεγαθήρια της βρετανικής indie rock σκηνής.

  • SHARE
  • TWEET