Depeche Mode

Delta Machine

Columbia (2013)
Από την Εριφύλη Παναγούλια, 28/03/2013
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Με τριάντα και πλέον χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, οι Depeche Mode έρχονται και πάλι στο προσκήνιο με το δέκατο τρίτο κατά σειρά άλμπουμ τους. Αφού μας έδειξαν την, όχι και τόσο καλή, εκδοχή τους για το πώς μπορεί να ηχεί το σύμπαν στο "Sounds Of The Universe", η μηχανή παραγωγής τους δεν δείχνει να έχει σταματήσει. Επιστρέφουν με το "Delta Machine" και μια τρίγωνη, ισόπλευρη και ηλεκτρονική λογική, όμοια του «Δ» που φέρει ο τίτλος τους.

Από γενικότερης άποψης, το νέο άλμπουμ των Βρετανών κινείται στα πλαίσια του προκατόχου του. Το μόνο στοιχείο που το διαφοροποιεί είναι οι εντονότερες ρυθμικά συνθέσεις και φυσικά η φωνή του Dave Gahan που δείχνει ότι παίρνει στις πλάτες της όλη την ευθύνη της μελωδικότητας του άλμπουμ. Οι ήχοι του "Delta Machine" πολλές φορές γίνονται βιομηχανικοί και ξετρυπώνουν βίαια μέσα από samplers, synths και αναλογικά εφέ. Πολλές φορές γίνονται τόσο δύστροποι που ο ακροατής θα χρειαστεί περισσότερες από μία ακροάσεις για να του γίνουν οικείοι στα αυτιά του. Μεγάλο μέρος της ευθύνης σε αυτό φέρει και η παραγωγή. Για τρίτη, παραδόξως, φορά επιλέχθηκε να βρεθεί πίσω από την κονσόλα ο Ben Hillier. Σε συνεργασία πάντα τον Gore, επιμένει να αφαιρεί τις κιθάρες από τις συνθέσεις των τριών τελευταίων άλμπουμ των Depeche Mode, βγάζοντας προς τα έξω και τον πιο pop χαρακτήρα του τελευταίου. Οι οπαδοί του συγκροτήματος, βιώνουν αυτήν την κατάσταση σταδιακά από το "Playing The Angel". Συνεχίστηκε και μάλιστα με νωθρούς ρυθμούς και όχι ιδιαίτερη επιτυχία στο "Sounds Of The Universe" και καταλήγει τώρα στο "Delta Machine", σαν να θέλουν να κλείσουν έναν κύκλο και ταυτόχρονα να ανοίξουν έναν άλλον. Αυτό που τελικά μας παρουσιάζουν είναι μια διάχυτη noise-y χροιά που βρίσκεται διάχυτη σε όλη την νέα τους δισκογραφική δουλειά και που σχεδόν ακουμπά την avant - techno. Τρανή απόδειξη για όλα αυτά είναι τα "My Little Universe" και "Alone", που δείχνουν ότι ενστερνίζονται πλήρως τις ηλεκτρονικές ρίζες των δημιουργών τους, αλλά και τις επιθυμίες της παραγωγής, μειώνοντας δραματικά ή ακόμα και αφαιρώντας τις κιθάρες από τα μουσικά τους μέρη.

Το αξιοπερίεργο, αλλά ταυτόχρονα και ενδιαφέρον συστατικό μέσα σε όλα αυτά είναι ο συνδυασμός τους με την blues αισθητική στα φωνητικά του Gahan, όπως στην περίπτωση του "Angel" (με μία πιο Gareth Jones και Einstürzende Neubauten άποψη) και του "Goodbye", καθώς και με τις παλιές γνωστές αγαπημένες gospel διφωνίες του με τον Gore στο πρώτο single του άλμπουμ, το "Heaven". Ειδική είναι η περίπτωση του "Slow", που εκεί οι Depeche Mode αποδεικνύουν ότι μπορούν ακόμα να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: να χωρέσουν στις μελωδίες τους τον μινιμαλισμό και τις σκοτεινές θρησκευτικές τους αναζητήσεις, έχοντας ένα ικανοποιητικoύ επιπέδου αποτέλεσμα. Αλλά και πάλι, αυτό που δείχνει να λείπει είναι η έμφαση στις κιθάρες, που αν υπήρχε θα μπορούσε να προσδώσει ανθεμικό χαρακτήρα στα κομμάτια ή να ξεκλέψει έστω, λίγο από την αίγλη του παρελθόντος τους. Γίνονται πάντως ξεκάθαρες αναφορές σε αυτό, μία φορά με το "Broken", που παρουσιάζεται ως μία πιο αργή και απογυμνωμένη εκδοχή του "Behind The Wheel", και  άλλη μία στο "Soft Touch/Raw Nerve", όπου οι πιστοί οπαδοί του group θα αναγνωρίσουν εύκολα την δύναμη που μπορεί να ξεγλιστρήσει από τα δάκτυλα του Fletcher, ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν drums.

Με αυτά τα δεδομένα, ίσως το "Delta Machine" να είναι ακόμα ένα δύστροπο άλμπουμ από τους Depeche Mode. Μπορεί να μην σας κερδίσει από τις πρώτες ακροάσεις. Σίγουρα θα κερδίσει τους πιο εύκολα τους περισσότερο εξοικειωμένους με τους ηλεκτρονικούς ήχους. Το σίγουρο είναι ότι σύσσωμο το κοινό τους, που είναι και ιδιαίτερα ετερόκλητο, δύσκολα θα τους ακολουθήσει.
  • SHARE
  • TWEET