Death The Leveller

II

Cruz Del Sur Music (2020)
Από τον Πάνο Ζαρκαδούλα, 04/03/2020
Epic/doom metal αναφέρει το δελτίο τύπου, να με συμπαθάτε, αλλά τούτο το άλμπουμ είναι το doom το ίδιο. Το ιρλανδέζικο, το πένθιμο και ελεγειακό, της απώλειας και της θλίψης αλλά ουχί της παραίτησης και της μοιρολατρίας.
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αναγκαία πιστεύω ότι είναι κάποια βασικά εισαγωγικά στοιχεία, για αυτή τη νεοσύστατη και βραχύβια Ιρλανδέζικη μπάντα. Προς επίδοξους ακροατές και πιθανούς οπαδούς:
Death The Leveller είναι ο τίτλος ποιήματος του 17ου αιώνα, από τον Άγγλο δραματουργό James Shirley και πραγματεύεται το αναπόφευκτο του θανάτου. Στον θάνατο δεν υπάρχουν διακρίσεις κανενός είδους, μας βρίσκει όλους και αυτή είναι η αλήθεια του.

Η μπάντα σχηματίστηκε τo 2016 από τρία μέλη των αγαπημένων gaelic/doom metallers Мael Mordha (μπάσο, κιθάρα, ντραμς), έχοντας στα φωνητικά τον Denis Dowling. To "II" διαδέχεται την κυκλοφορία του 2017, που αν και δηλωμένη ως ep, είναι πανομοιότυπη με τη φετινή: τέσσερα τραγούδια με διάρκεια τα 38 λεπτά. Epic/doom metal αναφέρει το δελτίο τύπου, να με συμπαθάτε, αλλά τούτο το άλμπουμ είναι το doom το ίδιο. Το Ιρλανδέζικο, το πένθιμο και ελεγειακό, της απώλειας και της θλίψης αλλά ουχί της παραίτησης και της μοιρολατρίας. Εδώ δεν υιοθετείται η απώλεια και ο θρήνος ως στάση ζωής, υπάρχει μόνο καταγραφή δυσάρεστων γεγονότων και εμπειριών. Στην τελική, καθείς πορεύεται όπως πιστεύει, πράττοντας κατά τον δαίμονα εαυτού.

Οι τζούρες από Mael Mordha υπάρχουν, σε καμία περίπτωση όμως δεν έχουν τον πολεμικό/επικό τους χαρακτήρα. «Αν θέλαμε να γράψουμε την ίδια μουσική, θα συνεχίζαμε με τους Mael Mordha», δήλωσαν το rhythm section και ο κιθαρίστας. Και το έκαναν πράξη. Με συνοδοιπόρο έναν τραγουδιστή πραγματικά εντυπωσιακό. Ικανό να μεταδώσει τα συναισθήματα που φέρει μαζί του ο θάνατος. Λιτός και δωρικός, πειστικός σε κάθε του άρθρωση, άλλοτε να σε ρίχνει στο σκότος και άλλοτε να σου προσφέρει την πολυπόθητη λύτρωση. Επιβλητικός και περιγραφικός, συνάμα όμως αγγελιοφόρος κακών μαντάτων.

Οι υπόλοιποι τρεις κάνουν τη δουλειά τους υποδειγματικά. Η κιθάρα, χωρίς να είναι απαραίτητα βαριά και ασήκωτη, συμμετέχει κι αυτή στο χτίσιμο της μουντής ιρλανδέζικης ατμόσφαιρας, κάνοντάς σε ώρες-ώρες να νομίζεις ότι βλέπεις κάποια ταινία από εκείνα τα μέρη, τίγκα στα φολκλόρ στοιχεία. Τα ντραμς φροντίζουν να μην παραγίνει μονότονος και επαναλαμβανόμενος ο ρυθμός, με γεμίσματα και αλλαγές όπου κρίνουν χρήσιμο. Μιλώντας για αλλαγές, είναι αδύνατο να μην αναφερθώ σε ένα τραγούδι.

Η κομμάτι-κομμάτι παρουσίαση ενός δίσκου, είτε σαν ανάγνωση είτε σα γράψιμο, δε με ενθουσίαζε ποτέ. Στο "The Golden Bough" οι αντιστάσεις μου πήγαν περίπατο στο 5’55’’ και τούθε, όταν όντας εντελώς απροετοίμαστος, ορκίζομαι ότι οι Fates Warning μπήκαν «μέσα» τους για μερικά λεπτά, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία του καλύτερου τραγουδιού του δίσκου.

Για κλείσιμο - επίλογο και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, το "II" με εντυπωσίασε πριν καν το ακούσω. Το ρητό με το βιβλίο και το εξώφυλλο εδώ δε βρήκε εφαρμογή. Υψηλοτάτου επιπέδου εξώφυλλο, έγινε ο προάγγελος μιας υψηλοτάτου επιπέδου doom κυκλοφορίας. Πολύ θα ήθελα να δω ζωντανά αυτήν την μπάντα. Ένα πουλάκι από Ιρλανδία μου είπε ότι σκίζουν.

  • SHARE
  • TWEET