Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...
David Gilmour
Luck And Strange
Ας δεχτούμε κάτι, ο Gilmour δεν πρόκειται ποτέ να αποτύχει μεγαλοπρεπώς, όπως ο Roger Waters, ούτε και να πετύχει όμως.
Είναι δεδομένο και το έχουμε γράψει και πρόσφατα, ότι οι solo δουλειές του Gilmour διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες του άσπονδου φίλου του και παλιού συνοδοιπόρου Roger Waters, ως προς ένα σημαντικό στοιχείο: Το επίπεδο της καλλιτεχνικής φιλοδοξίας. Ή αν θέλετε καλλιτεχνικού εγωισμού, περιεχομένου, μεγαλομανίας, θεώρησης των πραγμάτων. Εκεί δηλαδή που ο τελευταίος πάντα βρίσκει ένα μεγάλο όραμα, μια σημαντική ιδέα που προσπαθεί να ακολουθήσει και να υπηρετήσει, ο κιθαρίστας/τραγουδιστής φαίνεται "απλά" να θέλει να γράψει ωραία τραγούδια που να τον εκφράζουν στο τώρα και το σήμερα. Αυτό βέβαια, όσο ευγενές κι αν είναι, είναι ταυτόχρονα και επικίνδυνο όταν μιλάμε για έναν τακτοποιημένο, απόλυτα επιτυχημένο και ευτυχισμένο 80αρη (σχεδόν) καθώς μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς άνευρες, middle of the road καταστάσεις όπως το (κακό) "Rattle That Lock" του 2015.
Ευτυχώς το "Luck And Strange" είναι μια ελαφρώς διαφορετική κατάσταση. Αρχικά, υπάρχει ένα συγκεκριμένο concept το οποίο υποστηρίζουν οι στίχοι (της συζύγου του φυσικά) κι αυτό έχει να κάνει με την ηλικία και τη διαδικασία του να μεγαλώνεις. Ηχητικά όμως δεν επαφίεται σε generic ενήλικους (βλ. γεροντικούς) rock ήχους. Όχι ότι δεν είναι εμφανής η κατασταλαγμένη, ήρεμη ψυχολογική του κατάσταση. Ούτε ξαφνικά θα βρούμε εδώ έναν Gilmour να ροκάρει σα να μην υπάρχει αύριο (πότε το έκανε εξάλλου;) ή να πειραματίζεται πάνω στον ήχο του. Τουναντίον πάει πίσω στα πιο βασικά στοιχεία του και κάπου εκεί παίζεται το παιχνίδι. Όταν του βγαίνουν αβίαστα, όταν και η έμπνευση είναι εκεί, όλα πάνε καλά. Όταν εκβιάζει καταστάσεις, καταλαβαίνεις ότι ούτε ο ίδιος μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν του.
Μία καλή περίπτωση είναι το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, που είναι και μακράν το πιο ενδιαφέρον του συνόλου και στα καλύτερα που έχει ηχογραφήσει στην προσωπική του καριέρα. Κι αυτό γιατί είναι ένα απλό μπλουζ φερμένο στα μέτρα του ή καλύτερα το ακριβώς ενδιάμεσο σημείο ανάμεσα σε αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε ως απόλυτα δικό του ήχο και τον αντίστοιχο του Μέγα Δασκάλου Peter Green. Βέβαια, αυτή ακριβώς είναι η περιοχή που εδώ και δεκαετίες εξερευνεί και ο Snowy White με αποτέλεσμα το εν λόγω τραγούδι να καταλήγει να ακούγεται ως επιρροή από τον επηρεασμένο.
Το έτερο ξεχωριστό τραγούδι του δίσκου εντάσσεται στην οικογένεια του "There’s No Way Out Of Here" ήτοι μία διασκευή από ένα άγνωστο στο ευρύ κοινό συγκρότημα που εντοπίζει ο Gilmour και φέρνει στα μέτρα του με θαυμάσιο τρόπο. Το συγκεκριμένο μάλιστα το τραγουδάει η κόρη του ενώ το αποτέλεσμα (όπως εξάλλου και το αυθεντικό) θυμίζει σε έναν βαθμό τις δουλειές του Steven Wilson, με ή χωρίς τους Porcupine Tree (άλλη μία ανακλαστική επιρροή;), αν και η τρυφερή φωνητικά Romany δεν είναι σε καμμία περίπτωση Ninet.
Κάπου εδώ τελειώνουν τα πραγματικά καλά τραγούδια και αρχίζουν οι στιγμές. Στιγμές μάλιστα που ορισμένες φορές είναι και ασύνδετα τοποθετημένες ή εκβιαστικά παρουσιαζόμενες στο σύνολο του δίσκου. Δεν είναι δηλαδή λίγες οι φορές που ένα τραγούδι προχωράει με δομή και ύφος που δε "ζητάει" ένα solo κιθάρας όμως ο Gilmour, λες κι από ατολμία, δεν μπορεί να μη δώσει στο κοινό του αυτό που περιμένει, θα χώσει στο τέλος ένα μακρύ solo. Και ναι, όσοι αγαπήσαμε, αγαπάμε και θα αγαπάμε πάντα και τους Floyd και την κιθάρα του συγκεκριμένα, είναι δύσκολο να μη μας αγγίξει με τέτοια τεχνάσματα. Εξάλλου δεν υπάρχει κακό solo του Gilmour με τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχει κακό παγωτό (όχι σας προκαλώ, βρείτε ένα κακό παγωτό). Υπάρχουν όμως αχρείαστα solo και το "Luck And Strange" έχει ένα σημαντικό αριθμό από τέτοια.
Ο αντίλογος είναι: υπάρχουν τραγούδια που θα στέκονταν περήφανα αυτόνομα, χωρίς τα εν λόγω solo; H δύσκολη απάντηση είναι ότι, πλην των προαναφερθέντων, τα υπόλοιπα εύκολα ξεχνιούνται, με ένα ρεφρέν εδώ (“The Piper’s Call”), μία γέφυρα εκεί (“Dark And Velvet Nights”) και μία φλοϋδική εισαγωγή παραπέρα (“Scattered”) να μην μπορούν να σώσουν το σύνολο, το οποίο πάντως κλείνει γλυκά (αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα) με το ακουστικό, νανουριστικό “Yes, I Have Ghosts”. Ας μην αναφέρω τα τρισκατάρατα έγχορδα (πχ “A Single Spark”, “Sings”) που έχουν στόχο να τονίσουν μία υποτιθέμενη λυρικότητα, αλλά καταλήγουν σα μουσική επένδυση κακής ρομαντικής κομεντί. To “Scattered” πάντως είναι το μόνο που φέρει τόσο ένα ακουστικό όσο και ένα μεγαλειώδες ηλεκτρικό solo ως φυσικό επιστέγασμά του, αντί για μία, τρόπον τινά, «τσόντα» και, όσο να ‘ναι, ζεσταίνει λίγο παραπάνω την καρδούλα μας.
Τι έχουμε λοιπόν αν τα μαζέψουμε όλα αυτά μαζί; Δύο πραγματικά καλά, ολοκληρωμένα από όλες τις απόψεις τραγούδια, μία χούφτα solo από αυτά που έχουν τόσο έντονη τη σφραγίδα του δημιουργού τους που ορισμένα είναι αδύνατον να τα απαρνηθείς, κάποιες στιγμές έμπνευσης διασκορπισμένες σε κατά τα άλλα αδιάφορα τραγούδια και όλα αυτά πακεταρισμένα σε μία εξαιρετική (αλίμονο!) παραγωγή. Ένα πακέτο δηλαδή αξιοπρεπές και πολύ καλύτερο του “Rattle That Lock”, αν αυτό σημαίνει οτιδήποτε. Ας δεχτούμε εν τέλει κάτι, ο Gilmour δεν πρόκειται ποτέ να αποτύχει μεγαλοπρεπώς, όπως ο Roger Waters, ούτε και να πετύχει όμως.