Boygenius

The Record

Interscope (2023)
Σε μία άλλη ζωή, ήμασταν πυρομανείς. Σ’ αυτήν, είμαστε η φωτιά η ίδια
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Κάποια πράγματα γίνονται i c o n i c με ελάχιστη προσπάθεια, και δεν ξέρω φέτος τι πιο εμβληματικό έχουμε δει αν όχι τις boygenius να κοπιάρουν Nirvana στο εξώφυλλο του Rolling Stone. Θράσος, θα πουν πολλοί, ειδικά προερχόμενο από ένα συγκρότημα γυναικών που αυθαδιάζει ήδη με το όνομά του. Οι τρεις μουσουργοί που συναποτελούν το σχήμα, είχαν κάνει την αρχή της συνεργασίας τους ήδη το 2018 με το ομώνυμο EP, όμως τώρα απολαμβάνουν και οι τρεις πολύ ψηλότερο καλλιτεχνικό status, έχοντας κυκλοφορήσει υποδειγματικές δουλειές. Και μπορεί η Phoebe Bridgers να είναι ο μεγαλύτερος κράχτης που διαθέτει η τριάδα, όμως είναι αδιαμφισβήτητη η ποιότητα που χαρακτηρίζει τόσο την Julien Baker, όσο και την - υποτιμημένη κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος - Lucy Dacus, που έχουν χτίσει το δικό τους μουσικό κόσμο μέσα από τρία εξαιρετικά άλμπουμ μελαγχολικού indie.

Το μέγεθος των προσδοκιών που είχαν να ικανοποιήσουν οι boygenius είναι εξαιρετικά μεγάλο, όμως μπορώ να φανταστώ να μειώνει το ατομικό και προσωπικό βάρος που υπάρχει για κάθε solo κυκλοφορία. Από μία άποψη, η αλληλοϋποστήριξη σε ένα μουσικό project, η λειτουργία των συνεργατών και ως παρηγοριά, και η ανακούφιση μίας συλλογικής προσπάθειας μπορεί να θυμίσει διάλειμμα. Δύσκολο ή εύκολο εγχείρημα, όμως, φαίνεται πως το "the record" διαθέτει ισόποσα το καλλιτεχνικό στίγμα και των τριών, μιας και οι καλλιτεχνικές φωνές τους συνδυάζονται σχεδόν όσο και οι πραγματικές τους.

Η acapella εισαγωγή με το "Without You, Without Them" μας εισάγει σε μία διαφορετική προσέγγιση στο μοίρασμα των στίχων και των λέξεων που τραγουδάει η καθεμία. Ενώ στο EP είχαμε μία παρουσία στο ρεφρέν ή στα κουπλέ ως features, ή μία απλή ταυτοχρονία στο τραγούδι, εδώ υπάρχει μία πολυδιάσπαση κάθε πρότασης, οι φωνές αναδύονται σε ανύποπτα σημεία, μπλέκονται και συντροφεύουν η μία την άλλη. Παράλληλα, όμως, διατηρούν την προσωπική τους σφραγίδα, όπως φανερώνει η πρώτη τριάδα singles "20$", "Emily I’m Sorry", και "True Blue", που κάθε μία φέρνει τη δική της συνθετική προσωπικότητα, η Baker την πιο άμεση και ηλεκτρισμένη, κληροδότημα από τα πιο punk ξεκινήματά της, η Bridgers με την ακουστική της κατήφεια, και η Dacus την πιο συμβατική indie προσέγγισή της.

Η ανατομία των κομματιών ώστε να βρεθεί ποια έγραψε τι μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον ως σαλαμαρώδης ενασχόληση, όμως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Το "the record" είναι αποτέλεσμα μίας μουσικής σύμπραξης τριών καλλιτέχνιδων που με αυτό το εγχείρημα θέλουν να δείξουν την μεταξύ τους ενότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα credits κάθε τραγουδιού συνυπάρχουν τα ονόματά τους, ακόμη κι αν μπορούμε εμείς εκ των υστέρων ως κοινό να διακρίνουμε ίχνη και διαφορές. Το σύντομο film που απαρτίζεται από τα video clips των τριών πρώτων singles δείχνει, εξάλλου, την στενή τους φιλία, την αλληλοϋποστήριξη στα queer βιώματα, αλλά και τον ερωτισμό που υπάρχει ανάμεσά τους, σε ένα project που λειτουργεί ως όχημα διάχυσης του εαυτού, και αναδόμησής του μέσα από αυτήν την σχέση, την καλλιτεχνική και προσωπική.

Κοιτώντας προσεκτικά τα κομμάτια του δίσκου, θα δούμε μία προσπάθεια να αναμειχθούν πολλά πράγματα μέσα σε μία ονειρική συστροφή, όχι πολύ διαφορετικά από το τι συνέβη με τις φωνές τους, τις συνθετικές προσεγγίσεις, και τα διαφορετικά ύφη. Υπάρχουν στίχοι και μικροαναφορές σε τραγούδια που έγραψαν ως solo καλλιτέχνιδες, αλλά και γενικότερα στην pop κουλτούρα από την οποία προέρχονται και από την οποία διαμορφώθηκαν - και τώρα διαλεκτικά διαμορφώνουν. Οι αναφορές στον Paul McCartney, τον Leonard Cohen, και τον Paul Simon έρχονται από τη μία ως φόρος τιμής στους μεγάλους άνδρες μουσικούς - πρότυπα της τριάδας (πλάι στον Elliott Smith), αλλά από την άλλη συνυπάρχουν με μία φεμινιστική καταγγελία, όχι μόνο μέσα από την LGBTQ+ εικονοποιία, ή την ειρωνεία του ονόματος, αλλά και με στίχους όπως "Always an angel, never a god" στο "Not Strong Enough", ως καταγγελία της πατριαρχικής εξιδανίκευσης των γυναικών ως κάτι το αγγελικό, αλλά ποτέ κάτι κυριαρχικό και τέλειο όπως ένας θεός, θέση και ρόλος που ανήκει στους άνδρες. Η θεματική αοριστία κάνει ασαφές πότε απευθύνονται η μία στην άλλη, ή αν αναφέρονται σε κάποιο άτομο εκτός τριάδας, καθώς η ερωτική ματαίωση, η προσωπική ανησυχία, και η εξύμνηση της φιλίας, συνυπάρχουν μέσα στα στιχουργικά μοτίβα του δίσκου και μας χαρίζουν απλόχερα στιγμές φόρτισης και συγκίνησης - ειδικά αυτό το "We’re In Love", τι κομμάτι γράψατε ρε κορίτσια.

H μεταξύ τους σχέση, αλλά και το τελικό συναίσθημα μίας γλυκόπικρης αποθέωσης, αποκρυσταλλώνεται στα τελευταία δευτερόλεπτα του "Letter to an Old Poet", όπου ακούμε τις ζητωκραυγές ενός εκστασιασμένου πλήθους - ηχογράφηση από την ζωντανή τους εμφάνιση το 2018 στο τέλος του "Me & My Dog", που μοιράζονται και οι τρεις ως highlight της καριέρας τους. Αποθέωση, μία βαριά λέξη, αλλά πλέον όχι τόσο αταίριαστη για αυτήν την τριάδα που συνειδητά ή ασυνείδητα έχει ταράξει τα νερά της ροκ μουσικής, χωρίς μάλιστα να χρησιμοποιεί τα συμβατικά εργαλεία της κουλτούρας, αλλά επιχειρόντας να φέρει μία νέα πνοή. Η συμπεριληπτικότητά τους, η δηλωμένη τους πολιτικοποίηση, η σαφής λήψη θέσης σε σημαντικά ζητήματα, αλλά και η εστίαση στην ευαλωτότητα εξίσου με το coolness για την διαμόρφωση της δημόσιας εικόνας τους, τις καθιστά σημαντικότερες απ’ όσο ίσως υποψιαζόμαστε σε επίπεδο περσόνας. Το γεγονός ότι αυτό δεν είναι παρά μόνο το συγκείμενο μίας πραγματικά ευχάριστης, συγκινητικής, και καλογραμμένης κυκλοφορίας, αρκεί για να μας γεμίσει χαρά, και να μας πείσει πως έχουμε εδώ μία από τις πιο κομβικές κυκλοφορίες της χρονιάς. Είναι αδιάφορο αν θα είναι το μοναδικό έργο της τριάδας, μιας και από μόνο του έχει τα εχέγγυα να αποτελέσει σημείο της σύγχρονης rock ιστορίας, indie και μη.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET