Bohren & Der Club Of Gore

Patchouli Blue

PIAS/Ipecac (2020)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 10/02/2020
Diane, this is a damn good cup of coffee!
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μαζί με τη λατρεία του για τον καλό καφέ και την κερασόπιτα, είναι σίγουρο πως οι Bohren & Der Club Of Gore θα ήταν από τις πλέον αγαπημένες απολαύσεις του πράκτορα Dale Cooper. Είναι από τις πολύ σπάνιες φορές που μία τέχνη (κινηματογράφος/TV) ορίζει τόσο απόλυτα μια άλλη (μουσική). Αν δεν άκουσες ποτέ κάποια από τις προηγούμενες οκτώ δισκογραφικές δουλειές της γερμανικής αυτής μπάντας, ίσως δεν είναι εύκολο να καταλάβεις τη σχεδόν απόλυτη σύνδεση τους. Και αν δεν αναγνωρίζεις καν το όνομα του Dale Cooper, χμμ, το πράγμα περιπλέκεται.

Ίσως να πιάσουμε από την αρχή τον όρο doom jazz που τους περιγράφει - έναν όρο που αρχικά δεν βγάζει νόημα. Οι Bohren φυσικά δεν έχουν παραμορφωμένες κιθάρες, είναι απλώς (;) ένα, ας το πούμε jazz, τρίο αποτελούμενο από τους Christoph Clöser (σαξόφωνο, πιάνο, βιμπράφωνο), Morten Gass (πλήκτρα, synths) και Robin Rodenberg (κοντραμπάσο). Η λέξη doom στην προκειμένη περίπτωση περιγράφει το πένθιμο tempo και τη ζοφερή ατμόσφαιρα της μουσικής. Από την άλλη, όσοι γνωρίζουν τον Dale Cooper και το ονειρικό σύμπαν του David Lynch, είναι προφανώς εξοικειωμένοι με τις μουσικάρες του Angelo Badalamenti. Οι Bohren είναι επί της ουσίας μια πολύ πιο αργή και αρκετά πιο μινιμαλιστική εκδοχή των noir στιγμών του σπουδαίου Ιταλού συνθέτη.

Έξι χρόνια έπειτα από το υπέροχο "Piano Nights", το "Patchouli Blue" κουβαλάει μαζί του όλα τα στοιχεία που θα περίμενε κανείς από ένα νέο Bohren άλμπουμ και δεν έχει τρανταχτές εκπλήξεις, πέραν της απομάκρυνσης (και μη-αντικατάστασης) του ντράμερ Thorsten Benning. Σε περίπτωση που το μεσοδιάστημα σου φαίνεται μεγάλο, θα υπερασπιστούμε την μπάντα αφού η μουσική τους, πίσω από τη φαινομενική της απλότητα, υποδηλώνει τρομερή ποσότητα δουλειάς. Οι ενορχηστρώσεις και οι εναλλαγές των θεμάτων ανάμεσα το σαξόφωνο, τα πληκτροφόρα όργανα, την κιθάρα ή το βιμπράφωνο είναι τέλεια επεξεργασμένες και τέλεια εκτελεσμένες. Είναι επίσης τρομερά εντυπωσιακός ο τρόπος που η μπάντα παίζει με τις σιωπές, τις παύσεις και τα σβησίματα των μουσικών αξιών. Πρόκειται για «μικρές» λεπτομέρειες που προσδίδουν μεγάλη αισθητηριακή αίγλη.

Τα έντεκα tracks κυλάνε μέσα σε ένα εξ ολοκλήρου αργό, ατμοσφαιρικό, ονειρικό tempo που, σε συνδυασμό με τον άπλετο ενορχηστρωτικό χώρο, προσεγγίζει πολύ την εμπειρία της ambient. Εικάζω ότι όσοι δεν αρέσκονται σε σχετικά ακούσματα, θα βρουν δύσκολη την ακρόαση ολόκληρου του δίσκου - και είναι γεγονός πως τα σχεδόν 60 λεπτά του "Patchouli Blue" το κάνουν να αποτελεί ίσως την πιο μεγάλη δουλειά τους. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για μουσική για όλες τις στιγμές. Στον σωστό χώρο, στον σωστό χρόνο και με την κατάλληλη διάθεση όμως, όταν όλες οι εικονοπλαστικές και κινηματογραφικές αποχρώσεις της μπορούν να απελευθερωθούν, η μουσική των Bohren μπορεί να αποτελεί μια σχεδόν εξωσωματική εμπειρία.

Σε σχέση με παλιότερες δουλειές τους, είναι εμφανής επίσης η διάθεση τους να πειραματιστούν ευρύτερα με ήχους και διαθέσεις, κάνοντας το υλικό του άλμπουμ να μην ακούγεται αυστηρά noir. Δίπλα σε μεγαλειώδη σκοτεινά jazz έπη όπως το "Total Falsch", το "Tief Gesunken" ή το "Sag Mir, Wie Lang", θα συναντήσει κανείς Floyd-ικές αρμονίες ("Verwirrung Am Strand"), στοιχεία '70s ηλεκτρονικής μουσικής ("Vergessen & Vorbei") ή και πιο καθαρή, χρωματική jazz ("Deine Kusine"). Αν κάτι όμως παραμένει αναλλοίωτο καθ' όλη τη διάρκεια του άλμπουμ είναι η ατμόσφαιρα του, μια ατμόσφαιρα απόκοσμη, ερωτική, σχεδόν μυστική.

Το "Patchouli Blue" είναι άλλο ένα μοναδικό αποτύπωμα μιας πολύ ξεχωριστής μπάντας και αναμφίβολα πρόκειται για μια δουλειά ειδικών συνθηκών και ειδικών ακροάσεων. Κουβαλάει πάραυτα τη δική του ιδιαίτερη μαγεία, όντας ικανό να σε παρασύρει σε ένα μέρος που δεν έχει θέση η λογική ή η διαύγεια. Ένα παράξενο μέρος που οι πορτοκαλί λάμπες φωτίζουν τους βρεγμένους από τη βροχή δρόμους ή που άνθρωποι μιλάνε ανάποδα μπροστά από κόκκινες κουρτίνες.

  • SHARE
  • TWEET