Ben Watt

Hendra

Unmade Road / Caroline International (2014)
Από τον Τάκη Κρεμμυδιώτη, 30/07/2014
Στη σκιά του ανεπανάληπτου "North Marine Drive" τίποτα δε μπορεί να φωτίζεται
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Στο ερώτημα αν είναι ευλογία ή κατάρα το ντεμπούτο άλμπουμ σου να αποτελεί έναν αξεπέραστο δίσκο, μάλλον η σωστή απάντηση είναι: «και τα δύο». Από τη μια έχεις στα σίγουρα κατορθώσει κάτι που λίγοι μπόρεσαν ή θα μπορέσουν να πετύχουν στην καριέρα τους, αλλά, από την άλλη, μοιάζεις καταδικασμένος να έχεις στην πλάτη ένα φορτίο που χρόνο με το χρόνο βαραίνει όλο και πιο πολύ.

Για το “North Marine Drive” έχω ήδη πει την άποψή μου, οπότε είναι καλύτερα να περιοριστώ στο ότι (κατά τη γνώμη μου) αποτελεί την ταφόπλακα στον singer – songwriter τρόπο έκφρασης. Πέρασαν τριανταένα ολόκληρα χρόνια μέχρι την κυκλοφορία του “Hendra”, δηλαδή του δεύτερου μεγάλης διάρκειας προσωπικού δίσκου του πολυαγαπημένου μου (και διατί να το κρύψωμεν, άλλωστε;) Ben Watt. Βέβαια, στο ενδιάμεσο διάστημα έφτιαξε με την Tracey Thorn τους μοναδικούς Everything But The Girl, με τους οποίους μεγαλούργησε στο χώρο της jazzy art pop, οπότε η αναμονή θεωρείται απολύτως δικαιολογημένη. Βέβαια, δε μπορώ να πω το ίδιο για την περίοδο από το 1998 και μετά, που μας «πρόδωσε» ασχολούμενος με remixes και τον ευρύτερο dance, deep house και techno χώρο. Τον αγαπάμε και γι’ αυτό του το συγχωρούμε (όχι, βέβαια, πως αν δεν τον αγαπούσαμε, δε θα κάναμε το ίδιο...).

Κι έτσι τα χρόνια πέρασαν και, μάλλον απροσδόκητα, προέκυψε το “Hendra”! Άραγε, θα ήταν η φυσική συνέχεια του ντεμπούτου; Στο πρώτο άκουσμα απογοητεύτηκα! Από τότε το άκουσα πάρα πολλές φορές, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό μου ότι είμαι προκατειλημμένος. Κι αυτό ήταν αλήθεια. Αποφάσισα, λοιπόν, να αφήσω λίγο καιρό και μετά να γράψω γι΄ αυτό. Κι ο Ben, άλλωστε, άφησε να περάσει πολύς καιρός μέχρι να το κυκλοφορήσει. Γιατί, όμως, να έκανε κάτι τέτοιο; Επειδή απορροφήθηκε από τη μουσική μεταστροφή του ή από απλή έλλειψη έμπνευσης; Πιστεύω πως το δύσκολο να απαντηθεί αυτό ερώτημα είναι σωστότερο να παραμείνει ρητορικό.

Πάντως, αν νομίζετε πως ο δίσκος είναι κακός, γελιέστε. Το αντίθετο! Απλά, δεν ήταν αυτό που θα (θέλαμε) μπορούσε να κάνει. Από την άλλη, όμως, έχοντας ενσωματώσει τμήμα της αμερικανικής μουσικής παράδοσης, δεν το λες με τίποτα αναμάσημα του “North Marine Drive”, αν και έχει συναφές με αυτό ύφος, παρά το σαφές jazzy έλλειμμα (με εξαίρεση το “Golden Ratio”). Με άλλα λόγια, είναι ένα παλιομοδίτικο εσωτερικό άλμπουμ, με ήπιες μελωδικές κιθάρες, εξαγνιστικά γλυκό Fender Rhodes και υποτονικά κρουστά. Μόνο που απουσιάζει σχεδόν τελείως ο Robert Wyatt, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια της slide κιθάρας του David Gilmour στο “The Levels” να «πειράξει» το τελικό αποτέλεσμα. Έντονα διακριτό είναι το στυλ του Tom Petty And The Heartbrakers (να ‘τος πάλι…) και του Jeff Lynne, ενώ σε δεύτερο πλάνο διαφαίνονται οι κλασικές επιρροές των Jackson Browne, των όψιμων Pink Floyd και των Carpenters. Πιστεύω πως το “Forget” είναι εκείνο το τραγούδι που δύσκολα θα… ξεχάσει κανείς, αλλά και το (υπέροχα εκτός κλίματος γκαζωμένο) “Nathaniel”, στο οποίο ο Bernard Butler (Suede) δείχνει πώς παίζεις την κιθάρα όταν έχεις κέφι. Η διακριτική παραγωγή ανήκει στον Ewan Pearson, που δούλεψε και στα πρόσφατα προσωπικά άλμπουμ της Thorn. Στιχουργικά, η πλειοψηφία των τραγουδιών αναφέρεται στο συναίσθημα της απώλειας, που πυροδοτήθηκε από τον πρόσφατο θάνατο της αδελφής του.

Τελικά, όπως είδατε, δεν έβαλα τον πολύ καλό αυτόν δίσκο ως “Rocking Επιλογή», κάτι που γνωρίζω από τώρα πως θα μετανιώσω από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα δω το κείμενο αυτό αναρτημένο στο διαδίκτυο. Θα μου πείτε, όμως, γιατί δεν το κάνω τώρα που προλαβαίνω. Η απάντηση είναι πολύ απλή: διότι, όσο και αν κάθε κυκλοφορία (επιβάλλεται να) κρίνεται αυτοτελώς, αφενός η πολύχρονη αναμονή και αφετέρου οι πολύ αυξημένες απαιτήσεις που είχα θα θεωρούσαν κάτι τέτοιο ιεροσυλία!
  • SHARE
  • TWEET